Τα περασμένα ωραία χρόνια…

Έτσι έλεγε ένα τραγουδάκι του Νίκου Χατζηαποστόλου στην οπερέτα του «Το Κορίτσι της Γειτονιάς», που έγραψε το 1922. Για σκεφθείτε λίγο. Την έγραψε το 1922 και μιλούσε για τα «περασμένα ωραία χρόνια», κάτι που σημάνει ότι αυτά τα τοποθετούσε κάπου στις παρυφές του 1821!

  • Του Χρήστου Μπολώση

Τα τελευταία 12 χρόνια, λόγω των Μνημονίων, ακούμε συχνά, τους κάποιας ηλικίας συνάνθρώπους μας, να αναπολούν τα «ωραία παλιά χρόνια», που η ζωή ήταν πιο απλή και πιο ανθρώπινη, με λιγότερες ανάγκες και όλοι ήτανε ευχαριστημένοι, ευτυχισμένοι θάλεγα, με αυτά τα λίγα που είχανε κ.λπ. κ.λπ..

Και για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, επειδή και εγώ είμαι μιάς κάποιας ηλικίας, η ζωή τότε δεν ήταν πιο ωραία από την σημερινή. Πιο γραφική ναι. Πιό ωραία όμως όχι. Και μη μου πει κάποιος «μα τότε κοιμόμαστε  με ανοιχτά παράθυρα και δεν φοβόμαστε», διότι θα του απαντήσω, ότι και τώρα αν θελήσουμε να σοβαρευτούμε λίγο ως κράτος και να διαφεντέψουμε τα του οίκου μας, πάλι θα ξανανοίξουμε τα παράθυρά μας, αλλά δεν βλέπω να υπάρχει τέτοια διάθεση.

Δεν καταλαβαίνω, γιατί ο τότε γεμάτος σκόνη και σκοτάδια συνοικιακός δρόμος, ήταν καλύτερος και πιο ρομαντικός, από τον σημερινό με τα παρτέρια και τον όμορφο και διακριτικό φωτισμό του.

Είναι δύσκολο να δεχθώ, ότι ήταν πιο όμορφο το σπιτάκι που ζούσαμε στο Περιστέρι (πατέρας εργάτης, μητέρα σφουγκαρίστρα, τάχουμε πει αυτά…), το σκεπασμένο με πισσόχαρτο και που, μόνον η κουζίνα, όταν έβρεχε, έσταζε σε 23 σημεία, έτσι που δεν είχαμε πλέον άλλα μπρίκια και κατσαρολάκια για να μαζεύουμε τα νερά. Όχι δεν ήταν καλύτερο από το άνετο και χωρίς «τρεχούμενο» νερό, σημερινό. Βέβαια τότε η θέρμανση του μαγκαλιού με τα κάρβουνα, τον πυρήνα και όλους τους κινδύνους για δηλητηρίαση, δήλωνε πάντοτε παρούσα, ενώ σήμερα το καλοριφέρ, το οποίο λόγω μνημονίων έχει αραχνιάσει, χωρίς βέβαια να φταίει το…καλοριφέρ, είναι άλλο πράγμα.

Μου είναι αδύνατο να δεχθώ, ότι το μπακάλικο του κυρ-Στέλιου του Κρητικού, με τα εκτεθειμένα σε όλα τα  γνωστά στην επιστήμη  της εντομολογίας ζωύφια, μαμούνια αλλά και τις σκόνες, σακιά με όσπρια, άμα δε και στις ορέξεις πανηγυριζόντων στιφών μυγών στα τυροκομικά και αλλαντικά, ήταν καλύτερο από τα αντίστοιχα  σύγχρονα υπερκαταστήματα.

Το ότι  τα σημερινά προϊόντα με τις εντυπωσιακές συσκευασίες, πριν φτάσουν στις φανταχτερές βιτρίνες, μπορεί ή μάλλον σίγουρα έχουν «ταλαιπωρηθεί», για να το πούμε πιο κομψά, είναι πιθανόν.  Όμως εκείνη η εικόνα της Ευαγγελίας, κόρης του κυρ-Ανέστη, του μεγαλομπακάλη, που όταν έκοβε την φέτα (τότε ακόμη και πριν την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα μας έσωζε, ονομαζόταν άφοβα «φέτα» και όχι «λευκό τυρί» και πράσινες αηδίες) για να την ζυγίσει, έγλυφε μετά τα δάχτυλα της για να τα καθαρίσει, μου έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα. Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως πρόδρομος των σύγχρονων απολυμαντικών χεριών, που μας επέβαλε η πανδημία.

