Όταν ήμαστε παιδιά, οι καλοκαιρινές διακοπές φαίνονταν να κρατούν για πάντα. Γιατί, λοιπόν, καθώς μεγαλώνουμε, ο χρόνος μοιάζει να πετάει, με τις μέρες, τις εβδομάδες και τα χρόνια να εξαφανίζονται ταχύτατα από τα ημερολόγια μας; Γιατί μετά από κάποια ηλικία, οι αναμνήσεις μας από πολλά χρόνια πριν, μοιάζουν να έγιναν «σαν χθες»;
Ο λέκτορας μαθηματικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ στην Αγγλία, Christian Yates, επιχειρεί να απαντήσει, με άρθρο του στο The Covnersation, όπου συγκεντρώνει και εξηγεί μερικές υποθέσεις σχετικά με το θέμα, προτείνοντας εν τέλει τη δική του, μαθηματική απάντηση.
Όπως σημειώνει ο Yates, πράγματι, έχει διαπιστωθεί ότι όσο μεγαλώνουμε αισθανόμαστε ότι ο χρόνος περνά γρηγορότερα, με αποτέλεσμα να έχουμε την εντύπωση ότι κυνηγάμε μονίμως το ρολόι. Υπάρχουν αρκετές υποθέσεις γύρω από την αιτία. Μία από αυτές προτείνει ότι τα πάντα οφείλονται στη σταδιακή μεταβολή των εσωτερικών βιολογικών μας ρολογιών.
Στα παιδιά, ο ρυθμός του μεταβολισμού, των χτύπων της καρδιάς και των αναπνοών είναι ταχύτερος, σε σχέση με εκείνον των ενηλίκων. Ως αποτέλεσμα, στο ίδιο χρονικό διάστημα, ένα παιδί βιώνει πιο πολλούς βιολογικούς δείχτες (καρδιοχτύπια, αναπνοές κτλ.) από έναν ενήλικα και έτσι, αισθάνεται ότι έχει περάσει περισσότερος χρόνος
Μια άλλη υπόθεση, του ψυχολόγου Δρ Steve Taylor, προτείνει ότι η αντίληψή μας για το πέρασμα του χρόνου, επηρεάζεται από την ποσότητα των νέων πληροφοριών που απορροφούμε καθημερινά.
Σύμφωνα με τον Δρ Taylor, όσο περισσότερες είναι οι νέες πληροφορίες τόσο περισσότερες «υπερωρίες» δουλεύει ο ανθρώπινος εγκέφαλος για να τις επεξεργαστεί. Και όσο περισσότερη δουλειά χρειάζεται να κάνει το μυαλό μας, τόσο πιο αργά φαντάζει να περνά ο χρόνος. Για ένα βρέφος, τα πάντα είναι νέα, αλλά όσο μεγαλώνουμε οι «εκπλήξεις» είναι σπάνιες. Επομένως, για τους μεγαλύτερους, ο χρόνος περνά ταχύτερα.
Εν συντομία, όσο περισσότερο εξοικειωνόμαστε με το περιβάλλον, όσο πιο ρουτινιασμένη είναι η ζωή μας, τόσο πιο γρήγορα φαίνεται να περνά ο χρόνος, καθώς ο εγκέφαλος δουλεύει στο «αυτόματο».
Το ενδιαφέρον με την υπόθεση είναι ότι θεωρητικά, εξηγεί και την «αργή κίνηση», την οποία αναφέρουν κάποιοι ότι βιώνουν τις στιγμές πριν από ένα ατύχημα, όταν «όλα μοιάζουν να παγώνουν». Με βάση τα παραπάνω, αυτό γίνεται επειδή η νέα κατάσταση στην οποία βρίσκονται, πιέζει τον εγκέφαλό τους να επεξεργαστεί πάρα πολλές νέες πληροφορίες, με αποτέλεσμα η αντίληψή τους για τον χρόνο να επιβραδύνεται.
Ο χρόνος σε λογαριθμική κλίμακα
Αλλά, γράφει ο Yates, καμία από τις παραπάνω θεωρίες δεν ταιριάζει με τον «σχεδόν μαθηματικό και συνεχή ρυθμό επιτάχυνσης του χρόνου». Η φαινομενική μείωση του μήκους μίας ορισμένης περιόδου καθώς μεγαλώνουμε, υποδεικνύει μία «λογαριθμική κλίμακα στον χρόνο», εξηγεί.
