Πεθαίνοντας από την πείνα: Ο κατοχικός λιμός της Αθήνας

Στις 6 Απριλίου 1941 τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα. Μετά από σκληρές μάχες ενός μήνα, κατέλαβαν μια φτωχή περιφερειακή χώρα, έξω από τη γεωγραφική περιοχή που οριζόταν ως ζωτικός χώρος της ναζιστικής Γερμανίας (Lebensraum), με χαμηλό βαθμό βιομηχανικής ανάπτυξης και αναποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό. Αντίθετα με ότι συνέβη στη Γαλλία, το Βέλγιο ή τη Δανία – όπου η βαριά τους βιομηχανία και η καλύτερα οργανωμένη δημόσια διοίκηση οδήγησε σε ομαλότερες διαδικασίες μετάβασης στη ναζιστική «Νέα Τάξη» – στη σχετικά αδιάφορη για τους Γερμανούς Ελλάδα, εφαρμόστηκε μια τακτική οικονομικής λεηλασίας. Ήταν η τακτική που οδήγησε άμεσα στη διάλυση της αδύναμης ελληνικής οικονομίας και στο ξέσπασμα του φονικού λιμού τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής.
Τα προβλήματα στη τροφοδοσία της Αθήνας και τον επισιτισμό παρουσιάστηκαν αμέσως μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας από τα γερμανικά στρατεύματα στις 27 Απριλίου 1941. Η πρωτοφανής επιχείρηση λεηλασίας των διατροφικών και κάθε άλλου είδους αποθεμάτων, στην οποία προχώρησε ο γερμανικός στρατός, οδήγησε στις πρώτες ελλείψεις προϊόντων. 
Αρχικά επιτάχθηκαν όλες οι ποσότητες τροφίμων του ελληνικού στρατού και όσες υπήρχαν σε δημόσιες αποθήκες. Στη συνέχεια καταγράφηκε όλη η ελληνική γεωργική παραγωγή και το μεγαλύτερο τμήμα της στάλθηκε στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, κινητά τυπογραφεία της Βέρμαχτ, τυπώνοντας εκατομμύρια κατοχικά μάρκα (Reichskreditkassen-Scheine), πλημμύρισαν την ελληνική αγορά με χαρτονομίσματα που δεν είχαν κανένα αντίκρισμα. Με αυτά οι Γερμανοί στρατιώτες «αγόραζαν» τα πάντα και τα έστελναν ταχυδρομικώς στις οικογένειές τους στη Γερμανία. Όλες οι σημαντικές ελληνικές επιχειρήσεις επιτάχθηκαν ή «εξαγοράστηκαν» από τους Ναζί. Αυτές πλέον παρήγαγαν μόνο για τον γερμανικό στρατό, στερώντας από τον ελληνικό λαό σημαντικά αγαθά για την επιβίωσή του.   
Η επίταξη μέσων μεταφοράς και καυσίμων από τις δυνάμεις κατοχής, οι ζημιές που προκλήθηκαν στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο από τον πόλεμο, ο διοικητικός κατακερματισμός της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής (γερμανική, ιταλική και βουλγαρική), απέκοψαν τα αστικά κέντρα από την αγροτική ενδοχώρα, στερώντας τους την κύρια πηγή τροφοδοσίας.
Την επισιτιστική κατάσταση επιβάρυνε ο θαλάσσιος αποκλεισμός της ηπειρωτικής Ευρώπης από το βρετανικό πολεμικό ναυτικό, γεγονός που στερούσε από τους λιμοκτονούντες κατοίκους τη δυνατότητα εισαγωγής τροφίμων από το εξωτερικό. Η χαριστική βολή δόθηκε στην ελληνική οικονομία από τα τεράστια έξοδα κατοχής με τα οποία οι Ναζί επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό. Την περίοδο 1941-1942 η Ελλάδα κατέβαλε, ως έξοδα κατοχής, ποσά που αντιστοιχούσαν στο 113,7% του ετήσιου εθνικού εισοδήματος. Την ίδια περίοδο, πλουσιότερες χώρες, επιβαρύνθηκαν με πολύ μικρότερα ποσά. Η Νορβηγία κατέβαλλε το 69% του ετήσιου εθνικού της εισοδήματος, ενώ το Βέλγιο και η Ολλανδία το 24% και 18% αντίστοιχα. 
