Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσίγκος, Καθηγητής Ενδοκρινολογίας, Διατροφής και Μεταβολισμού, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας
Η βιταμίνη D είναι ένα απαραίτητο μικροσυστατικό για την υγεία του ανθρώπου και η συχνή ανεπάρκειά της αποτελεί μείζον πρόβλημα τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, παίρνοντας τον χαρακτήρα πανδημίας. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, η ανεπάρκεια βιταμίνης D φαίνεται ότι είναι διαδεδομένη (μέχρι και στο 50% του πληθυσμού) σε μεγάλο εύρος ηλικιών, από τους εφήβους και τις έγκυες γυναίκες μέχρι τα ηλικιωμένα άτομα. Οι πιθανοί λόγοι είναι πολλοί και έχουν άμεση σχέση με το σύγχρονο τρόπο ζωής. Πράγματι, η παραμονή σε κλειστούς χώρους για πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας, η εκτεταμένη χρήση αντηλιακών, η κάλυψη του σώματος, η ρύπανση της ατμόσφαιρας, η μειωμένη κατανάλωση τροφών πλούσιων σε βιταμίνη D, νοσήματα που προκαλούν δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών από το έντερο και νεφρική δυσλειτουργία είναι κάποιες από τις σημαντικότερες αιτίες ανεπάρκειας βιταμίνης D σήμερα. Η βιταμίνη D παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην στην υγεία του μυοσκελετικού συστήματος, λόγω της σημασίας της στην απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου. Στα παιδιά η σοβαρή έλλειψη της βιταμίνης D προκαλεί ραχίτιδα (μαλακά οστά που εύκολα κάμπτονται και παραμορφώνονται) και στους ενήλικες οστεομαλακία (εκδηλώνεται με οστικά άλγη και εύκολα κατάγματα), ενώ η σχετική ανεπάρκειά της διαταράσσει την επιμετάλλωση των οστών οδηγώντας σε οστεοπενία και οστεοπόρωση σε βάθος χρόνου. H βιταμίνη D όμως έχει και πολλαπλές εξωσκελετικές δράσεις και η ανεπάρκειά της σχετίζεται με πληθώρα νοσημάτων, όπως λοιμώξεις, αυτοάνοσα και καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη, κατάθλιψη και γνωσιακές διαταραχές, και κάποιες μορφές καρκίνου. H ανεπάρκεια όμως της βιταμίνης D μπορεί να μην είναι τόσο έκδηλη κλινικά. Ύποπτα σημεία και συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, μυϊκή αδυναμία, μυικά και οστικά άλγη, κράμπες, και διαταραχές της διάθεσης.Η βιταμίνη D είναι στην ουσία μια προ-ορμόνη, με κύρια πηγή την σύνθεση στο δέρμα κατά την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία (90%) και δευτερευόντως (10%) την πρόσληψη από την τροφή. Οι πρόδρομες μορφές της βιταμίνης D μεταβολίζονται στο ήπαρ σε 25-υδρόξυ-βιταμίνη D (25OHvitD), η οποία και αποτελεί τον κύριο βιοδείκτη της βιταμίνης D που μετράμε στο αίμα.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες συστάσεις, έχουμε:
- Bέλτιστα επίπεδα (φυσιολογικές τιμές) βιταμίνης D όταν η 25-υδρόξυ-βιταμίνη D είναι μεταξύ 25-80ng/ml,
- Ανεπάρκεια όταν η 25-υδρόξυ-βιταμίνη D είναι μεταξύ 10 – 24 ng/ml,
- Σοβαρή έλλειψη όταν η 25-υδρόξυ-βιταμίνη D είναι κάτω από 10 ng/ml.
Οι συστάσεις για συμπληρωματική ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D είναι 15 μg (600 IU) για ηλικίες 1-70 ετών και 20 μg (800 ΙU) για τους πάνω από 70 έτη ή για όσους έχουν οστεοπενία/οστεοπόρωση.