Επιμέλεια: Εύη Κατσώλη
Στη Βουλή προς ψήφιση εισάγεται ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας σε εναρμόνιση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 1023/2013 και προβλέπει δύο ρυθμιστικές του ιδιωτικού χρέους διαδικασίες, τον προληπτικό μηχανισμό αφερεγγυότητας και τον μηχανισμό πτώχευσης. Η δικηγόρος Αριάδνη Νούκα αναλύει στο enikos.gr, τις γκρίζες ζώνες του νέου Πτωχευτικού. Μεταξύ άλλων μιλά για την παντελή απουσία προστασίας της κατοικίας του οφειλέτη, ακόμη και του κοινωνικά ευάλωτου.
Γράφει η δικηγόρος Αριάδνη Νούκα
Ο νέος πτωχευτικός κώδικας που εισάγεται στη Βουλή προς ψήφιση, σε εναρμόνιση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 1023/2019, προβλέπει δύο ρυθμιστικές του ιδιωτικού χρέους διαδικασίες, τον προληπτικό μηχανισμό αφερεγγυότητας και τον μηχανισμό πτώχευσης. Οι διαδικασίες του πτωχευτικού μηχανισμού είναι ταχύτατες εξυπηρετώντας τον σκοπό που περιγράφεται στο πρώτο άρθρο και στοχεύει στην ικανοποίηση των πιστωτών με την ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη.
Καταρχήν η πτώχευση καθίσταται υποχρεωτική για τον οφειλέτη, ο οποίος δεν διαθέτει καμία απολύτως άλλη επιλογή, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το υπό ψήφιση νομοθέτημα και υποχρεούται να υποβάλει σχετική αίτηση εντός 30 ημερών. Την ίδια αίτηση μπορεί να υποβάλει και η μειοψηφία των πιστωτών του οφειλέτη που εκπροσωπεί το 30% των απαιτήσεων. Βασική γκρίζα ζώνη του υπό ψήφιση νομοθετήματος αποτελεί η παντελής απουσία προστασίας της κατοικίας του οφειλέτη, ακόμη και του κοινωνικά ευάλωτου. Παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 23 της προαναφερόμενης Ευρωπαϊκής Οδηγίας, υπήρχε κατευθυντήρια γραμμή, βάση της οποίας δινόταν η δυνατότητα να προστατευτεί η κατοικία του οφειλέτη με την προϋπόθεση το διάστημα απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του μετά την κήρυξη της πτώχευσης να είναι διευρυμένο χρονικά, μια τέτοια επιλογή δεν προκρίθηκε, γεγονός που δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για την σκοπιμότητα αυτής της επιλογής, με δεδομένο ότι οι μαζικές πτωχεύσεις οφειλετών θα επιφέρουν την εκποίηση των κατοικιών τους και την έξωση τους με σοβαρό κίνδυνο διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής.
Ιδιαίτερο προβληματισμό δημιουργούν οι διατάξεις που προβλέπουν τη δυνατότητα των ευάλωτων ομάδων να μεταβιβάσουν στον υπό δημιουργία φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης την κατοικία τους και να παραμείνουν στη χρήση αυτής. Καταρχήν τα επιλεγόμενα κριτήρια περιορίζουν την εφαρμογή των διατάξεων σε μία πολύ μικρή μειοψηφία οφειλετών. Το κυριότερο όμως είναι ότι η δόμηση των προϋποθέσεων καταστούν την εν λόγω δυνατότητα ανεφάρμοστη στην πράξη.
Τούτο γίνεται εμφανές από το ακόλουθο παράδειγμα, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που έχουν τεθεί: άγαμος οφειλέτης με εισόδημα 7.000€ ετησίως, ήτοι 580€ μηνιαίως για την χρήση της κατοικίας του αξίας 100.000€ θα κληθεί να καταβάλει μίσθωμα 580€ ή 280€ για κατοικία αξίας 50.000€. Δοθέντων τούτων καθίσταται αδύνατη η καταβολή του μισθώματος και η ταυτόχρονη κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών επιβίωσης του οφειλέτη. Το προβλεπόμενο επίδομα των 70€ σαφώς δεν προσφέρει ουσιαστική βοήθεια.
Ακόμη όμως κι εάν, καθ’ υπόθεση εργασίας, ο ευάλωτος οφειλέτης θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την μισθωτική σχέση, θα παραγόταν μία κατάφωρη αδικία, διότι κατά το ανωτέρω παράδειγμα καταβάλλοντας χρηματικό ποσό 580€ μηνιαίως για 12 έτη, το συνολικό καταβληθέν ποσό θα ανερχόταν σε 83.520€, δηλαδή ποσό που δεν υπολείπεται σημαντικά των 100.000€. Αυτό το ποσό “εξανεμίζεται” διότι ο ευάλωτος οφειλέτης στην λήξη της 12ετίας θα κληθεί να επαναγοράσει την οικία του καταβάλλοντας την εμπορική αξία του ακινήτου του. Επίσης, “εξανεμίζονται” και τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε ο οφειλέτης για την αποπληρωμή του χρέους του μέχρι την αίτηση για πτώχευση.
