Γ.Αθανασίου
Υπό το φάσμα της φτώχειας ζει ένας στους πέντε Έλληνες σύμφωνα με σοκαριστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα των μνημονίων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα 2008-2012 καταγράφεται “βουτιά” 32% στις δαπάνες των νοικοκυριών, αλλά και στροφή στα άκρως απαραίτητα, με μετατόπιση από “πολυτέλειες” όπως για ξενοδοχεία, καφενεία, εστιατόρια κ.α. σε ανάγκες όπως η διατροφή και η στέγαση.
Αναλυτικά, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στην “Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 20123 έχουν ως εξής:
Πτώση 10,2% στη μέση μηνιαία δαπάνη
Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών, για το 2012, ανήλθε στα 1.637,10 ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 10,2%, σε σύγκριση με το 2011. Σε πραγματικούς όρους, η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε, κατά 11,6%, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του έτους 2012.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,1%) και ακολουθούν η στέγαση (13,9%) και οι μεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,5%).
Τι αλλάζει στα καταναλωτικά πρότυπα
Για τη χρονική περίοδο 2011 και 2012 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, μετατόπιση των δαπανών από αυτές που αφορούν στα ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, στα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, στην ένδυση – υπόδηση, στις μεταφορές, στην αναψυχή, στα διαρκή αγαθά, προς τις δαπάνες που αφορούν, κυρίως, στέγαση, διατροφή, αλκοολούχα ποτά και καπνό, επικοινωνίες και υγεία.
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2011), καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών, σε τρέχουσες τιμές, για ένδυση – υπόδηση (-15,3%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (-15,3%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-15,1%), αναψυχή και πολιτισμό (-15,0%), διαρκή αγαθά (-13,7%), μεταφορές (-12,6%), εκπαίδευση (-10,0%), υγεία (-8,6%).
Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για είδη διατροφής (-7,5%), επικοινωνίες (-7,5%), οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (-5,7%) και στέγαση (-1,3%).
Όσον αφορά στις διαφορές στην ποσοστιαία κατανομή των δαπανών, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται για τη στέγαση κατά 1,3 ποσοστιαία μονάδα, ενώ η μεγαλύτερη μείωση για ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια περίπου κατά 0,6 ποσοστιαία μονάδα.
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2011), παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης, σε ευρώ, για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά και χυμούς (-19,3%), ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά (-18,4%), καφέ, τσάι και κακάο (-13,9%), ψάρια (-11,2%), φρούτα (-8,5%), κρέας (-7,6%), λαχανικά (-7,0%), λοιπά είδη διατροφής (-5,1%), αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (-4,1%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (-4,0%), έλαια και λίπη (-0,7%).
Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα της ΕΟΠ 2012 με αυτά των προηγούμενων ερευνών, παρατηρούμε μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών από 2.401,44 ευρώ (2008 σε σταθερές τιμές 2012) σε 1.637,10 ευρώ (2012), η οποία αντιστοιχεί σε μείωση, σε σταθερές τιμές 2012, κατά 31,8% και σε τρέχουσες τιμές κατά 22,7%.
Ειδικότερα, την περίοδο 2008-2012, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών για είδη ένδυσης και υπόδησης, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού, από 8,2% το 2008 σε 5,8% το 2012 και για διαρκή αγαθά από 7,1% το 2008 σε 5,8% το 2012.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται αύξηση του ποσοστού της δαπάνης για είδη διατροφής κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες, στέγασης κατά 2,1 και εκπαίδευσης κατά 0,4. Αντιθέτως, μείωση παρατηρείται στα ποσοστά της δαπάνης για είδη ένδυσης και υπόδησης κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες και για υγεία κατά 0,3.
Σε ποια είδη έπεσε ψαλίδι
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, μείωση παρουσιάζουν οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών και καπνού που αφορούν σε τσιγάρα (-11,9%), οινοπνευματώδη ποτά (-7,5%), γιαούρτι (-4,9%), φρούτα (-4,8%), ψάρια (- 4,6%), τυρί (-4,6%), κρέας (-3,6%), γάλα (-2,4%), λαχανικά νωπά, συντηρημένα και όσπρια (-2,0%), ψωμί και είδη αρτοποιίας (-2,0).
Η μέση μηνιαία ποσότητα υγρών καυσίμων, υγραερίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία μειώθηκε κατά 14,7%, 7,9% , 2,1 % και 0,5% αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κλπ.) αυξήθηκε κατά 46,4%.
Συνθήκες διαβίωσης
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι αυξήθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που διαθέτουν:
* ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή 4,2%),
* τουλάχιστον ένα κινητό τηλέφωνο (μεταβολή 1,2%),
* κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μεταβολή 1,8%).
Αντίθετα, μειώθηκε ο αριθμός των νοικοκυριών που:
* Χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης (μεταβολή 22,6%).
* Κατέχουν ή νοικιάζουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (μεταβολή 2,8%), λόγω μείωσης των ενοικιαζόμενων και των εξοχικών που έγιναν κύριες κατοικίες,
* Διέθεταν τουλάχιστον ένα επιβατηγό αυτοκίνητο Ι.Χ. (0,6%), ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων
μειώθηκε κατά 3,1%.
Η ανισότητα
Η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι υπό τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, «το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,9 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 για το 2011). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,7, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη) έναντι 4,5 για το 2011.
Από την άλλη πλευρά, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 21,2% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (20,6% το 2011), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 15,3% του πληθυσμού (15,0% το 2011), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με την έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για τα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης, το ΅έσο ετήσιο ατο΅ικό ισοδύνα΅ο εισόδη΅α ανέρχεται σε 10.676 ευρώ και το ΅έσο ετήσιο διαθέσι΅ο εισόδη΅α των νοικοκυριών της Xώρας σε 17.977 ευρώ.
Σημειώνεται ότι η έρευνα διενεργήθηκε σε δείγμα ιδιωτικών νοικοκυριών όλων των περιοχών της Χώρας. Τα τυπικά σφάλματα για τις δώδεκα (12) βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών υπολογίστηκαν με τη μορφή συντελεστή μεταβλητότητας (CV). Τα αποτελέσματα της έρευνας έτους 2013 θα ανακοινωθούν το τρίτο τρίμηνο του 2014.
Ποιοι κινδυνεύουν από φτώχεια
Σε διαφορετική έρευνά της, η ΕΛΣΤΑΤ επικεντρώνεται στο κίνδυνο της φτώχειας, τον οποίο ανεβάζει σε 23,1% (περίοδος αναφοράς 2011). Σε αυτή διαπιστώνει:
” Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτι΅ώνται σε 914.873 και τα ΅έλη τους σε 2.535.700.
” Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,9% και είναι υψηλότερος κατά 2,8 ποσοστιαίες ΅ονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσ΅ού.
” Ο κίνδυνος φτώχειας για άτο΅α ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 17,2% και είναι ΅ειω΅ένος κατά 6,4 ποσοστιαίες ΅ονάδες σε σχέση ΅ε το 2011
” Ο πληθυσ΅ός που διαβιεί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα ΅έλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 ΅ήνες, συνολικά, το έτος, ανέρχεται σε 1.010.900 άτο΅α ή σε 16,1% του πληθυσ΅ού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το προηγού΅ενο έτος (2011) ανερχόταν σε 837.300 άτο΅α.
” Το ποσοστό του πληθυσ΅ού που απειλείται από τη φτώχεια ως προς το σύνολο του πληθυσ΅ού για κάθε ΅ία από τις παρακάτω ο΅άδες είναι:
– Μονογονεϊκά νοικοκυριά ΅ε, τουλάχιστον, ένα εξαρτώ΅ενο παιδί (66,0%)
– Άνδρες άνεργοι (52,1%)
– Λοιποί ΅η οικονο΅ικά ενεργοί (εκτός συνταξιούχων (33,3%)
– Παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (26,9%)
– Μονοπρόσωπα νοικοκυριά ΅ε ΅έλος θήλυ (24,1%)
– Νοικοκυριά ΅ε έναν ενήλικα ηλικίας 65 ετών και άνω (23,5%)
” Ο πληθυσ΅ός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισ΅ό ανέρχεται σε 3.795.100 άτο΅α ή σε
34,6% του συνόλου του πληθυσ΅ού (το έτος 2011 ήταν 3.403.300 άτο΅α).
” Ο κίνδυνος φτώχειας ΅ετά τις κοινωνικές ΅εταβιβάσεις, υπολογιζό΅ενος ΅ε κατώφλια διάφορα του
60% του διά΅εσου συνολικού διαθέσι΅ου ισοδύνα΅ου εισοδή΅ατος, ανέρχεται σε:
* 10,6%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διά΅εσου συνολικού διαθέσι΅ου ισοδύνα΅ου εισοδή΅ατος,
* 16,0%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% και
* 27,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70%.