Οικονομική Επιθεώρηση, Σεπτέμριος 2021, τ.1010
Βιομηχανία του Γιώργου Τσάτσου (συνέχεια από Μέρος Α )
Πηγές Χρηματοδότησης – Υπερδανεισμός
Μια επιχείρηση σπάνια δημιουργεί μόνη της αρκετά κέρδη για να χρηματοδοτήσει μια σημαντική ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της σε πολλές, νέες αγορές. Τρεις τρόπους έχει οποιαδήποτε επιχείρηση για να αντλήσει χρήματα:
- Τους μετόχους: Δηλαδή, την οικογένεια ή το χρηματιστήριο
- Κέρδη: Δηλαδή, εσωτερική δημιουργία ρευστότητας
- Δανεισμό: Δηλαδή, προεξόφληση μελλοντικών κερδών
Το φορολογικό καθεστώς σε μια χώρα έχει μεγάλη σημασία. Μπορεί να βοηθήσει ή να εμποδίσει (φρενάρει) την ανάπτυξη.
Μεταπολεμικά, το φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα, με τους Νόμους 2687 και 4171, υπήρξε ευνοϊκό και επέτρεψε σε επιχειρήσεις (όπως η ΑΓΕΤ) να επανεπενδύσουν όλα τα αποθέματα που δημιουργούσαν, χωρίς να πληρώνουν φόρους. Επιτρέπονταν δηλαδή ενισχυμένες αποσβέσεις. Αυτό χρηματοδότησε την ανάπτυξη πολλών καλών μονάδων. Είναι όμως λίγο σαν το κύμα του σέρφινγκ, που σπρώχνει για ένα διάστημα μπροστά αλλά έχει πέρας, γιατί δεν είναι αιώνιο.
Προφανώς, οι Έλληνες επιχειρηματίες-βιομήχανοι είχαν επενδύσει το μέγιστο μέρος της περιουσίας τους στις βιομηχανίες τους, από τις οποίες είχαν πλέον εξάρτηση. Το Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) όμως δεν ήταν τότε σε θέση να προσφέρει νέα κεφάλαια, ούτε μπορούσαν οι επιχειρήσεις τότε να εισαχθούν σε ξένα χρηματιστήρια. Η δημιουργία ρευστότητας από κέρδη περιοριζόταν πολύ συχνά από αγορανομικές διατάξεις που ήλεγχαν τις τιμές και μείωναν τα κέρδη, μερικές φορές υποχρέωναν δε την επιχείρηση και σε ζημιές. Εναπέμεινε ο δρόμος του δανεισμού και οι Έλληνες επιχειρηματίες υποχρεώθηκαν σε ύψη δανεισμού που δεν ήταν επιτρεπτά σε άλλες οικονομίες. Το θέμα του δανεισμού εκείνης της περιόδου είναι περίπλοκο, γιατί υπήρχαν πληθωρισμός, υψηλά επιτόκια, πολλές παρεμβάσεις, ρυθμιζόμενοι όροι από την ΤτΕ κ.τ.λ. Δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί σε βάθος εδώ. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες επί το πλείστον ανέλαβαν υπερβολικούς κινδύνους (ρίσκα) και χρηματοδότησαν με ανορθόδοξους τρόπους την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους. Ένας φρόνιμος και συντηρητικός διαχειριστής είναι αμφίβολο αν θα αναλάμβανε τέτοιους κινδύνους, αλλά για πολλούς λόγους οι περισσότερες ελληνικές βιομηχανίες παρασύρθηκαν ή και υποχρεώθηκαν σε υψηλότερο δανεισμό απ’ ό,τι έπρεπε – και αυτό αργότερα δημιούργησε σοβαρά προβλήματα και οδήγησε πολλές στην καταστροφή.
Η αλήθεια είναι ότι συνήθως οι επιχειρηματίες δεν είχαν και ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις, γιατί το όλο σύστημα έπασχε από πολλές πλευρές και υπήρχαν υπερβολικά πολλές παραμορφώσεις, όπως έχει αναφερθεί. Το θέμα βέβαια είναι πολύ ευρύ και δεν αντιμετωπίζεται με λίγα λόγια.
Κρατικός παρεμβατισμός
Ο κρατικός παρεμβατισμός την περίοδο 1950-90 ασκήθηκε με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Στο πρώτο ήδη κεφάλαιο επισημαίνονται πολλές από τις παρεμβάσεις ή απαγορεύσεις που ίσχυαν τότε. Εδώ επαναλαμβάνονται ενδεικτικά μερικές, αλλά το κείμενο αυτό δεν είναι πλήρες.