Η συνεχής κοπή νέου χρήματος, για να μπορέσει η χώρα να πληρώσει τα έξοδα κατοχής, εκτόξευσε τον πληθωρισμό σε αδιανόητα ύψη. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ο μισθός των εργαζομένων δεν μπορούσε πλέον να καλύψει ούτε τις βασικές διατροφικές τους ανάγκες. Στις 13 Ιανουαρίου 1942, ο δημόσιος υπάλληλος Γεράσιμος Λουκάτος, κατέβηκε στην αγορά για να βρει λάδι. Τελικά γύρισε σπίτι του με άδεια χέρια. Έπρεπε να δαπανήσει το ένα τρίτο του μηνιαίου μισθού του (6.500 δρχ) για να αγοράσει ένα κιλό λάδι.
Οι Ναζί δεν έκαναν τίποτα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, γιατί η διάλυση της ελληνικής οικονομίας εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τις επιδιώξεις τους. Μέσα από την εδραίωση της μαύρης αγοράς Γερμανοί και Ιταλοί αποκόμιζαν σημαντικά οικονομικά οφέλη για τις οικογένειες και τις επιχειρήσεις τους. Διοχετεύοντας στις χώρες τους τα κέρδη από την πώληση τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, στις υπέρογκες τιμές της μαύρης αγοράς, εφάρμοσαν ένα ακόμη τρόπο απόσπασης πλούτου από την ελληνική κοινωνία.
Η οικονομική λεηλασία της χώρας είχε και μια άλλη, εξαιρετικά αρνητική συνέπεια. Το καθεστώς παρανομίας που επέβαλαν οι Ναζί, δημιούργησε ευκαιρίες πλουτισμού για ένα σημαντικό αριθμό αδίστακτων κερδοσκόπων. Η στενή συνεργασία Ελλήνων μαυραγοριτών και Ναζί στην καταλήστευση του ελληνικού λαού, προκάλεσε τον πρωτόγνωρο σε ένταση διχασμό, ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν και αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Οι συνέπειες του διχασμού αυτού έγιναν ορατές τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, όταν πλέον οι συνεργάτες των Ναζί, για να διατηρήσουν τα κέρδη τους, προχώρησαν από την οικονομική και στην ένοπλη συνεργασία.
Για να γίνει κατανοητή η κλίμακα του φαινομένου, αρκεί η αναφορά μόνο σε έναν από τους πολλούς τρόπους απόσπασης πλούτου μέσω της μαύρης αγοράς. Αναφέρομαι στην πώληση ακινήτων. Με τα εισοδήματά τους να χάνουν καθημερινά αξία, οι Αθηναίοι προχώρησαν σε μαζικές πωλήσεις ακινήτων με στόχο την ανεύρεση χρημάτων που θα τους επέτρεπαν να αγοράσουν τρόφιμα στις εξοντωτικές τιμές της μαύρης αγοράς. Σύμφωνα με τα πρακτικά μεταπολεμικών δικών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής άλλαξαν χέρια περίπου 350.000 ακίνητα τα οποία αγοράστηκαν από 60.000 άτομα με αντίτιμο, κατά μέσο όρο, το 7% της προπολεμικής τους αξίας.
Η επιβολή της μαύρης αγοράς βύθισε τους Έλληνες σ’ ένα καθεστώς παρανομίας. Κάθε μέρα που περνούσε όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμπλέκονταν σε παράνομα δίκτυα κλοπής και απάτης, με στόχο την επιβίωση ή τον πλουτισμό. Ήταν η διαδικασία που διέλυε κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης.
Αυτή η απότομη βιολογική, ψυχολογική και ηθική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, υπονόμευε κάθε προσπάθεια Αντίστασης. Τον Φεβρουάριο του 1942 ο Γιόζεφ Γκαίμπελς έγραφε στο ημερολόγιό του ότι «οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα τους έχει χτυπήσει τόσο σκληρά, σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις». Σε αυτή τη διάσταση εντοπίζεται και το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ελληνικής Αντίστασης και κυρίως του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Μέσα σε μόλις ένα χρόνο, το διαλυμένο από τις διώξεις της προπολεμικής δικτατορίας, Κομμουνιστικό Κόμμα, κατάφερε να αναστρέψει την κατάσταση. Πολεμώντας μέσα σε μια διαλυμένη κοινωνία, πέτυχε την ψυχολογική και ηθική ανασύνταξη του ελληνικού λαού και στη συνέχεια την αντεπίθεσή του σ’ ένα αιματηρό αγώνα ενάντια στο ναζισμό και το φασισμό.  
