Οι βάρβαροι και εμείς
γράφει: Η ΑΚΙΣ
«δημοκρατία»
Δεν ξεχνάμε το Δίστομο! Δεν ξεχνάμε τη θηριωδία των Γερμανών! Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ!
Παραθέτω απόσπασμα από το βιβλίο «Η Οδύσσειά μου» του Σουηδού επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα Στούρε Λινέρ, ο οποίος παντρεύτηκε Ελληνίδα γιατρό στην Κατοχή.
«Απαιτήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο.
Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε.
Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ηταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: Θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα.
Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να! Ενας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός!»
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση.
Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι η γυναίκα είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ηταν το ταξίδι του μέλιτός μας!
Οταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, μια γερμανική μονάδα περικυκλώθηκε από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου.
Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Ελληνες ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα.
Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Οταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή πολιτών και ανταρτών, με τον παπά στη μέση. Ο παπάς πήρε τον λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: “Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους”. Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλώς στεκόμουν κι έκλαιγα…»
Αυτή είναι η διαφορά μας. Οι πολιτισμένοι και οι βάρβαροι!