Εχει στο αίμα της τις πτωχεύσεις. Από το 1821 μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει υποστεί συνολικά επτά από αυτές – αριθμός ρεκόρ στην Ευρώπη, που μοιράζεται μόνο με τη Γερμανία. Η τελευταία χρεοκοπία, προϊόν της κρίσης του 2008 – 2009, είναι και η πιο φαρμακερή αφού συνοδεύεται από πολιτικές λιτότητας που προκαλούν τη συνεχή ανακύκλωσή της. Μια επιστροφή στις διεθνείς αγορές αποκλείεται προφανώς στο ορατό μέλλον αφού η πιστοληπτική της ικανότητα παραμένει διαχρονικά αρνητική. Αυτό επιβεβαιώνεται τώρα από έρευνα του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEP) στο Φράιμπουργκ, που παρουσιάστηκε τις προάλλες στο Βερολίνο.
Το βασικό αναλυτικό εργαλείο των γερμανών ερευνητών είναι ο λεγόμενος «δείκτης χρεοκοπίας». Αυτός στηρίζεται σε δύο συντελεστές που μετρούνται ετησίως ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ):
α) Στις επενδύσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού,
β) στο χρηματοδοτικό υπόλοιπο της συνολικής οικονομίας (GFS).
Ο δείκτης χρεοκοπίας προκύπτει, χονδρικά, από το άθροισμα των δύο αυτών συντελεστών. Οσο πιο θετικό το άθροισμα τόσο μεγαλύτερη και η πιστοληπτική ικανότητα – και αντιστρόφως. Οι ερευνητές έχουν κατασκευάσει τέσσερις «κατηγορίες επικινδυνότητας», η πρώτη εκ των οποίων εμπεριέχει ελάχιστα ρίσκα, η τέταρτη, αντιθέτως, πολλά και διάφορα.
Η ανταγωνιστικότητα
«O δείκτης χρεοκοπίας δείχνει το πώς εξελίσσεται η ικανότητα μιας χώρας να εξοφλεί τις πιστώσεις από το εξωτερικό και μαζί της και η πιστοληπτική της ικανότητα» εξηγούν οι ερευνητές. «Αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τα χρέη ενός κράτους. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στη διεθνή αγορά. Μια καθίζηση της ανταγωνιστικότητας οδηγεί κανονικά σε περισσότερες εισαγωγές και λιγότερες εξαγωγές και κατά ακολουθία σε ελλειμματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η αυξανόμενη χρέωση του ιδιωτικού τομέα στο εξωτερικό. Ο δείκτης χρεοκοπίας του CEP παίρνει έτσι υπόψη του, δίπλα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, και την πιστοληπτική συμπεριφορά των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και μετρά αναλόγως την εξέλιξη της συνολικής πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας» (γράφημα 1).
Η ανταγωνιστικότητα
«O δείκτης χρεοκοπίας δείχνει το πώς εξελίσσεται η ικανότητα μιας χώρας να εξοφλεί τις πιστώσεις από το εξωτερικό και μαζί της και η πιστοληπτική της ικανότητα» εξηγούν οι ερευνητές. «Αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τα χρέη ενός κράτους. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στη διεθνή αγορά. Μια καθίζηση της ανταγωνιστικότητας οδηγεί κανονικά σε περισσότερες εισαγωγές και λιγότερες εξαγωγές και κατά ακολουθία σε ελλειμματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η αυξανόμενη χρέωση του ιδιωτικού τομέα στο εξωτερικό. Ο δείκτης χρεοκοπίας του CEP παίρνει έτσι υπόψη του, δίπλα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, και την πιστοληπτική συμπεριφορά των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και μετρά αναλόγως την εξέλιξη της συνολικής πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας» (γράφημα 1).
Επικινδυνότητα
Η Ελλάδα, διαπιστώνουν οι ερευνητές, είναι επικεφαλής της τέταρτης κατηγορίας επικινδυνότητας – ως η πιστοληπτικά πιο ανυπόληπτη χώρα της ευρωζώνης.
Αυτό οφείλεται καταρχήν, σε ό,τι αφορά στο Ik, στη συνεχή μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος που άρχισε το 2011 και αποκορυφώθηκε το 2015. Το γεγονός ότι η μείωση επιβραδύνθηκε το 2015, προειδοποιούν οι ίδιοι, δεν αποτελεί λόγο για εφησυχασμό – το απόθεμα αυτό συνεχίζει να μειώνεται όσο σε καμιά άλλη χώρα του ευρωχώρου. Η δεύτερη αιτία της πιστοληπτικής ανικανότητας είναι η μεγάλη χρέωση της χώρας που μειώνει σταθερά το χρηματοδοτικό υπόλοιπο GFS. Από το 2015 οι εξαγωγές κεφαλαίων άρχισαν μεν να υπερτερούν των εισαγωγών, η εκροή τους οφειλόταν όμως όχι σε δηλωμένες τοποθετήσεις αλλά σε άτακτη φυγή. Και αυτή αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κεφαλαιακή βάση της χώρας.
Το Ιk+GFS πάει έτσι εδώ κουτί, ως άθροισμα της συμφοράς, στην ονομασία «δείκτης χρεοκοπίας».
Οι ερευνητές προσθέτουν βέβαια ότι η πιστοληπτική ικανότητα οφείλεται και σε άλλους λόγους όπως, για παράδειγμα, το υψηλό ποσοστό κατανάλωσης που από το 2005 έχει ξεφύγει και ξεπερνά το 100% του εισοδήματος των καταναλωτών. Από το 2012, προσθέτουν, αυτό το ποσοστό άρχισε να μειώνεται, συνεχίζει όμως να κινείται σε ανεπίτρεπτα υψηλά επίπεδα – το πρώτο εξάμηνο του 2016 ξεπέρασε κατά 15,2% τον μέσο όρο της ευρωζώνης (γράφημα 2).
Αλλες αιτίες του κακού: Το υψηλό ποσό του αφορολογήτου (8.636 ευρώ ετησίως) και η χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Το πόρισμα των ερευνητών: «Η Ελλάδα παραμένει πιστοληπτικά ανίκανη. Το κεφαλαιακό της απόθεμα συρρικνώθηκε μεν το πρώτο εξάμηνο του 2016 λιγότερο από ό,τι τις προηγούμενες χρονιές. Θα ήταν όμως παράτολμο να συναχθεί από αυτό μια αλλαγή του τρεντ».
Αυτό που μένει λοιπόν στην Αθήνα συνοψίζεται στις λέξεις: μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις – έτσι όπως τις υπαγορεύουν οι δανειστές. Διαφορετικά η καθίζηση θα γίνει διαρκής και η Ελλάδα θα γίνει σύντομα μοναδικός τσάμπιον στις πτωχεύσεις, μπροστά και από τη Γερμανία.