Έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization, WHO) καταγράφει τη μεγάλη αύξηση των πολιτικών διεθνώς, για τον έλεγχο της κατανάλωσης καπνού κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Αυτή τη στιγμή, περίπου 4,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι (δηλαδή το 63% του παγκόσμιου πληθυσμού) επωφελούνται από πολιτικές, όπως είναι οι ισχυρές γραπτές προειδοποιήσεις, οι δημόσιοι χώροι που απαγορεύεται το κάπνισμα, και άλλα σχετικά μέτρα.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, ο Οργανισμός διαπιστώνει πως οι εταιρείες καπνού παρεμβαίνουν στις προσπάθειες των κυβερνήσεων να θέσουν ρυθμιστικούς κανόνες στη χρήση του καπνού, ενώ παράλληλα επιδιώκουν με επιθετικό τρόπο, νέες αγορές στην αφρικανική ήπειρο.
Όπως τονίζεται στην έκθεση, οι καπνοβιομηχανίες επιχειρούν να αποτρέψουν τους ελέγχους του καπνού από τους κρατικούς φορείς, όποτε αυτό είναι δυνατόν, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι κυβερνήσεις προχωρούν στη ρύθμιση των προϊόντων καπνού. Οι αξιωματούχοι του WHO προειδοποιούν επίσης ότι οι εταιρείες καπνού έχουν μεταφέρει τον «αγώνα» τους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπως είναι η Αφρική, όπου τα ποσοστά καπνίσματος προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά διψήφιο αριθμό μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
«Η παρέμβαση του εταιρειών καπνού σε κυβερνητικές πολιτικές αποτελεί ένα θανατηφόρο εμπόδιο στην πρόοδο της υγείας και της ανάπτυξης σε πολλές χώρες», δήλωσε ο Ντάγκλας Μπέτσερ, διευθυντής του τμήματος του WHO για την πρόληψη των μη μεταδοτικών ασθενειών (καρκίνος, καρδιαγγειακές νόσοι, σακχαρώδης διαβήτης κ.ά.).
Οι ασθένειες που σχετίζονται με το κάπνισμα αποτελούν παγκοσμίως, την κυριότερη αιτία θανάτου που θα μπορούσε να προληφθεί. Τα προϊόντα καπνού είναι υπεύθυνα για τον θάνατο πάνω από 7 εκατομμυρίων ανθρώπων ετησίως, δηλαδή περισσότερων από HIV – AIDS, φυματίωση και ελονοσία σε συνδυασμό. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι επίσης τεράστιες: εκτιμάται πως οι βλάβες που σχετίζονται με τον καπνό κοστίζουν παγκοσμίως περίπου 1,4 τρισ. δολ. σε υγειονομική περίθαλψη και παραγωγικότητα.