- Στον οικονομικό τομέα, οι ΤτΕ ή ΕΤΕ υπήρξαν όργανα επιβολής της οικονομικής πολιτικής ή του ελέγχου της χρηματοδότησης. Και οι δύο αυτές τράπεζες ελέγχονταν από το κράτος και εφάρμοζαν τις εντολές του εκάστοτε υπουργού Συντονισμού-Οικονομικών. Ως εκ τούτου, όλες οι χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων ελέγχονταν, έτσι ή αλλιώς, από το κράτος. Η Νομισματική Επιτροπή είχε τον τελευταίο λόγο στα θέματα αυτά. Ο οποιοσδήποτε μεγάλος επιχειρηματίας, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, έπρεπε να τυγχάνει της έγκρισης των κυβερνώντων.
- Μετά την μεταπολίτευση, δηλαδή το 1974, εφαρμόστηκε πολιτική κρατικοποιήσεων: αερομεταφορές, λιπάσματα, τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, ναυπηγεία, ορυκτός πλούτος, πολεμική βιομηχανία, ενέργεια, μεταφορές, υπήχθησαν άμεσα ή έμμεσα στον κρατικό έλεγχο. Όλα αυτά περιόρισαν το πεδίο δράσης του ιδιωτικού τομέα, αλλά επιπλέον δημιούργησαν πολύ σημαντικά ελλείμματα και μονοπωλιακές καταστάσεις, όπου οι τιμές των παρεχόμενων υπηρεσιών καθορίζονταν από κάποιον υπουργό. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν για το «βόλεμα» κομματικών ημετέρων.
- Οι παρεμβάσεις της αγορανομίας και οι έλεγχοι τιμών, για δήθεν έλεγχο του πληθωρισμού, υπήρξαν αυθαίρετες και καταστρεπτικές για πολλούς κλάδους, χωρίς να πετύχουν τον σκοπό για τον οποίο υποτίθεται ότι επιβλήθηκαν.
- Στην εργασιακή πολιτική, το κράτος καθόριζε συχνά τα επίπεδα αμοιβών και πλείστα άλλα εργασιακά θέματα, χωρίς να ξέρει τι κάνει και τι επιπτώσεις έχει αυτό. Έτσι, υπέσκαπτε την ανταγωνιστικότητα πολλών επιχειρήσεων και επιτάχυνε την καταστροφή τους. Επίσης, τα μέτρα αυτά επιτάχυναν τον πληθωρισμό.
- Όπως ήδη ελέχθη, απαγορευόταν πέραν των εξαγωγών οποιαδήποτε δραστηριότητα ή επένδυση στο εξωτερικό. Έτσι, ελληνικές επιχειρήσεις αποκλείστηκαν από πολλές δυνατότητες ανάπτυξης εργασιών εκτός ελληνικού χώρου.
- Μετά το 1981 ο ΟΑΕΔ, για να «εξυγιάνει» τις προβληματικές επιχειρήσεις, επενέβη και κρατικοποίησε και πολλές που δεν χρειάζονταν.
- Και το Υπουργείο Χωροταξίας εφάρμοσε, για τη δήθεν προστασία του περιβάλλοντος, πληθώρα περιοριστικών διατάξεων, όπως επίσης απαγόρευσε την εγκατάσταση πολλών μονάδων ή επιβάρυνε υπέρμετρα το κόστος λειτουργίας τους.
- Και η φορολογική πολιτική υπήρξε συνήθως αντιαναπτυξιακή, πλήττοντας τους παραγωγούς και ενθαρρύνοντας την παραοικονομία.
- Τέλος, έγιναν παρεμβάσεις από το κράτος για την απόκτηση του ελέγχου οικονομικών συγκροτημάτων, με κριτήρια πολιτικά και όχι οικονομικά (συγκρότημα Ανδρεάδη, ΑΓΕΤ, Αθηναϊκή Χαρτοποιία).
Πάλι, το θέμα είναι ευρύ και αντικείμενο συγγραφής βιβλίου. Άλλωστε υπάρχουν ήδη λίγα τέτοια συγγράμματα. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής υπήρξαν ολέθρια, όπως είχα προβλέψει στα κείμενα που είχα γράψει το 1976-79.