Περαιτέρω, σε δυσχερή θέση θα βρεθούν και οι εγγυητές. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις με την κήρυξη της πτώχευσης του οφειλέτη ο πιστωτής μπορεί να απαιτήσει από τον εγγυητή την ικανοποίηση της απαίτησης του κατά την πραγματική λήξη της. Ο εγγυητής συνεχίζει να ευθύνεται ανεξάρτητα από την τυχόν απαλλαγή του οφειλέτη. Εάν δε, συντρέχουν και για τον εγγυητή, οι προϋποθέσεις της πτωχευτικής διαδικασίες, τότε οδηγείται και ο ίδιος σε πτώχευση.
Απολύτως καμία διαφοροποίηση ως προς την θέση οφειλετών και εγγυητών δεν υφίσταται ούτε έναντι των funds που αγόρασαν “κόκκινα” δάνεια δισεκατομμυρίων ευρώ σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές και θα οδηγήσουν χιλιάδες οφειλέτες -πρωτοφειλέτες και εγγυητές- σε πτώχευση, εξασφαλίζοντας υπέρογκα κέρδη, με δεδομένο ότι, διεκδικούν τις οφειλές στο διαμορφούμενο ύψος πριν την πώληση τους.
Στα θετικά σημεία του υπό ψήφιση νομοθετήματος πιστώνεται η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του μετά την πάροδο 3 ετών από την κήρυξη της πτώχευσης ή την συντομότερη προθεσμία του ενός έτους, όταν εκποιείται η πρώτη κατοικία, η αξία της οποίας υπερβαίνει το 10% των συνολικών του υποχρεώσεων και δεν υπολείπεται των 100.000€. Βέβαια ερευνητέο είναι, πως ο οφειλέτης θα μπορέσει να κάνει μία νέα αρχή, όταν θα έχει απωλέσει όλη την περιουσία του και τα εισοδήματα του πάνω από το ακατάσχετο όριο των 1.250€.
Θετικού προσήμου διατάξεις είναι και όσες προβλέπουν την εξωδικαστική ρύθμιση χρηματικών οφειλών προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, βάσει των οποίων κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα δύναται να υποβάλει αίτηση προς ρύθμιση των οφειλών του μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Ο προβληματισμός για τον εν λόγω μηχανισμό εδράζεται στην προβλεφθείσα διακριτική ευχέρεια των χρηματοδοτικών φορέων να αρνηθούν την αίτηση ρύθμισης. Το παρελθόν καταδεικνύει ότι, σε όσα νομοθετήματα δεν θεσμοθετήθηκε η υποχρεωτικότητα των χρηματοδοτικών φορέων να προβούν σε ρύθμιση των οφειλών, οποιαδήποτε νομοθετική απόπειρα λύσης του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους ναυάγησε. Υπενθυμίζεται για του λόγου το αληθές, ότι για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών είχαν λάβει χώρα πανηγυρικές εξαγγελίες περί προστασίας 400.000 οφειλετών, οι οποίες διαψεύστηκαν παταγωδώς, αφού στις ρυθμίσεις του εντάχθηκαν 7.000 οφειλέτες και η διαδικασία ολοκληρώθηκε για περίπου 2.500.
Εκτός τις ανωτέρω βασικές επισημάνσεις που θα πρέπει να τύχουν οπωσδήποτε διορθωτικών αλλαγών, υπάρχουν και άλλες επιμέρους διατάξεις του εν λόγω νομοσχεδίου που θα χρειαστεί να παρέμβει διορθωτικά ο νομοθέτης. Σε μία γενική κριτική θεώρηση του, το θεσμικό πλαίσιο που επιχειρεί να δημιουργήσει για την ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και μάλιστα σε μία περίοδο που η οικονομία δέχεται νέο χτύπημα λόγω της πανδημίας της νόσου covid19, φαίνεται ότι δεν θα αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο. Δεν είναι τυχαία ,άλλωστε η σφοδρή εναντίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των θεσμικών φορέων με δημόσιες τοποθετήσεις περί του κινδύνου δημιουργίας ενός εξαιρετικά δυσμενούς τοπίου, τόσο για τα φυσικά, όσο και για τα νομικά πρόσωπα, τους εργαζόμενους τους καθώς και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες προς όφελος των τραπεζών και των κερδοσκοπικών funds