Οι λογαριθμικές κλίμακες χρησιμοποιούνται για την περιγραφή μεγεθών τα οποία παίρνουν τιμές σε μια μεγάλη περιοχή τάξεων και επομένως, είναι σχεδόν αδύνατο να μετρηθούν με γραμμικές.
Για παράδειγμα, σε μία γραμμική κλίμακα, το 6 σηματοδοτεί τιμή διπλάσια του 3. Στη λογαριθμική Κλίμακα Ρίχτερ, όμως, κάθε βαθμός σηματοδοτεί μία δεκαπλάσια αύξηση της κίνησης του εδάφους σε σχέση με τον προηγούμενο. Έτσι το 6 δεν σηματοδοτεί μία τιμή διπλάσια του 3, αλλά μία 1000 φορές (10 x 10 x 10) μεγαλύτερη.
Όπως και στην περίπτωση των σεισμών, για να εξηγήσουμε και να αντιληφθούμε τι συμβαίνει με τον χρόνο, χρειαζόμαστε μία λογαριθμική κλίμακα, επιχειρηματολογεί ο Yates. Γιατί;
Η ιδέα του λέκτορα είναι ότι αντιλαμβανόμαστε μία περίοδο του χρόνου ως τμήμα της περιόδου του χρόνου που έχουμε ήδη ζήσει. «Για ένα δίχρονο παιδί», γράφει, «ένα έτος αντιστοιχεί στο μισό της ζωής του. Αυτός είναι ο λόγος που αντιλαμβανόμαστε το διάστημα που περνά μεταξύ των γενεθλίων μας ως εξαιρετικά μεγάλο, στα πρώτα χρόνια της ζωής μας».
Από την άλλη, για έναν δεκάχρονο, ένα έτος είναι το 10% της ζωής του και για έναν εικοσάχρονο μόνο το 5%. Σε λογαριθμική κλίμακα, για να αισθανθεί ένας εικοσάχρονος την ίδια ποσοστιαία αύξηση στην ηλικία του με εκείνη που αισθάνεται ένας δίχρονος μεταξύ γενεθλίων, θα πρέπει να περιμένει μέχρι να γίνει 30 ετών.
Με άλλα λόγια, ένας δίχρονος βιώνει έναν χρόνο όπως ένας εικοσάχρονος βιώνει μία δεκαετία ή ένας εικοσάχρονος βιώνει έναν χρόνο όπως ένας δίχρονος βιώνει περίπου ένα μήνα και λίγες ημέρες.
Από αυτήν την οπτική, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γιατί ο χρόνος μοιάζει να περνά πιο γρήγορα καθώς μεγαλώνουμε. Ούτε το γεγονός ότι οι αναμνήσεις μας από πολλά χρόνια πριν, μοιάζουν να έγιναν «σαν χθες».
«Σκεφτόμαστε, συχνά, τις ζωές μας με όρους δεκαετιών -λέμε ότι είμαστε 20ρηδες, 30ρηδες και ούτω καθεξής- κάτι που υπονοεί μία ίση βαρύτητα σε κάθε περίοδο. Ωστόσο, σε λογαριθμική κλίμακα, αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά κάθε περίοδο του χρόνου», παρατηρεί ο Yates.
Συμπερασματικά, με βάση την υπόθεση της λογαριθμικής κλίμακας του χρόνου, οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε τα ακόλουθα διαστήματα της ζωής μας ως ίσα: 0-5 = 10-20 = 20-40 = 40-80. Το ηθικό δίδαγμα; Σύμφωνα με τον Yates, το εξής:
«Δεν θα ήθελα να κλείσω απαισιόδοξα, αλλά μπορεί να αισθανθείτε την περίοδο μεταξύ των 40 και των 80 ετών σας να περνά το ίδιο γρήγορα με την περίοδο από τα 5 μέχρι τα 10 σας έτη. Για αυτό, κουνηθείτε. Ο χρόνος πετάει. Και πετάει όλο και πιο γρήγορα κάθε μέρα που περνά».