«Αντίδοτο στη βαθιά ύφεση οι δημόσιες επενδύσεις»

Τι προτείνουν σε ανάλυσή τους πέντε οικονομολόγοι – η επιδοματική πολιτική και οι φορολογικές ελαφρύνσεις δεν επαρκούν

 

Ιδιαίτερα χαμηλή απέναντι στην ένταση της υγειονομικής κρίσης αποδεικνύεται η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με την ανάλυση πέντε οικονομολόγων για λογαριασμό του Iνστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ). Μάλιστα, τονίζουν ότι αυτή η χαμηλή ανθεκτικότητα αποτυπώνεται καθαρά στην κάθετη πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 15,2%, τη μεγαλύτερη τριμηνιαία πτώση που έχει καταγραφεί ιστορικά από την ΕΛΣΤΑΤ.

Οι πέντε οικονομολόγοι, Δημήτρης Λιάκος (πρώην υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και πρώην πρόεδρος του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής), Παναγιώτης Κωνσταντίνου (επίκουρος καθηγητής, Τμήμα ΔΕΟΣ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών), Δημήτρης Φουτάκης (λέκτορας, Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας), Γιώργος Ιωαννίδης (Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό, Τμήμα Μελετών στο Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Χρήστος Τσίτσικας (διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών), σημειώνουν στην εκτενή ανάλυσή τους ότι ο απολογισμός των άμεσων συνεπειών του πρώτου κύματος της πανδημίας προκαλεί ερωτήματα σχετικά με την αστοχία των αρχικών προβλέψεων για το ύψος της ύφεσης, τα περιθώρια μιας εναλλακτικής διαχείρισής της, το βάθος των κοινωνικών συνεπειών και τα χαρακτηριστικά της δυναμικής της ανάκαμψης.

 

Η μεγαλύτερη πτώση

 

Παράλληλα, αναφέρουν ότι αυτό συμβαίνει τώρα, που η νέα έξαρση της πανδημίας οδήγησε σε ένα δεύτερο lockdown, θέτοντας υπό αναθεώρηση, επί τα χείρω, την εκτίμηση για την ύφεση του 2020, αλλά και καθιστώντας διακινδυνεύσιμη ακόμη και την – όποια – ανάκαμψη το 2021.

Στην ανάλυσή τους υπογραμμίζουν ότι η καταγραφείσα μείωση της οικονομικής δραστηριότητας συνιστά τη μεγαλύτερη τριμηνιαία πτώση που έχει καταγραφεί ιστορικά, τουλάχιστον από το 1995, οπότε και υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, και οφείλεται κυρίως στη μείωση των εξαγωγών κατά 32,1%, της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 11,6% και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 10,3%.

 

Aπολογισμός

 

«Τα παραπάνω στοιχεία, που αποτελούν τον απολογισμό των άμεσων συνεπειών του πρώτου κύματος της πανδημίας, αποδεικνύουν την αστοχία των αρχικών προβλέψεων για το ύψος της ύφεσης και φέρνουν μπροστά ερωτήματα σχετικά με την επάρκεια και στόχευση του πρώτου πακέτου μέτρων στήριξης της οικονομίας. Ερωτήματα που γίνονται ακόμη πιο έντονα με ενεργό και σε πλήρη εξέλιξη το δεύτερο κύμα της πανδημίας, που οδήγησε σε ένα δεύτερο lockdown, του οποίου η διάρκεια και οι επιπτώσεις, όπως και η αποτελεσματικότητα της νέας δέσμης μέτρων στήριξης, θα φανούν το επόμενο διάστημα» τονίζουν. Σε άλλο σημείο σημειώνουν ότι ενώ η δημόσια συζήτηση μέχρι πρότινος επικεντρωνόταν στη δυναμική της ανάκαμψης μέσα στο επόμενο έτος και στις δυνατότητες που δίνονται μέσα από τα νέα ευρωπαϊκά εργαλεία με αιχμή του δόρατος το Ταμείο Ανάκαμψης, υπό το φως των νέων εξελίξεων εκ των πραγμάτων αφενός τίθεται υπό αναθεώρηση, επί τα χείρω, η εκτίμηση για την ύφεση του 2020, αφετέρου καθίσταται διακινδυνεύσιμη ακόμη και η – όποια – ανάκαμψη το 2021.

 

H ανάκαμψη

 

Προτάσσουν τις δημόσιες δαπάνες ως το αντίδοτο στην κρίση, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική επιλογή υλοποίησης ενός υψηλότερου πακέτου δημόσιων παρεμβάσεων δεν θεωρείται ότι θα μείωνε εντυπωσιακά σε πρώτο χρόνο τους υφεσιακούς ρυθμούς και δεν θα οδηγούσε σε σημαντικά μικρότερη πτώση του ΑΕΠ του β ́ τριμήνου.

«Κρίνεται εν τούτοις ότι θα συνέβαλλε τόσο στον μετριασμό της υφεσιακής δυναμικής για το σύνολο του έτους όσο και στις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανάκαμψη κατά την επόμενη ημέρα» υπογραμμίζουν. Επίσης, σημειώνουν ότι η επιδοματική πολιτική των μεταβιβαστικών πληρωμών και οι φορολογικές ελαφρύνσεις και αναστολές αν και αποτελούν μια πρώτη γραμμή άμυνας με στόχο να περιοριστούν οι άμεσες επιπτώσεις, δεν επαρκούν για την αντιστροφή της ύφεσης, καθώς παράγουν μικρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία.

 

Aποτελεσματικότητα

 

«Στο πλαίσιο αυτό, συνδυαστικά προς τα παραπάνω, οι στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση χαρακτηρίζονται ως πιο υψηλής αποτελεσματικότητας δαπάνες τόσο με όρους κάλυψης των άμεσων αναγκών που προκαλεί η υγειονομική κρίση όσο και με όρους διασφάλισης μεσοπρόθεσμης ανάκαμψης» αναφέρουν.

Για το Ταμείο Ανάκαμψης σημειώνουν ότι είναι αναγκαία και όχι ικανή συνθήκη για την αντιστροφή της ύφεσης στην Ελλάδα και κρίνουν ως θετικές αρκετές προτάσεις που διατυπώνονται στην ετήσια Εκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, όπου κοινός παρονομαστής των προτάσεων είναι η αναθεώρηση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου ώστε να αποκατασταθεί ο αντι-κυκλικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.