Περνάει η γυναίκα, – η Ανδρομάχη, η Ηγερία…
Περνάει μαζί της η φωτιά και το νερό.
Μα οι ραβδισμοί βαρειά τα γόνατα λυγάνε.
Ά! Τη γυναίκα, που δεν πρέπει να τη χτυπάνε
ούτε και με της μύγας το φτερό.
«Έρχονται οι γυναίκες στη Μακρόνησο» – Μενέλαος Λουντέμης
Είναι Οκτώβριος του 1949. Η κυβέρνηση των Αθηνών βάζει μπροστά το σχέδιο «Εθνικής Αναμορφώσεως».
«Άπαντες οι διατελούντες εν εκτοπίσει ως ενεχόμενοι εις αντεθνικάς ενεργείας ή ως Επικίνδυνοι εις το εθνικόν καθεστώς, ως και οι προληπτικώς συλληφθέντες υπό του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και των στρατιωτικών αρχών». Τη δίωξη τους αναλαμβάνει ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου (ΟΑΜ).
Απέναντι από το Λαύριο, σε μια μικρή ξέρα γης που μέχρι τότε ήταν σχεδόν άγνωστη, χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς θα γνωρίσουν τη φρίκη.
Αρχικά η Μακρόνησος είναι μια αντρική υπόθεση. Τον Ιανουάριο του 1950, όμως, 1.200 γυναίκες θα φύγουν από το Τρίκερι που είναι ήδη εξόριστες για να κάνουν ένα ταξίδι στην… κόλαση.
Περιγράφοντας την άφιξη τους στη Μακρόνησο ο Λουντέμης θα γράψει πως είναι: «κορίτσια ανθισμένα, ωραία, κορίτσια. Που ακινητούν σε κοιμητήρια βραδυνά… Λιγνά φυτά, κεραυνωμένα απ’ το δρολάπι πού φυγαν άξαφνα απ’ το πλάι των δικών τους με ένα “αχ”! Πριν να προφτάσουν να στενάξουν απ’ αγάπη».
Πολλές μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντα τους κουβαλούν στα χέρια τα παιδιά τους. «Πρώτη περνά –παραμερίστε να διαβεί- περνάει πικρή, βαλαντωμένη, η νέα μητέρα. Μικρή τρυγόνα, δίχως ταίρι και φωλιά.Η αυγουστιάτικη περνάει μοσκοβολιά, της νέας μας θρησκείας η πλατυτέρα. Περνάει η Μάνα –γονατίστε- η μαύρη Μάνα. Στήθος κλειστό σαν ιερό εκκλησιάς βουβής. Μερονυχτίς ηχολογάνε νοερά της, τα Σκοπευτήρια που ματώσαν τα όνειρά της, καταμεσίς στο πανηγύρι της ζωής», θα συνεχίσει ο Λουντέμης.
Μια δημοσιογράφος στη Μακρόνησο
Ανάμεσα τους η Αφροδίτη Μαυροειδή – Παντελέσκου. Η Άφρω όπως την φωνάζανε χαϊδευτικά είναι τότε μια νεαρή δημοσιογράφος από την Αθήνα και η ζωή της επιφυλάσσει να γράψει το πιο συγκλονιστικό ρεπορτάζ της στη Μακρόνησο, αλλά και να είναι μία από τις πρωταγωνίστριες του. Σε ένα τετράδιο που κρύβει με κίνδυνο της ζωής της, γράφει με απαράμιλλη δύναμη και πικρή ειρωνεία για την μανία του ΟΑΜ κατά των συναγωνιστριών της αλλά και για την αξιοθαύμαστη αντίσταση τους.
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Στρατόπεδα Γυναικών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλφειός.
Οι γυναίκες φτάνουν στη Μακρόνησο
«Πίσω μας έφευγε το Λαύριο και οι ακτές της Αττικής. Η υγρή απόσταση που μας χώριζε από τον Μακρονησιώτικο βράχο μίκραινε και τα άσπρα μεγάλα γράμματα από τον ασβέστη στην πλαγιά του βουνού ξεχώριζαν πια καθαρά φωτισμένα από έναν χλωμό ήλιο: ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΑΥΛΟΣ: ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΠΛΑ! Στο κέντρο του νησιού φάνταζε μια μεγάλη βασιλική κορόνα».
Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα. Όσο το πλοίο πλησίαζε ένα ρίγος άρχισε να της διαπερνά. Είχαν ακούσει πως… υποδέχονταν τους άντρες. Θα τους επιφύλασσαν άραγε την ίδια «υποδοχή»; Θα χυμούσαν πάνω τους οι Αλφαμίτες για να τις χλευάσουν, να τις φτύσουν και να τους πουν «καλώς ορίσατε» με τους βούρδουλες;
Η πόρτα του πλοίου άνοιξε. Οι αξιωματικοί και οι Αλφαμίτες μπήκαν στο πλοίο. Τις διέταξαν να συνταχθούν σε πεντάδες και να βγουν έξω. Το πρώτο που αντίκρισαν ήταν «οι χαράδρες του θανάτου» – εκεί που σε πήγαιναν με δύο επιλογές: τα βασανιστήρια μέχρι θανάτου ή τη δήλωση. Το νησί άγονο, ποτιζόταν μόνο από τον ιδρώτα και τα δάκρυα των εξόριστων αγωνιστών. Όσο η ώρα περνούσε, η αγωνία για το τι θα ακολουθήσει μεγάλωνε. Και τότε ξαφνικά εκείνοι, αντί να τις χτυπήσουν άρχισαν να τραγουδούν. «Μολυσμένη έως τώρα η ψυχή μας, θέλει βάφτισμα ξανά εθνικό. Ναι, εθνικό! Φόβο πια δεν έχει η φυλή μας, από τον άτιμο κομμουνισμό».
Την εμφάνιση του έκανε τότε ο διαβόητος διοικητής του ΑΕΤΟ (Α’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), ο Βασιλόπουλος. «Πώς βλέπετε τα πράγματα κύριε διοικητά;», τον ρώτησε ένας από τους αξιωματικούς τους. Τις κοίταξε με το έμπειρο μάτι του… «Το πολύ υπόθεσις δέκα ημερών. Δε θα μας κουράσουν περισσότερο», απάντησε, ζυγίζοντας την αντοχή τους. Θα έπεφτε όμως πολύ έξω…
Τα βασανιστήρια δεν άρχισαν από την πρώτη μέρα. Πρώτα ήρθαν τα καψόνια. Τις διέταξαν να πάρουν μωρά και συμπράγκαλα στα χέρια και να κατευθυνθούν στις σκηνές τους. Μόλις εγκαταστάθηκαν τις διέταξαν να τα ξαναμαζέψουν και να μεταφερθούν αλλού. Ο ψυχολογικός πόλεμος συνοδευόταν από την υπόκρουση των μεγαφώνων που τiς προέτρεπαν «να σπάσουν τις αλυσίδες του κομμουνισμού». «Ως πότε θα γυρίζετε στα ξερονήσια; Οι αρχηγοί σας εξοντώθηκαν. Τι περιμένετε; Ζητήστε τη συγγνώμη της πατρίδας!». Το νησί βούιζε παράξενα κι απειλητικά.
Οι άντρες από την άλλη πλευρά των συρματοπλεγμάτων – άπλυτοι, αξύριστοι, με ρούχα ξεσκισμένα – τις κοίταζαν να περνάνε. Μάνα, αδελφή, Μαρία… πρόλαβαν να φωνάξουν όταν είδαν τις αγαπημένες τους, πριν οι αλφαμίτες χυμήξουν πάνω τους για να τους διαλύσουν υπό την απειλή των περίστροφων.
Τρεις μέρες αγωνίας
Η 30η Ιανουαρίου του 1950 είναι η μέρα που οι γυναίκες που πέρασαν από το ξερονήσι της Μακρονήσου δεν την ξέχασαν ποτέ.
Ήδη από τις 28 Οκτωβρίου οι «αναμορφωτές» της Μακρονήσου άρχισαν να πραγματοποιούν «φιλικές» επισκέψεις στις σκηνές των γυναικών προειδοποιώντας ότι δεν θα υπάρξει έλεος. Όταν μία από τις γυναίκες όρθωσε το ανάστημα της και είπε σε έναν αξιωματικό: «Τι θα μας κάνετε; Θα μας σκοτώσετε; Ε, λοιπόν προτιμούμε να πεθάνουμε!», η απάντηση δεν είχε εξήγηση… «Δεν είναι στο χέρι σας να πεθάνετε. Να σας σκοτώσουμε και να σας κάνουμε ήρωες; Αν ήταν έτσι η Μακρόνησος θα είχε βγάλει πολλούς ήρωες. Βγάζει όμως μόνο σκουλήκια».
