Εκπρόσωποι κινεζικών εταιρειών ορυχείων καταφθάνουν ομαδικώς στο Αφγανιστάν προσβλέποντας σε συμβόλαια εκμετάλλευσης των μετάλλων και των πρώτων υλών που βρίσκονται εν αφθονία στο υπέδαφος της καθημαγμένης χώρας. Στο στόχαστρό τους το λίθιο, οι σπάνιες γαίες, ο χαλκός, το κοβάλτιο, ο χρυσός, αλλά και ο υπόλοιπος ορυκτός πλούτος του Αφγανιστάν, του οποίου η αξία υπολογίζεται σήμερα σε 3 τρισ. δολάρια και χρειάζεται για τη σύγχρονη τεχνολογία και πρωτίστως για τη στροφή στην ηλεκτροκίνηση.
Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν το Πεκίνο σπεύδει να καλύψει το κενό που άφησαν οι ΗΠΑ. Στις επισκέψεις Κινέζων εκπροσώπων ορυχείων αναφέρθηκαν αξιωματούχοι της Καμπούλ, αλλά και εκπρόσωπος ένωσης κινεζικών βιομηχανιών. Οι προσφορές των κινεζικών εταιρειών βρίσκουν το Αφγανιστάν εν τω μέσω οξύτατης οικονομικής αλλά και ανθρωπιστικής κρίσης, με την οικονομία σε ραγδαία συρρίκνωση και τους κατοίκους της χωρίς τα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους. Σύμφωνα, πάντως, με πηγές της βρετανικής εφημερίδας, οι επαφές ανάμεσα στο Πεκίνο και στους ηγέτες των Ταλιμπάν είχαν ήδη αρχίσει πριν από την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων. Οπως τονίζει η Κλόντια Κία, αναλύτρια του Ινστιτούτου Μελετών Νότιας Ασίας στο Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης, «η Κίνα έχει κατορθώσει να διατηρήσει άμεση επικοινωνία με τους Ταλιμπάν από τον Αύγουστο του 2021 και δεδομένου ότι ήταν από τις ελάχιστες χώρες που έστειλαν άμεσα βοήθεια ενίσχυσε τους δεσμούς της με τους Ταλιμπάν. Από την πλευρά τους, οι Ταλιμπάν χρειάζονται επειγόντως το κινεζικό κεφάλαιο για να σταθεροποιήσουν την αφγανική οικονομία. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, στους λίγους μήνες που έχουν μεσολαβήσει από την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν η αφγανική οικονομία έχει ήδη συρρικνωθεί κατά 30%, οι εισαγωγές έχουν καταρρεύσει όπως και το νόμισμα της χώρας και ο πληθωρισμός καλπάζει.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι μεγάλες οικονομίες σπεύδουν να διασφαλίσουν πρόσβαση σε κοιτάσματα λιθίου και χαλκού, καθώς πρόκειται για πρώτες ύλες αναγκαίες για την κατασκευή ηλεκτροκίνητων οχημάτων, μπαταριών για ηλεκτροκίνητα, αλλά και για τα λεγόμενα έξυπνα κινητά. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις όπως, για παράδειγμα, της επενδυτικής Nomura, σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα αποθέματα λιθίου του Αφγανιστάν, είναι αντίστοιχα με εκείνα της Βολιβίας, που έως τώρα είναι τα μεγαλύτερα γνωστά αποθέματα στον κόσμο. Προσβλέποντας σε αυτά, οι εκπρόσωποι των κινεζικών ορυχείων είχαν τις τελευταίες εβδομάδες επαφές με τους Ταλιμπάν και διαπραγματεύονταν την πρόσβαση στο Μες Αϊνάκ, όπως ονομάζεται το μεγαλύτερο κοίτασμα χαλκού στον κόσμο, που βρίσκεται νοτιοανατολικά της Καμπούλ.
Οι Financial Times αναφέρουν πως τουλάχιστον ένας ιδιωτικός όμιλος της Κίνας μετέβη επίσης και στις επαρχίες Ναγκαρχάρ και Λανγκμάν στο ανατολικό Αφγανιστάν σε αναζήτηση κοιτασμάτων άλλων μετάλλων. Οπως σημειώνουν πάντως πηγές προσκείμενες στις συνομιλίες, που μίλησαν στους FT σε καθεστώς ανωνυμίας, οι συνομιλίες βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και δεν είναι σαφές κατά πόσον θα επιστρέψουν οι Κινέζοι για να υπογράψουν συμβόλαια που θα τους επιτρέψουν να εκμεταλλευθούν το υπέδαφος της χώρας. Στο μεταξύ, η ένωση κινεζικών βιομηχανιών αναφέρει πως δεκάδες άλλες εταιρείες έχουν ήδη εκφράσει ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του Αφγανιστάν και έχουν υποβάλει σχετικά αιτήματα. Σύμφωνα, εξάλλου, με αναλυτές της Nomura, δύσκολα θα εμπλακούν στο Αφγανιστάν εταιρείες υψηλών απαιτήσεων δεδομένου ότι υπάρχουν ζητήματα περιβαλλοντικά, κοινωνικά, αλλά και σοβαρά ζητήματα διακυβέρνησης. Είναι ενδεικτικό πως τα δύο μεγαλύτερα ορυχεία της Κίνας, Ganfeng Lithium και Tianqui Lithium, όταν ερωτήθηκαν σχετικά αρνήθηκαν κάθε συμμετοχή τους σε διαπραγμάτευση με τους Ταλιμπάν. Τα ονόματα των εν λόγω ορυχείων αναφέρθηκαν, ωστόσο, από τις πηγές που μίλησαν στους FT. Σημειωτέον, πάντως, πως η Κίνα έχει ζητήσει την άρση των οικονομικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί κατά του Αφγανιστάν και να ανακτήσει η χώρα την πρόσβαση στα δισεκατομμύρια των συναλλαγματικών διαθεσίμων που έχουν στην κατοχή τους πολυμερείς πιστωτικοί οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ.