Έρχονται από μακριά. Οι Έλληνες που μεταναστεύουν στη γερμανική πρωτεύουσα κάνουν τον μισό γύρο της Ευρώπης για να φτάσουν. Αθήνα – Βερολίνο: 1.950 χιλιόμετρα. Όμως η απόσταση εκμηδενίζεται από το αεροπλάνο πρακτικά, η πτήση διαρκεί λιγότερο από δυόμισι ώρες.
Λίγο αργότερα βρίσκονται κάπου στην πόλη – ξένοι ανάμεσα σε ξένους, αλλά όχι πάλι «σταμπαρισμένοι» ξένοι, όπως οι κλασικοί εμιγκρέδες. Σήμερα θεωρούνται εσωτερικοί μετανάστες, στάτους που ήταν αδιανόητο πριν από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και την ισότητα που θέσπισε η ίδια στον εργασιακό τομέα για τους πολίτες των κρατών-μελών της. «Αν δεν ήταν κάτι μικρολεπτομέρειες, όπως άλλη γλώσσα, άλλοι άνθρωποι, άλλο περιβάλλον, θα ήταν σαν να είχα πάει από τα Γρεβενά στην Αθήνα»» αστειεύεται κάποιος νεόφερτος στο Βερολίνο,.
Η μεγάλη απόσταση δεν ήταν ποτέ εμπόδιο για όσους ήθελαν οπωσδήποτε να ξενιτευτούν. Ενα ισχυρό κίνητρο αρκούσε: φτώχεια, πείνα, αλλά και λαχτάρα για περιπέτειες ή κάτι ακόμη πιο ωραίο: ο έρωτας, ανέκαθεν η αιτία για μια καθόλου μικρή σε μέγεθος «ερωτική μετανάστευση».
Το βασικότερο κίνητρο για τη λεγόμενη Νέα Ελληνική Μετανάστευση (ΝΕΜ) ανά την υφήλιο, η οποία άρχισε με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα το 2009-2010 και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση μέχρι σήμερα, είναι όμως φως φανάρι η ανεργία. Αυτό ήταν γενική παραδοχή σε διημερίδα που διοργάνωσε πρόσφατα στο Βερολίνο ο Σύλλογος Ελλήνων Επιστημόνων Βερολίνου – Βραδεμβούργου με τίτλο «ΝΕΜ – Επιλέγουμε Ελλάδα. Γέφυρες γνώσης και συνεργασίας».
Το πρώτο εύρημα των ερευνητών: σήμερα μεταναστεύουν από την Ελλάδα κυρίως τα μορφωμένα στρώματα. Τα δύο τρίτα των νέων μεταναστών έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο – όχι παράξενο κατά τον καθηγητή της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Σωκράτη Κονιόρδο, αφού το 40% του των Νεοελλήνων διαθέτει τέτοιο πτυχίο. Αλλος κόσμος από τους μετανάστες της δεκαετίας του ’60, που ήταν κατά κανόνα ανειδίκευτοι εργάτες. «Εφευγαν από το χωράφι και έμπαιναν κατευθείαν στο εργοστάσιο» πρόσθεσε ο ίδιος.
Η εξειδίκευση αποδεικνύεται άχρηστη
Γιατί όμως τέτοια μαζική φυγή των «μυαλών» της χώρας; «Βασικός λόγος είναι η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν χρειάζεται εξειδικευμένη εργασία» εξήγησε ο γενικός γραμματέας του τμήματος Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων στο υπουργείο Οικονομίας Λόης Λαμπριανίδης. Οι ειδικοί περισσεύουν. Κι αυτή η τάση ενισχύεται από το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας (σε αντίθεση με τον δημόσιο!) βρίσκεται εντελώς πίσω στην έρευνα.
Οι στατιστικές δείχνουν βέβαια ότι και η δημόσια έρευνα δεν επιτελεί θαύματα στην Ελλάδα. Ετσι δεν είναι περίεργο ότι χιλιάδες γιατροί αναγκάζονται να καταφύγουν στο εξωτερικό για να αποκτήσουν ειδικότητα. Με χώρα ιδιαίτερης προτίμησής τους τη Γερμανία, όπου την αποκτούν ταχύτερα από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Ο αριθμός των νέων μεταναστών: 350.000 έως 400.000 εντός της τελευταίας οκταετίας, οι μισοί εκ των οποίων έχουν εγκατασταθεί στην ΕΕ. Μια τεράστια στρατιά επιστημόνων και τεχνικών που πάει χαμένη για την Ελλάδα και ισοδυναμεί με τη δεύτερη λεηλασία της, αυτή του πνευματικού της κεφαλαίου, δίπλα στην υλική της από την τρόικα. Ο κ. Κονιόρδος επισήμανε βέβαια ότι τέτοιο brain drain (εκροή μυαλών) δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, αυτό δεν ήταν όμως ποτέ τόσο μαζικό όσο κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Νέα μοναξιά, τραύματα και όνειρα
Η νέα μοναξιά: όταν Ελληνας μετανάστης της δεκαετίας του ’60 έφτανε με το τρένο στο Μόναχο ή τη Στουτγκάρδη, τον περίμενε εκεί ο «κηδεμόνας» του, ήτοι ο εκπρόσωπος του εργοδότη για να τον μεταφέρει καταρχάς σε σπίτι-παράπηγμα και ύστερα στη δουλειά. Αντίθετα τον νέο μετανάστη δεν τον περιμένει κανείς. Για δουλειά και σπίτι πρέπει να ψάξει μόνος του. «Είναι εντελώς εξατομικευμένη περίπτωση» παρατήρησε ο ομότιμος καθηγητής της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Μιχάλης Δαμανάκης. Κι αυτό το πληρώνει με ανυπόφορη απομόνωση έως ότου βρει νέες άκρες.
Το τραύμα του νέου μετανάστη: «Η μετανάστευση αποτελεί τραυματική εμπειρία» παρατήρησε η ερευνήτρια στο βρετανικό πανεπιστήμιο του Σάσεξ Κυριακή Φωτιάδου. Αυτή είναι συνήθως «αυτοτραυματική» και προέρχεται από το σοκ της αλλαγής στην εν γένει κατάστασή του, την οποία σχεδίασε και πραγματοποίησε ο ίδιος.
Το όνειρο του νέου μετανάστη: η επιστροφή στην Ελλάδα – παρόλο που ξέρει ότι εκεί τον περιμένουν πάλι οι παλιοί εφιάλτες. Δεν είναι όμως, σύμφωνα πάλι με την κ. Φωτιάδου, όλοι ονειροπόλοι. Δίπλα τους υπάρχουν άλλες δύο ψυχολογικές κατηγορίες νέων μεταναστών: πρώτον, οι μεταφορείς γνώσεων και δεξιοτήτων στην Ελλάδα, οι οποίοι εμποδίζονται όμως στη μεταφορά από την ελληνική νοοτροπία και γραφειοκρατία. Και δεύτερον, οι αρνητές, οι οποίοι ρίχνουν πέτρα πίσω τους, επειδή δεν πιστεύουν πλέον σε κάποιο μέλλον στη χώρα καταγωγής τους.
Η πικρή αλήθεια είναι βέβαια ότι όλοι οι νέοι μετανάστες αφήνουν το «ελληνικό μέλλον» πίσω τους. Ακόμη και να φύγει η τρόικα το επόμενο καλοκαίρι από την Ελλάδα, η εποπτεία της θα μείνει – για δυο, τρία, πολλά, πάρα πολλά καλοκαίρια ακόμη. Ετσι οι αιτίες για τη μετανάστευση θα διαιωνίζονται. Και οι νέοι μετανάστες θα παλιώνουν χωρίς να βρίσκουν ποτέ αξιόλογες ευκαιρίες για να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο της επιστροφής τους.
Ελληνισμός: Ένα ανεπαρκές ιδεολόγημα
Τι είναι μετανάστευση; Είναι, σύμφωνα με τoν Νέστορα της επιστήμης της ελληνικής διασποράς Μιχάλη Δαμανάκη, «η διαδικασία μετακίνησης μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων από τόπο σε τόπο, με στόχο την εγκατάσταση στον νέο τόπο». Σαφής και κατανοητός ορισμός.
Και η διασπορά; «Το αποτέλεσμα της μετανάστευσης και ως όρος παραπέμπει σε μια ήδη διαμορφωμένη ή μόνιμη κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης λαμβάνουν χώρα επί μέρους κοινωνικές διαδικασίες συναρτώμενες άμεσα με τους θεσμούς της χώρας διαμονής». Λιγότερο σαφής, αλλά όχι ακατανόητος ορισμός.