Ύστερα τις συγκέντρωσαν στο υπαίθριο θέατρο. «Έχετε 3 μέρες προθεσμία. Μετά δεν θα υπάρξει οίκτος για εσάς. Κανένας ανθρωπισμός, καμία επιείκεια. Ο νόμος που κυβερνά τη Μακρόνησο είναι ένας: Όποιος δεν μετανοεί πεθαίνει!». Αυτά ήταν ακριβώς τα λόγια που άκουσαν και που τα έχει καταγράψει η Αφροδίτη Μαυροειδή – Παντελέσκου στο τετράδιο της.
Η επόμενη μέρα ήταν χειρότερη. Γνωρίζοντας καλά τους όρους του ψυχολογικού πολέμου, η 29η Οκτωβρίου ορίστηκε ως ημέρα επισκεπτηρίου. Οι «αναμορφωμένοι», με τα ίχνη των βασανιστηρίων στο κορμί και στο βλέμμα τους επισκέφθηκαν τις γυναίκες. Οι μαρτυρίες φρικιαστικές.
Μερικές από αυτές τις κατέγραψε η Άφρω:
«Με ραντίσανε με πετρέλαιο και μου βάλανε φωτιά. Καιγόμουν σαν λαμπάδα. Δεν άντεξα πολλή ώρα. Υστερα από μέρες ξύπνησα στο νοσοκομείο. Έμαθα ότι είχα υπογράψει».
«Με βάλανε κι άνοιξα έναν λάκκο στη γη. Με χώσανε μέσα και έθαψαν όλο μου το κορμί. Έξω άφησαν μόνο το κεφάλι μου και το δεξί μου χέρι. Μου έδωσαν μια πένα κι ένα χαρτί. Αν θες υπόγραψε και θα σε ξεθάψουμε μου είπαν. Μετά από κάποια ώρα μου ήρθε η τρέλα. Άκουγα στα αυτιά μου τους ξυλοδαρμούς. Δεν άντεξα…»
«Με δέσανε από τα πόδια και με κρεμάσανε από έναν βράχο με το κεφάλι προς τη θάλασσα. Ερχόταν το κύμα και με έπνιγε. Με ρώταγαν αν υπογράφω και τους έλεγα όχι. Το βασανιστήριο συνεχιζόταν ξανά και ξανά. Με κατέβασαν κι όπως ήμουν βρεγμένος άρχισαν να με χτυπάνε με έναν συρμάτινο βούρδουλα. Τους παρακάλεσα να με σκοτώσουν αλλά με πήγαν στο νοσοκομείο. Όλο μου το κορμί είχε γίνει μια πληγή από τα αναμμένα τσιγάρα και τα καυτά σίδερα. Δεν άντεχα. Τότε συγκέντρωσα όση δύναμη είχα, σήκωσα το χέρι μου, το έφερα κοντά στο στόμα μου κι άρχισα να τραβώ απεγνωσμένα τις φλέβες με τα δόντια μου. Το αίμα όρμησε έξω… Συνήλθα πολλές μέρες αργότερα και είχα υπογράψει…».
Ελάχιστες ήταν αυτές που δεν μπόρεσαν να το αντέξουν… Υπέγραψαν… Έφυγαν… Οι περισσότερες όμως έμειναν πίσω για να ζήσουν την επόμενη μέρα. Τη μέρα που χτύπησαν τις γυναίκες.
Το τελευταίο χαρτί
Πρωί της 30ης Οκτωβρίου. Οι διοικητές καλούν τις γυναίκες να συγκεντρωθούν και πάλι στο θέατρο και παίζουν το τελευταίο τους χαρτί. Μετά τις απειλές για το τι έπεται διατάζουν όσες έχουν υπογράψει να πάρουν τα παιδιά των «αμετανόητων» κομμουνιστριών. «Φέρτε εδώ τα παιδιά Βουλγάρες» φώναζαν οι Αλφαμίτες δίνοντας μάχη για να τα πάρουν από τα χέρι τους. «Τα παιδιά ανήκουν στην Ελλάδα». Όπως περιγράφει η Αφροδίτη Μαυροειδή – Παντελέσκου, οι μανάδες έμειναν όρθιες να βλέπουν τα μωρά τους να σπαράζουν από το κλάμα, ώσπου χάθηκαν από τα μάτια τους.
Πάνω από το πλήθος φτερούγισε ο κίνδυνος του θανάτου. «Δεν φοβόμασταν τον θάνατο. Αν μας έλεγαν ότι θα μας σκότωναν εκείνη την ώρα, θα ανασαίναμε με ανακούφιση. Σαν αστραπή μια σκέψη παρήγορη κυριάρχησε στο νους μας. Είναι ευτύχημα ότι είμαστε εξαντλημένες από τις αγγαρείες και δεν θα υποφέρουμε για πολλή ώρα. Θα τελειώσουμε γρήγορα, στο πρώτο ξυλοκόπημα», θα γράψει η νεαρή ρεπόρτερ της Μακρονήσου.
Απόψε χτυπάνε τις γυναίκες
Τα πρώτα προειδοποιητικά βασανιστήρια άρχισαν το πρωί. Μία τις χτυπούσαν, μία τις τάιζαν με ευγένεια και πάλι από την αρχή. Και ύστερα έπεσε η νύχτα…
Το βράδυ εκείνο που αποφάσισαν να χτυπήσουν τις γυναίκες, όλες οι σκηνές των φαντάρων, όλοι οι κλωβοί των ιδιωτών, ακόμη κι οι χαράδρες, όλα είχαν βουβαθεί παντελώς. Επικρατούσε μια νεκρική σιγή. Τη νύχτα εκείνη η σκέψη του καθενός πετούσε στις γυναίκες. Ο πατέρας σκεφτόταν την κόρη του, ο γιος τη μάνα του, ο αδελφός την αδελφή του, ο άντρας τη γυναίκα του… Το βράδυ εκείνο της 30ης Ιανουαρίου του 1950 μία μόνο σκέψη κυριαρχούσε στη Μακρόνησο: «ΑΠΟΨΕ ΧΤΥΠΑΝΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ».
Οι πρωτεργάτες αυτής της βίας και του εγκλήματος δε σεβάστηκαν ούτε τις ηλικιωμένες, ούτε τις άρρωστες, ούτε τις βασανισμένες…
«Οι Αλφαμίτες μας διέταξαν να μην ξαπλώσουμε. Ορμούσαν μέσα στις σκηνές με αναμμένους φακούς. Αυτό το φως μας τρόμαζε περισσότερο κι από το σκοτάδι», περιγράφει η Άφρω. «Άρχισε το μαστίγωμα. Ο ένας βούρδουλας σηκωνόταν κι ο άλλος έπεφτε. Γροθιές, κλωτσιές, μαστιγώματα έρχονταν απανωτά. Νιώθαμε τα μάγουλα μας να καίνε σαν να είχαμε πυρετό».
Και ύστερα άρχισαν οι απαγωγές. Από τα βράχια τις θάλασσας έφταναν ως τις σκηνές κραυγές απελπισίας. «Παρακαλούσαμε να φύγει αυτή η φρικτή νύχτα του τρόμου. Μα η αυγή δεν βιαζόταν να έρθει», γράφει.
Κάποια στιγμή τη νύχτα έσκισε το ουρλιαχτό ενός παιδιού. Η φωνή του είχε έναν τόνο τραγικό. «Ποιον να αποκηρύξω μωρέ; Το αίμα του αδελφού μου; Ναι, 17 χρονών είμαι. Τι θέλετε από εμένα φασίστες; Χτυπάτε! Χτυπάτε! Χτυπάτε! Σκυλιά, φασίστες, χτυπήστε με κι άλλο!», ακούστηκε να λέει. «Σε λίγα λεπτά δυο Αλφαμίτες μας τη φέρανε οριζόντια μέσα στη σκηνή τη 17χρονη Βαγγελίτσα. Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα και γυάλιζαν. Τα δόντια της σφιγμένα. Το κορμί της μελανό. Οι Αλφαμίτες φοβισμένοι την απόθεσαν στη γη. Πλησιάσαμε κοντά της. Της μιλήσαμε. Δεν μας γνώριζε. Το βλέμμα της ήταν απλανές. Το κορμί της τιναζόταν από δυνατούς σπασμούς. Τρομάξαμε. Της ζητήσαμε να μας κοιτάξει. Της είπαμε ότι ήταν πια μαζί μας στη σκηνή. Δεν καταλάβαινε τι της λέγαμε», περιγράφει η Αφροδίτη Μαυροειδή – Παντελέσκου στο τετράδιο της. «Η Βαγγελιώ είχε χάσει πια τα λογικά της», συμπληρώνει.
Κι αυτή ήταν μόνο μία από τις εκατοντάδες ιστορίες της πιο φρικτής νύχτας στη Μακρόνησο…
Μία από τις ιστορίες των γυναικών της Μακρονήσου, τις οποίες ο Λουντέμης «προσκύνησε» με τους εξής στίχους:
«Ω, εσύ, γυναίκα, οπτασία λησμονημένη…
Μικρή παιδούλα, μάνα, κόρη αυριανή…
Μέσα στα σπλάχνα σου βογγούνε οι σκοτωμένοι
Και τραγουδούν οι αυριανοί μας ζωντανοί!»