Ανοίγεις ένα μπουκάλι κέτσαπ για να βάλεις την αγαπημένη σου σάλτσα στη μακαρονάδα, αλλά η σάλτσα είναι παχύρρευστη και δεν πέφτει. Ανακινείς το μπουκάλι, το αναποδογυρίζεις με ανυπομονησία και η σάλτσα όχι μόνο πέφτει, αλλά ξεχειλίζει στο πιάτο σου. Μάλλον το έχεις παρακάνει. Το «φαινόμενο κέτσαπ» δεν βρίσκει εφαρμογή μόνο στις μακαρονάδες, αλλά και στη νομισματική πολιτική, υποστηρίζουν κάποιοι αναλυτές και ιδιαίτερα εκείνοι που επικρίνουν την επιμονή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διοχετεύει συνεχώς φρέσκο χρήμα στην αγορά.
Ξεχειλίζει στην Ευρώπη το φθηνό χρήμα; Παραμονεύει η μάστιγα του πληθωρισμού; Για πόσο θα συνεχιστεί η παρέμβαση της ΕΚΤ στις αγορές; Σε αυτά τα ερωτήματα επιχείρησαν να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στο τραπεζικό συνέδριο Euro Finance Summit που έγινε προ ημερών στη Φρανκφούρτη. Το παρών έδωσαν, μεταξύ άλλων, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν, ο επικεφαλής της Deutsche Bank Κρίστιαν Σούινγκ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Βέρνερ Χόϊερ. Τελικά, ακόμη και ένας Γενς Βάιντμαν δεν κατέθεσε συγκεκριμένη πρόβλεψη, αλλά περιορίστηκε σε μία διπλωματική δήλωση: «Καθώς η αβεβαιότητα συνεχίζεται, δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια την έξοδο της νομισματικής πολιτικής από το καθεστώς κρίσης», ανέφερε ο Γερμανός τραπεζίτης.
Συνεχίζεται αμείωτο το PEPP
Για τους τραπεζίτες το «καθεστώς κρίσης» έχει συγκεκριμένο όνομα: είναι το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την αντιμετώπιση της πανδημίας (pandemic emergency purchase programme, PEPP), ένα πρόγραμμα-μαμούθ συνολικού ύψους 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ για αγορές κρατικών ομολόγων από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι το πρόγραμμα συνέβαλε στην άμβλυνση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, αλλά πολλοί διερωτώνται μήπως ήρθε ή ώρα για αναπροσαρμογές, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος πληθωρισμού. «Λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες αυτές», διαβεβαιώνει ο διοικητής της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας Γενς Βάιντμαν. Άλλοι πάλι εκτιμούν ότι ο κίνδυνος πληθωρισμού είναι αμελητέος, αν και ορατός σήμερα λόγω συγκυριακών παραγόντων, όπως ήταν η αύξηση των τιμών στα καύσιμα, που πλησιάζουν πλέον στα επίπεδα προ κρίσης.
Ο Βάιντμαν υποστηρίζει ότι «μπορεί να φανταστεί» μία σταδιακή έξοδο από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων στο επόμενο διάστημα και επισημαίνει ότι «είναι σημαντικό να συζητήσουμε για τις συνθήκες αυτής της εξόδου». Αλλά οι τραπεζίτες ακόμη αναζητούν αντίδοτο στην πολιτική μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ, κάτι στο οποίο εστιάζει ο επικεφαλής της Deutsche Bank Κρίστιαν Σιούιγκ, σημειώνοντας ότι τόσο τα χαμηλά επιτόκια, όσο και οι εισφορές άνω των δέκα δισεκατομμυρίων στο ταμείο για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα έχουν φέρει σε δυσχερή θέση τις ευρωπαϊκές τράπεζες στην προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν πιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, τα οποία μάλιστα δεν χρειάζεται να συντηρούν παρόμοιο ταμείο. Συν τοις άλλοις οι τράπεζες καλούνται φέτος να πληρώσουν εισφορές αυξημένες κατά 60% σε σχέση με το 2016 και κατά τον Σούινγκ «αυτό δεν οφείλεται τόσο στην άυξηση συστημικών κινδύνων για τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά περισσότερο στο ότι η πολιτική του φθηνού χρήματος έχει φουσκώσει τους ισολογισμούς».
Ψηφιοποίηση και προστασία του κλίματος
Εκτός από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, οι ευρωπαϊκές τράπεζες καλούνται να δαμάσουν και τις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος, όπως η ψηφιοποίηση και η βιώσιμη ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος. Κομβικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσουν οι τράπεζες, ως δανειοδότες, στην πολιτική για την προστασία του κλίματος. Αλλά για να γίνει αυτό, υποστηρίζουν οι μεγάλοι παίκτες του κλάδου, απαιτείται μία ενιαία ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων, λιγότερο κατακερματισμένη από τη σημερινή. Οι ενδιαφερόμενοι καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταργήσει τα γραφειοκρατικά εμπόδια που σήμερα εμποδίζουν την απρόσκοπτη ροή κεφαλαίων στην «Ευρώπη των 27», ώστε και οι καταθέτες να αποκτήσουν περισσότερες δυνατότητες και εναλλακτικές λύσεις για τη διαχείριση των αποταμιεύσεών τους.
Στο σημείο αυτό ο υφυπουργός Οικονομικών Γεργκ Κούκις παρεμβαίνει στο συνέδριο της Φρανκφούρτης, για να παρατηρήσει ότι οι αγκυλώσεις στην Ευρώπη παραμένουν, γεγονός που αποδεικνύεται από τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο ίδιος ο Κούκις θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της αρχικής γαλλογερμανικής πρότασης για το Ταμείο Ανάκαμψης. Κατά τη γνώμη του «η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει στη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία και όχι με μία ομοφωνία, η οποία ουσιαστικά υποκρύπτει την πιθανότητα εκβιασμού. Δεν μπορεί να δίνουμε το δικαίωμα στην Ουγγαρία ή την Πολωνία να μπλοκάρουν την πρόοδο της δημοσιονομικής πολιτικής σε όλη την Ευρώπη».