Να σημειωθεί τέλος ότι οι πολιτικές αυτές έτυχαν ευρείας αποδοχής από το ελληνικό κοινό και οι διαμαρτυρόμενοι ήταν μια μικρή μειοψηφία. Οι λόγοι που αυτό συνέβη είναι:
- Άγνοια από τους κυβερνώντες και παραπληροφόρηση στα οικονομικά θέματα
- Έλλειψη κατανόησης του ρυθμιστικού ρόλου των αγορών και πλήρης παρανόηση του τι αυτό σημαίνει (η νοοτροπία επιζεί και σήμερα, π.χ. ο Μινώταυρος του φιλελευθερισμού)
- Η εσφαλμένη εντύπωση ότι το κράτος θα προστατεύσει τον καταναλωτή και το κοινωνικό σύνολο, ενώ οι επιχειρηματίες θα το εκμεταλλευτούν
- Μερικά παραδείγματα κακοδιοίκησης από επιχειρηματίες
- Σκοπιμότητες του πελατειακού κράτους-βόλεμα ημετέρων
- Έλεγχος και εξουσία από τους πολιτικούς-διαφθορά-πολιτικές αντιπάθειες-ιδεοληψίες
- Φθόνος προς τους επιτυχείς
H οικογένεια και η επιχείρηση – Επαγγελματική διοίκηση
Τέλος, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ας κοιτάξουμε και την πλευρά της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων.
Οι περισσότερες οικογενειακές επιχειρήσεις, και εδώ αναφέρονται μόνον αυτές μεγαλύτερου μεγέθους, διαρκούν δύο, ενδεχομένως τρεις γενιές. Είναι σύνηθες ο ιδρυτής να ακολουθηθεί από κάποιον ταλαντούχο γιο και αρκετές φορές να υπάρξει και ικανή τρίτη γενιά. Σπάνιο είναι μια οικογένεια να έχει άξιους διαδόχους για περισσότερες γενιές από τρεις, αλλά εγείρονται κι άλλα, σοβαρά προβλήματα.
Συνήθως, μετά τη δεύτερη γενιά, οι απόγονοι πολλαπλασιάζονται και γίνονται πολυάριθμοι. Αυτό δημιουργεί πίεση από πολλά μέλη της οικογένειας, να μετατρέψουν τις μετοχές τους σε ρευστοποιήσιμο χρήμα, ή και σε άλλες πιέσεις για συνδιοίκηση ή απολαβή διαφόρων προνομίων, που απορρέουν από τη διεύθυνση.
Παράδειγμα 1: Η οικογένεια Dycherhof της Γερμανίας (τσιμεντοβιομηχανία και οικοδομικά υλικά). Κατά το 1990 η οικογένεια αποτελείτο από 145 ενήλικα μέλη, που συμμετείχαν στις οικογενειακές συνελεύσεις. Προφανώς, αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει και η επιχείρηση πωλήθηκε.
Παράδειγμα 2: Στη Δανία, η οικογένεια που ήλεγχε την FLSmith (μηχανήματα, κατασκευή εργοστασίων τσιμέντου) αποτελείτο από περίπου 40 μέλη κι αυτό οδήγησε σε πολλά αδιέξοδα και τελικά στον διαμελισμό της επιχείρησης, από την οποία κατέληξε να μείνει το ένα πέμπτο του αρχικού της μεγέθους.
Όλα αυτά οδηγούν σχεδόν πάντα σε ένα από τα δύο πράγματα:
- Πώληση της επιχείρησης ή διαμελισμό σε κομμάτια και μοίρασμα των τμημάτων
- Εισαγωγή σε χρηματιστήριο, ώστε οι μετοχές να γίνουν εμπορεύσιμες
Προκειμένου να επιτευχθεί το δεύτερο, η επιχείρηση χρειάζεται να διευθύνεται από επαγγελματίες διοικούντες, οι οποίοι πλέον υπηρετούν τα συμφέροντα των μετόχων της επιχείρησης και όχι της οικογενείας.
Υπάρχει στο εξωτερικό μικρός αριθμός οικογενειακών επιχειρήσεων στις οποίες παραμένει ένας ο ιδιοκτήτης, αλλά αυτό είναι αρκετά σπάνιο. Συνήθως, μέχρι την τρίτη γενιά, η ιδιοκτησία έχει αλλάξει ή δε διοίκηση ασκείται πλέον από επαγγελματίες. Μόνο έτσι εξασφαλίζεται η επιτυχής συνέχιση των εργασιών για μακρά χρονικά διαστήματα.
Στην Ελλάδα του 20ού αιώνα υπήρξαν ελάχιστες ελληνικές επιχειρήσεις στις οποίες η διεύθυνση να πέρασε έξω απ’ την οικογένεια, σε διευθυντές καριέρας.
