Πολύκαρπος Αδαμίδης
Με τη λήξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες και την υιοθέτηση των συμπερασμάτων του, επιβεβαιώθηκε κατ’ αρχήν ότι ‘μαγικές λύσεις’ δεν υπάρχουν. Η πολυπαραμετρική αγορά της ενέργειας δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Αντίθετα η επίκληση της εργαλειοθήκης των Ευρωπαϊκών θεσμών και η αναφορά στη ρύθμιση των πιέσεων, σε μέσο χρόνο και μακροπρόθεσμα, καταδεικνύουν αμηχανία και αναδεικνύουν αντιφατικότητα στις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Έτσι ενώ υπάρχει μια διακηρυγμένη δυσανεξία στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου, που προτάσσουν οι Ρώσοι, ως ενδεδειγμένη μέθοδο για ασφαλή και απρόσκοπτο ενεργειακό εφοδιασμό, την ίδια στιγμή συνομολογούμε, ότι δε γίνεται σε πρώτο χρόνο να εξορθολογιστούν οι όροι της προμήθειας. Παράλληλα με την αναφορά σε μεσομακροπρόθεσμες λύσεις, υπάρχει μια άρρητη παραδοχή, ότι το ζήτημα του ενεργειακού εφοδιασμού, πρέπει να αντιμετωπίζεται με προγραμματισμό σε βάθος χρόνου και όχι με βραχυχρόνιες διευθετήσεις.
Πέρα από τις λεκτικές αντινομίες, έντονη είναι η ανησυχία για την επιδείνωση των παραμέτρων, που έχουν συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία της κρίσης. Χαρακτηριστική μεταξύ αυτών, είναι η επισήμανση για το ενεργειακό αδιέξοδο και την πίεση που υφίσταται η Κίνα. Όπως μάλιστα σχολιάζεται σχετικά, ο περιορισμός της λειτουργία των λιγνιτοπαραγωγικών μονάδων της, επιτείνει το ενεργειακό της έλλειμμα και την ωθεί σε πιο επιθετική διεκδίκηση πηγών στη διεθνή ενεργειακή αγορά και σε πλειοδοσία για την απόκτησή τους.
Είναι χαρακτηριστικό της ιδιαίτερα δυσχερούς θέσης στην οποία έχει περιέλθει, ότι ήρε το εμπάργκο στην προμήθεια Αυστραλιανού άνθρακα, που είχε επιβάλει ως αντίδραση στις επικρίσεις των Αυστραλών για τις αρνητικές επιδόσεις της στον τομέα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και στο αίτημά τους για τη συστηματική και ενδελεχή διερεύνηση, από ανεξάρτητα όργανα, της προέλευσης της πανδημίας του Covid 19. Η Κίνα μάλιστα έχει ξεκινήσει να προμηθεύεται για την κάλυψη των αναγκών της και τεράστιες ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ.
Και οι ποιοτικές παράμετροι της κρίσης καταδεικνύουν την ένταση και το βάθος της. Έτσι ενώ μέχρι σήμερα οι περιπτώσεις αύξησης των τιμών, είχαν κυρίως τοπικό και εποχιακό χαρακτήρα, όπως επιβεβαίωσε και το αντίστοιχο ράλι τιμών, που παρατηρήθηκε στις Ασιατικές χώρες το παρελθόν έτος, χωρίς να διαχυθεί στις διεθνείς αγορές και την Ευρώπη, η παρούσα κρίση έχει στοιχεία διάρκειας και παγκοσμιότητας.
Αντίστοιχα δεν καταγράφεται βελτίωση και στον τομέα της προσφοράς, καθώς σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η Νορβηγία και η Ολλανδία, δεν έχουν αυξήσει την παραγωγή και τροφοδοσία των αγωγών σε φυσικό αέριο, από τα χαμηλά στα οποία η παραγωγή είχε περιέλθει, λόγω ακούσιας αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αλλά και οι πετραλαιοπαραγωγές χώρες και οι κατέχουσες τα μεγάλα αποθέματα και κοιτάσματα φυσικού αερίου, δεν αποφασίζουν να επενδύσουν στην αύξηση της παραγωγής, καθώς το κόστος εξόρυξης και λειτουργίας ήταν εξ ορισμού ασύμφορο, κατά το διάστημα που προηγήθηκε της σημερινής κρίσης.
Η διάρκεια της κρίσης, που σε μεγάλο βαθμό θα καθορισθεί από τις καιρικές συνθήκες και τη δριμύτητα του επερχόμενου χειμώνα, είναι και ένα καμπανάκι, για τη διασφάλιση τής σε βάθος προπαρασκευής για τη μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Ο στόχος του fit for 55, ήτοι της μείωσης της εκπομπής των ρύπων σε ποσοστό 55% μέχρι το 2030, σε σχέση με το επίπεδό τους το 1991, δεν μπορεί να είναι μια άσκηση επί χάρτου και μια επιδίωξη μαθηματικών ισοσκελισμών.
Ήδη από χώρες όπως η Ουγγαρία, αμφισβητείται, ενώ δεν μπορούν να λησμονηθούν τα παγιωμένα και τεράστια συμφέροντα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Είναι οι ίδιοι ακριβώς παράγοντες, που ελέγχουν τους όρους ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης, χωρίς να υπάρχει, όπως η παρούσα κρίση δείχνει, δυνατότητα ρεαλιστικής υποκατάστασής τους. Η κρίση δείχνει επίσης ότι δεν υφίστανται τοτέμ ιερότητας και ταμπού στην αναζήτηση λύσεων.
Από την αξιολόγηση των όρων διαχείρισης και χρησιμοποίησης της πυρηνικής ενέργειας, μέχρι τη λειτουργία του συστήματος εμπορίας ρύπων και τις διορθωτικές παρεμβάσεις σε αυτό, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί πρέπει να κινητοποιηθούν για την αναζήτηση λειτουργικών λύσεων.
Είναι το αναγκαίο προηγούμενο για να αντιμετωπίσουμε με όρους σοβαρότητας και κοινωνικής αποδοχής το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής και να διαχειριστούμε τις συνέπειές του.