Η ασάφεια γίνεται πιο αισθητή στα επόμενα παράγωγα του όρου μετανάστευση, με αποκορύφωμα τον «ελληνισμό της διασποράς». Αυτός ορίζεται ως «το σύνολο των εκπατρισμένων Ελλήνων, που μολονότι εγκαταστάθηκε, έστω και με σχετική μονιμότητα, σε χώρες ή περιοχές εκτός του εθνικού χώρου, εξακολουθεί να συντηρεί, σε επίπεδο συλλογικό ή και ατομικό, τις υλικές, πολιτιστικές και συναισθηματικές του σχέσεις με τη χώρα της άμεσης ή της παλαιότερης καταγωγής του».
Ο όρος είναι ασαφής, επειδή δεν ξεκαθαρίζει το μίνιμουμ της έκτασης και της έντασης που θα πρέπει να έχει η σχέση ενός εκπατρισμένου Ελληνα προς την Ελλάδα, για να τον καταστήσει αυτοδίκαια μέλος της διασποράς. Ακόμη χειρότερο κάνει όμως τον όρο η μεταφυσική του αίγλη, που υποβάλλει την ιδέα ότι ο Ελληνισμός υπήρχε και θα υπάρχει στον αιώνα τον άπαντα και ότι το μόνο που αλλάζει σε αυτόν είναι η προσαρμογή του στα εκάστοτε δεδομένα – σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αύριο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, μεθαύριο ίσως, κτύπα ξύλο, πάνω στα συντρίμμια της.
Μεταναστευτικός έρωτας
Ως ιδεολόγημα ο ελληνισμός ικανοποιεί προφανώς την ψυχική ανάγκη μεγάλων μαζών. Ως επιστημονικός όρος όμως δεν έχει πλέον απήχηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διημερίδα για τη ΝΕΜ στο Βερολίνο οι νέοι επιστήμονες τον αντιπαρέρχονταν πλήρως. Οι ανακοινώσεις τους έθιγαν τα πραγματικά σοβαρά πράγματα της ζωής, όπως οι μεταναστευτικές διαδρομές του έρωτα . Για ελληνισμό και διασπορά ούτε κουβέντα. Παράδειγμα, «η διαρροή εγκεφάλων ή και διαρροή σχέσεων; Το βίωμα της μοναξιάς σε ερωτικούς συντρόφους που ζουν σε γεωγραφική απόσταση και η επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην επικοινωνία των ερωτικών συντρόφων», θέμα που διερεύνησαν οι ψυχολόγοι Ευτυχία Παπαγιαννάκη και Ανθή Αργυρούδη.
Έκκληση στο κενό
Εκεί όμως όπου ο «ελληνισμός» χάνει κυριολεκτικά τα αυγά και τα καλάθια είναι στο πρακτικό πεδίο. Η έκκληση που έκανε στο συνέδριο ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομίας Λόης Λαμπριανίδης προς τους επιχειρηματίες της διασποράς να συμμετάσχουν στο όνομα του πατριωτισμού στην παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, προσφέροντάς τους μάλιστα γι’ αυτό έναν ειδικό ιστότοπο για τη βελτίωση της μεταξύ τους επικοινωνίας, πέφτει κατευθείαν στο κενό. Μπίζνες με ιδεολογικούς όρους δεν γίνονται. Οι επιχειρηματίες, ακόμη και οι πιο βέροι πατριώτες, ακολουθούν πάντα τον δρόμο του χρήματος. Κι αυτός, ως γνωστό, παρακάμπτει προς το παρόν την Ελλάδα. Αλλά και αν ακόμη, ως εκ θαύματος, περνούσε από εκεί, δεν είναι σίγουρο πως θα έβαζαν έγκαιρα πόδι σε αυτόν. Αλλοι ξένοι, πιο επιτήδειοι ανταγωνιστές, θα έσπευδαν να τους προλάβουν για να αρπάξουν πρώτοι την προσφερόμενη λεία – κανένας γραπτός ή άγραφος νόμος του ελληνισμού δεν θα μπορούσε να τους εμποδίσει σε αυτό.