Το Αλουμίνιον της Ελλάδος, ως πολυεθνική, όπως και η Esso Pappas, είχαν τέτοια διεύθυνση. Η Εθνική Τράπεζα είχε επαγγελματίες στη διοίκηση, αλλά αυτοί διορίζονταν από το εκάστοτε κόμμα και συνεχώς άλλαζαν. Γι’ αυτόν τον λόγο η Εθνική δεν μπόρεσε να γίνει διεθνής οργανισμός, όπως θα μπορούσε, και συντηρήθηκε στη ζωή και εξουσία με διάφορα μονοπωλιακής φύσης μέτρα.
Γενικά, οι ελληνικές οικογένειες που ήλεγχαν τις μεγάλες επιχειρήσεις του τόπου δεν θέλησαν να περάσουν τον έλεγχο της διοίκησης σε ανεξάρτητα επαγγελματικά στελέχη για πολλούς λόγους:
- Δεν ήθελαν να χάσουν τον έλεγχο και ενδεχομένως κάποια προνόμια
- Δεν ήξεραν πώς να το κάνουν (θέλει κάποιο βαθμό sophistication κι αυτό)
- Δεν είχαν πολλά να κερδίσουν. Δηλαδή, το χρηματιστήριο δεν ήταν ικανό να απορροφήσει με κέρδη για τους μετόχους της τη δημοσιοποίηση της επιχείρησης
- Δεν έβρισκαν ή δεν εμπιστεύονταν τα απαραίτητα στελέχη, που σπάνιζαν εκείνη την εποχή
- Η ελληνική αγορά ήταν μικρή και φτωχή και δεν δικαιολογούσε αυτό που εθεωρείτο πολυτέλεια, δηλαδή μια σωστά αμειβόμενη επαγγελματική διεύθυνση. Οι καλοί διευθυντές έχουν υψηλές αμοιβές.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι το 1990 σχεδόν καμία ελληνική επιχείρηση δεν είχε στην κορυφή εξωτερικούς, επαγγελματίες διευθυντές. Πολλές απ’ τις οικογένειες που ήλεγχαν και διοικούσαν επιχειρήσεις όμως εφάρμοζαν υψηλής στάθμης επαγγελματική διεύθυνση απ’ τα στελέχη της ίδιας της οικογένειας και αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν υστερούσαν ως προς την ποιότητα της διεύθυνσης.
Εν κατακλείδι
Ο κυριότερος λόγος που δεν έγιναν βιώσιμες οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις ήταν το μικρό τους μέγεθος. Το μεγάλο μέγεθος επιτρέπει την άντληση κεφαλαίων, την πρόσληψη ικανών στελεχών, την εξασφάλιση υψηλής τεχνολογίας, τη δημιουργία εκτεταμένου εμπορικού δικτύου και την απόκτηση σύγχρονων μονάδων παραγωγής. Σε όλα αυτά, η μικρή επιχείρηση υστερεί και δεν αντέχει τον ανταγωνισμό, εκτός εάν έχει πολύ υψηλή εξειδίκευση.
Το γεγονός ότι κατά την περίοδο 1950-90 η ελληνική οικονομία υπήρξε «κλειστή» δεν επέτρεψε τη διεθνοποίηση των ελληνικών εταιρειών και τις καταδίκασε σε μικρό μέγεθος. Η ελληνική αγορά ήταν και είναι περιορισμένη. Διεθνείς εταιρείες, σαν τις Philips, Sony, Siemens, Unilever, Nestlé, IBM και τόσες άλλες, έγιναν γίγαντες γιατί αναπτύχθηκαν πέρα από τα όρια της χώρας τους, άσχετα εάν η ίδια η χώρα τους ήταν μικρή ή μεγάλη.
Δεν πρέπει να μας ξενίζει λοιπόν που με τους περιορισμούς που επέβαλε η ελληνική κοινωνία εκείνη την περίοδο δεν έγινε δυνατόν να δημιουργηθούν επιχειρήσεις οι οποίες να έχουν το απαραίτητο μέγεθος, τεχνολογία και εμπορικά δίκτυα για να καταστούν βιώσιμες σε μακροπρόθεσμη βάση.
Τελικά, πρέπει να τεθεί το ερώτημα: «Εάν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, ας πούμε σαν τις σημερινές, θα είχαν την ικανότητα οι Έλληνες επιχειρηματίες να δημιουργήσουν μεγάλα, διεθνή συγκροτήματα;»
Η απάντηση βέβαια είναι άγνωστη, αλλά –κρίνοντας από τη ναυτιλία– θα μπορούσε κανείς να πει κατά πάσα πιθανότητα «ναι».