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τον χειμώνα του 1941, ξέσπασε ο λιμός της Αθήνας. Ο λιμός δημιούργησε μια εφιαλτική καθημερινότητα. Όσοι Αθηναίοι είχαν τη δύναμη να κυκλοφορούν στους δρόμους, έβλεπαν απίστευτες εικόνες. Παιδιά που έτρωγαν τους εμετούς γερμανών στρατιωτών έξω από εστιατόρια, εξαντλημένους ανθρώπους να μαλώνουν ψάχνοντας στα σκουπίδια, οικογένειες που έκρυβαν τους νεκρούς για να μην αναγκαστούν να καταθέσουν στις αρχές το δελτίο σίτισης του θανόντα. Όμως η χειρότερη εικόνα ήταν αυτή των χιλιάδων νεκρών που έμεναν για ώρες στους δρόμους της πόλης γιατί δεν προλάβαιναν οι υπηρεσίες του Δήμου να τους περισυλλέξουν έγκαιρα. Στην κορύφωση του λιμού, τον Ιανουάριο του 1942, πέθαιναν περίπου 600 άτομα καθημερινά από την πείνα.
Τον Οκτώβριο του 1941, έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά, το τουρκικό πλοίο «Κουρτουλούς», μεταφέροντας επισιτιστική βοήθεια του Διεθνή Ερυθρού Σταυρού. Μαζί ταξίδευσε και ο ανταποκριτής της τουρκικής εφημερίδας Vatan, ο οποίος επιστρέφοντας στην Τουρκία έγραψε:
«Ότι είδα στην Ελλάδα είναι εκατό φορές χειρότερα απ’ όσα έχουν γραφτεί για την άθλια κατάσταση εκεί. Μου φάνηκε πως έμπαινα στην Κόλαση. Κουβέντιασα με κάποιον που τα ρούχα του κρέμονταν πάνω του, είχε χάσει το μισό του βάρος. […] Όταν το πλήρωμα του πλοίου βγήκε στη στεριά, το περικύκλωσαν εκατοντάδες άνθρωποι που φώναζαν: ¨Δώστε μας τουλάχιστον ένα ψίχουλο ψωμί, πεθαίνουμε από την πείνα¨. Οι Γερμανοί φρουροί διέλυσαν το πλήθος. Περπατώντας μέσα στην πόλη είχαμε κυριευθεί από φρίκη. Οι άνθρωποι που συναντούσαμε έμοιαζαν με σκελετούς».
Μέσα σε έξι μήνες, από το Νοέμβριο του 1941 μέχρι τον Απρίλιο του 1942, πέθαναν από την πείνα 45.000 άνθρωποι στην Αθήνα και δεκάδες άλλες χιλιάδες στην υπόλοιπη χώρα, στο χειρότερο λιμό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. ΦΩΤΟ Νο 6-7-8 Την ίδια περίοδο, Γερμανοί και Ιταλοί, από κοινού με τους Έλληνες συνεργάτες τους, διασκέδαζαν σε πολυτελή κέντρα και εστιατόρια της Αθήνας. Ήταν αυτό που οι Αθηναίοι της εποχής ονόμασαν «δείγματα γερμανικού πολιτισμού». 
Τον Νοέμβριο του 1941, με την κατάσταση να έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, σημειώθηκε η πρώτη αντίδραση των γερμανικών αρχών. Η αιτία δεν ήταν βέβαια ο ανθρωπισμός των Ναζί, αλλά η μείωση της αποδοτικότητας των Ελλήνων εργατών, λόγω του υποσιτισμού τους. Ο ειδικός πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα, Γκίντερ Άλτενμπουργκ, ζήτησε, με κατεπείγον τηλεγράφημά του προς το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, την αναστολή της εξαγωγής ελληνικών γεωργικών προϊόντων στη Γερμανία, επισημαίνοντας ότι:  
«Αν δεν δοθεί στον ελληνικό πληθυσμό μια ελάχιστη ποσότητα από τα προαναφερθέντα τρόφιμα, θα σταματήσουν εδώ συντομότατα όλα τα  εργαζόμενα για το αμυντικό οικονομικό συμφέρον μας εργοστάσια, συνεργεία επισκευής αεροπλάνων μετώπου, ναυπηγεία και άλλα. Ήδη τώρα σημειώνονται σ’ αυτά τα εργοστάσια μειώσεις εργασιακής απόδοσης κατά 30-60%. Γι’ αυτό είναι και προς το συμφέρον μας να απαγορευτεί μέχρι νεοτέρας διαταγής η εξαγωγή τροφίμων».
Όμως ακόμη και αυτή η έκκληση έπεσε στο κενό. Όταν τον Απρίλιο του 1942, ο Άλτενμπουργκ, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλία, συναντήθηκε με τον Ιταλό ομόλογό του στη Ρώμη προς αναζήτηση μιας λύσης, οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην αποστολή 20.000 τόνων σιταριού από τη Γερμανία στην Αθήνα. Τρεις μέρες μετά το γερμανικό επιτελείο στο Βερολίνο, ακύρωσε τη συμφωνία, αρνούμενο να την υλοποιήσει. Σύμφωνα με τα λόγια του Γραμματέα του Ιταλού αντιπροσώπου στην Ελλάδα De Strobel, «πολύ απλά [οι Γερμανοί επιτελείς] δεν ενδιαφέρονται για το πόσοι Έλληνες θα πεθάνουν από την πείνα».
