Από την 1η Ιουνίου καταργήθηκε η προστασία της κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Κατά συνέπεια, ο δανειστής δικαιούται να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση ή, εάν ο δανειστής κρίνει ότι το εκπλειστηρίασμα δεν θα επαρκέσει για την ικανοποίηση της απαίτησής του, δικαιούται να ζητήσει με αίτησή του να κηρυχθεί σε πτώχευση ο οφειλέτης, οπότε από την 1/6/2021 συμπεριλαμβάνεται και η πρώτη κατοικία στην πτωχευτική περιουσία.
Γράφει: Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου*
Στη διάρκεια της οκταετίας των σκληρών μνημονιακών μέτρων όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις διατήρησαν την προστασία της κύριας κατοικίας, που νομοθετήθηκε με τον νόμο Κατσέλη (Ν. 3869/2010) και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του. Η προστασία αυτή καταργείται τώρα, σε περίοδο που η χώρα μας ευρίσκεται και πάλι σε βαθιά οικονομική κρίση εξαιτίας των αυστηρών και μακράς διάρκειας περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση για την αποφυγή εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Περαιτέρω, έως τώρα η θεμελιώδης φιλοσοφία του Πτωχευτικού Δικαίου σε όλα τα κράτη με νομικό πολιτισμό είναι ότι πτωχεύει μόνον ο έμπορος, δεδομένου ότι αυτός, με την απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας, αναλαμβάνει και το ρίσκο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Πρώτη φορά με τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα -από τον οποίο, παραδόξως, εξαλείφθηκε ο τίτλος «Πτωχευτικός» και χαρακτηρίζεται ως «Κώδικας Διευθέτησης Οφειλών & Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας»- εισάγεται η δυνατότητα πτώχευσης οποιουδήποτε φυσικού προσώπου.
Δηλαδή κάθε εργαζόμενος ή συνταξιούχος ο οποίος έλαβε δάνειο για να αποκτήσει την πρώτη του κατοικία για τον ίδιο και την οικογένειά του και ο οποίος αδυνατεί να καταβάλει τις δόσεις του δανείου του λόγω της ανεργίας και των μεγάλων μειώσεων μισθών και συντάξεων μπορεί με αίτηση του δανειστή του να κηρυχθεί σε πτώχευση. Στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα και κινητά) που ανήκουν στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και εάν ευρίσκονται.
Και τώρα πλέον στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνεται και η κύρια κατοικία του οφειλέτη, της οποίας από την 1/6/2021 αίρεται η προστασία. Και, επιπλέον, έπειτα από επίσης καινοφανή ρύθμιση στον νέο Πτωχευτικό Κώδικα και μετά την κατάργηση μιας από τις έως τώρα ισχύουσες βασικές αρχές του Πτωχευτικού Δικαίου, συμπεριλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία και τα αποκτώμενα μετά την πτώχευση εισοδήματα του οφειλέτη, αφαιρουμένων των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης.
Έτσι, ο οφειλέτης, εάν μέσα στη μεγάλη οικονομική κρίση που επικρατεί στη χώρα μας κατορθώσει να εξασφαλίσει μια νέα θέση εργασίας και αφού με την πτώχευση έχει απωλέσει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του, είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει στην πτωχευτική περιουσία και το μέρος των νέων εισοδημάτων του που υπερβαίνει τις αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης επί τρία χρόνια μετά την κήρυξη της πτώχευσης ή επί ένα έτος, εάν περιλαμβάνεται και η κύρια κατοικία του πτωχού και η περιουσία του υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Αυτή η κατ’ αντικειμενική άποψη δυσμενής αντιμετώπιση του οφειλέτη (απώλεια του συνόλου της περιουσίας του και των μεταπτωχευτικών εισοδημάτων του για το ως άνω διάστημα) αποτελεί την προϋπόθεση, κατά τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα, για την απαλλαγή του πτωχεύσαντος από κάθε οφειλή του προς τους πτωχευτικούς πιστωτές.
Ακόμα και για τους ευάλωτους οφειλέτες (τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό τους είναι πολύ περιορισμένα, ώστε να υπάγεται στην κατηγορία αυτή μικρός αριθμός οφειλετών), εάν αυτοί κηρυχθούν σε πτώχευση ή επισπεύδεται κατά της κύριας κατοικίας τους αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο δανειστή, προβλέπεται ρύθμιση η οποία κάθε άλλο παρά δεύτερη ευκαιρία μπορεί να θεωρηθεί.
Συγκεκριμένα, ο οφειλέτης δύναται να υποβάλει αίτημα για να μεταβιβαστεί η κυριότητα της κύριας κατοικίας του στον Φορέα Απόκτησης και να παραμείνει ο ίδιος ως μισθωτής. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίζεται σε 12 έτη. Εφόσον ο οφειλέτης καταβάλει το σύνολο των μισθωμάτων για ολόκληρη τη διάρκεια της δωδεκαετούς μίσθωσης, θα δικαιούται να ζητήσει να επαναμεταβιβαστεί σε αυτόν η κυριότητα της κατοικίας του έναντι τμήματος επαναγοράς αντίστοιχου με την εμπορική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο της επαναγοράς.
Δηλαδή ο οφειλέτης με τη ρύθμιση αυτή καταβάλλει διπλά την αξία της κύριας κατοικίας του, αφού με την καταβολή των μισθωμάτων επί 12 χρόνια σχεδόν έχει αποπληρώσει την αξία της και στη συνέχεια, για να επανακτήσει την κυριότητα αυτής, πρέπει να καταβάλει και πάλι το σύνολο της εμπορικής αξίας της. Επίσης, στην ίδια αυτή ρύθμιση προβλέπεται μία επιπλέον δυσμενής διάταξη για τον οφειλέτη. Ητοι, εάν ο μισθωτής-οφειλέτης, κατά τη διάρκεια της δωδεκαετούς μίσθωσης, καθυστερήσει την καταβολή τριών μισθωμάτων, τότε επέρχεται αυτοδικαίως η καταγγελία της μίσθωσης και ο οφειλέτης υποχρεούται να αποδώσει το μίσθιο ακίνητο, στερούμενος και του δικαιώματος επαναγοράς.
Τέλος, η εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών εμπεριέχει σημαντικές δυσμενείς για τον οφειλέτη διατάξεις, διότι:
α) η επίτευξη της ρύθμισης εξαρτάται από τη βούληση του δανειστή (τράπεζα ή Δημόσιο ή ασφαλιστικός φορέας),
β) ο οφειλέτης δεν δικαιούται της ρύθμισης αυτής εάν το δάνειό του έχει υπαχθεί στον νόμο Κατσέλη, με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις αυτού,
γ) εάν ο οφειλέτης καθυστερήσει την καταβολή τριών δόσεων, τότε οποιοσδήποτε πιστωτής δικαιούται να καταγγείλει τη ρύθμιση αυτή, με συνέπεια την απώλεια της εξωδικαστικής ρύθμισης.
* πρόεδρος Αρείου Πάγου, επιτ. πρώην πρωθυπουργός