Τότε τι συμβαίνει; Τίποτα δεν συμβαίνει . Απλώς τότε είμασταν νέοι και όταν είσαι νέος, άλλα πράγματα σε απασχολούν περισσότερο απ΄ την φάβα του κυρ- Στέλιου ή την φέτα της Ευαγγελίας. Άλλωστε δεν γνωρίζαμε και τα καλύτερα. Ή μάλλον τα γνωρίζαμε, αλλά μόνον από τον σινεμά…

Και μετά τι έγινε; Έγινε αυτό που ήταν φυσικό να γίνει. Ήρθε η ανάπτυξη. Στρεβλή και ανεξέλεγκτη, όπως όλα τα πράγματα την Ελλάδα, με την αστυφιλία ή μάλλον της Αθηναιοφιλία και την αντιπαροχή, να ισοπεδώνουν τα πάντα, διότι οι τότε κρατούντες είχαν περάσει το μήνυμα: Καλύτερα θυρωρός και να μένεις σε υπόγειο στην Αθήνα, παρά να σε τρώει ο ήλιος και τ’ αγιάζι στο χωράφι. Ποτέ όμως μία  οικονομία δεν άνθισε από την συμπαθή τάξη των θυρωρών, η οποία μάλιστα έχει σχεδόν εκλείψει…

Έτσι λοιπόν, φτάσαμε στο άλλο άκρο.

Πας μια βόλτα σε οποιαδήποτε γειτονιά της Αθήνας, ή σε οποιαδήποτε γωνιά της Ελλάδος και τα πρώτα καταστήματα που συναντάς, είναι τα pet shop και αυτά που πουλάνε είδη γάμου και βαφτίσεων, τα περισσότερα από τα οποία αναλαμβάνουν και την διοργάνωση των αντιστοίχων εκδηλώσεων.

Ας πάρουμε τα πράγματα ένα-ένα.

Τα pet shop είναι τα γνωστά καταστήματα, που πουλάνε κατοικίδια ζωάκια (ή τέρατα, όπως φίδια και αλιγάτορες) αλλά και τροφές και αξεσουάρ (λουριά, κλουβιά, φίμωτρα, τσατσάρες κ.α.) γι’ αυτά.

Τα άλλα, τα καταστήματα γάμων και βαφτίσεων, είναι αυτά που κάνοντας την   τρίχα τριχιά, έφτασαν ένας γάμος που στοίχιζε κάποια χιλιάρικα δραχμές (όσο δηλαδή στοίχιζαν το νοικιασμένο από τον φωτογράφο της γειτονιάς νυφικό, οι τούλινες μπομπονιέρες και το ψητό στο φούρνο, πάντα παγωμένο, διότι το είχαν πάρει νωρίς από τον φούρνο της γειτονιάς), τώρα να στοιχίζει όσο ένα αυτοκίνητο για να πιείς σαγκρία και να φας ταμπουλέ…

Και τώρα; Τι γίνεται τώρα, που τα μνημόνια είναι απαγορευτικά για τα κανίς με τα κομμωτήρια και τα πεντικιούρ, για τα βαφτίσια με τους κλόουν και τους ταχυδακτυλουργούς, αλλά και για τους γάμους με τις γνωστές αμερικανιές;

Τώρα θα πρέπει σιγά-σιγά, σεμνά και ταπεινά, να γυρίσουμε στα ήθη και τα έθιμά μας. Να ξαναθυμηθούμε το οικογενειακό και όχι…οικουμενικό τραπέζι του γάμου και ξεχάσουμε τις τούρτες και τα φωτορυθμικά. Κι’ εμείς που παντρευτήκαμε χωρίς welcome drink, ταμπουλέ και τούρτες, μια χαρά είμαστε. Άλλωστε ο κλασικός Ελληνικός γάμος, είναι αυτός που απεικονίζεται στις παλιές Ελληνικές ταινίες, με τα γλέντια στις αυλές ή στις ταβερνούλες της γειτονιάς και όχι στα κτήματα που στοιχίζει 70 ευρώ το άτομο για αέρα κοπανιστό. Όσον αφορά τα καημένα τα κατοικίδια μια χαρά ήταν και τότε ως κόπροι Α΄ Εθνικής…

Δεν λέω, είναι πολύ πιο εύκολο να πάει κάποιος από το 10 στο 100, παρά από το 100 στο 90, διότι ως γνωστόν «καλόμαθε η γριά στα σύκα»… Κι’ εμείς υποχρεωνόμαστε τώρα από τους ευρωπαίους εταίρους μας (σκέψου να μην ήταν και εταίροι, αλλά εχθροί μας…), να πάμε από το 100 στο 40 ή και στο 30.

Είναι πολύ δύσκολο, αλλά όχι αδύνατον. Άλλωστε, μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια…

Μοιραία αγαπητοί μου γίνονται αυτές οι σκέψεις τώρα που ο νέος ενιαυτός, ο καινούργιος χρόνος πα’ να πεί, κάνει τα πρώτα του βήματα. Τα πρώτα του βήματα αλλά πολύ πολύ ασταθή. Διότι κοντά στα άλλα δεινά που μας ταλαιπωρούσαν μέχρι τώρα, δηλαδή η φτώχεια και η πανδημία, έρχεται να προστεθεί και ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Κάντ’ υπομονή κι’ ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός…

Υστερόγραφο

Σήμερα συνεχίζω με τις γνώμες των παλαιών πολιτικών περί του Συμμοριτοπόλεμου, δίνοντας στον λόγο στον Νικόλαο Πλαστήρα:

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.