Αυτή η άρνηση πιθανότατα συνδέονταν με μια νέα προοπτική που εμφανίστηκε για τις γερμανικές αρχές κατοχής στην Ελλάδα. Τις ημέρες που ο Άλτενμπουργκ αναζητούσε λύση στη Ρώμη, στην Αθήνα άρχισε να οργανώνεται το ναζιστικό σχέδιο «αξιοποίησης» του ελληνικού εργατικού δυναμικού. Απέναντι στον τρόμο του λιμού, οι Ναζί, σε στενή συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση δοσιλόγων, «πρόσφεραν» στον ελληνικό λαό την «ευκαιρία» να γλυτώσει το θάνατο μεταναστεύοντας στη Γερμανία προς εργασία. Μάλλον δεν ήταν τυχαία η ημέρα γνωστοποίησης του σχεδίου. Την Πρωτομαγιά του 1942, δημοσιεύθηκε σε όλες τις ελεγχόμενες από το καθεστώς εφημερίδες ανακοίνωση του ελληνικού Υπουργείου Εργασίας, με την οποία καλούσε τους Έλληνες εργάτες να δηλώσουν συμμετοχή για την αποστολή τους στη Γερμανία:
«Παρουσιάζεται μοναδική ευκαιρία εις τους Έλληνας εργάτας και εργάτριας να μεταβούν εις Γερμανίαν και αναλάβουν εργασίαν. […] Οι όροι εργασίας και διαμονής θα είνε οι αυτοί όπως και των συναδέλφων των Γερμανών. […] Ο Έλλην εργάτης δύναται ν’ αποστείλη εις την οικογένειάν του […] μέχρι 100 μάρκων μηνιαίως. […] Γίνονται δεκτοί εργάται και εργάτριαι ηλικίας 18 μέχρι 45 ετών».
Ακόμη και όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές οι άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των Ελλήνων εργατών στη Γερμανία και οι θάνατοι από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, το ελληνικό Υπουργείο Εργασίας συνέχισε την προπαγάνδα του, προς εξυπηρέτηση των ναζιστικών στόχων. Με συνεχείς ανακοινώσεις του διαβεβαίωνε ότι οι Έλληνες εργάζονται σε εργοστάσια που δεν απειλούνται από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, επισημαίνοντας ότι, «Όσον αφορά τους περαιτέρω ισχυρισμούς, ότι δηλαδή οι εργάται κακοπερνούν, […] πρέπει να τονισθή, ότι πρόκειται περί καθαρού ψεύδους». Η εκμετάλλευση του εξαθλιωμένου εργατικού δυναμικού της χώρας ήταν ο κύριος λόγος που οδήγησε στην εκτέλεση του δοσίλογου Υπουργού Εργασίας Νικόλαου Καλύβα από την αντιστασιακή οργάνωση του ΕΑΜ στις 27 Ιανουαρίου 1944 στο κέντρο της Αθήνας.
Ο κίνδυνος να επαναληφθεί ο λιμός τον επόμενο χειμώνα του 1942-43, αποφεύχθηκε χάρη σε μια τεράστια επιχείρηση, μοναδική στα χρόνια του πολέμου. Μετά από αφόρητες πιέσεις, οι Βρετανοί δέχτηκαν να άρουν τον ναυτικό αποκλεισμό της Ευρώπης μόνο για την περίπτωση της Ελλάδας. Με συντονισμένες ενέργειες άρχισαν να καταφθάνουν στο λιμάνι του Πειραιά, σουηδικά πλοία φορτωμένα με καναδικό σιτάρι, υπό την εποπτεία του ελβετικού γραφείου του Διεθνή Ερυθρού Σταυρού. Ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησαν στην εξέλιξη αυτή, είχε να κάνει με τη δράση μιας μικρής ομάδας Ελλήνων Αστυνομικών. Με κίνδυνο της ζωής τους, οι άνθρωποι αυτοί φωτογράφισαν σκελετωμένα παιδιά στα νοσοκομεία της Αθήνας. ΦΩΤΟ Νο 10-11 Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας διπλωματικούς σάκους, έστειλαν τις φωτογραφίες στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα και τελικά στην ελληνική εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο. Εκεί τυπώθηκε σχετικό λεύκωμα, το οποίο κυκλοφόρησε σε Βρετανία και ΗΠΑ. Το σοκ που προκάλεσαν οι εικόνες αυτές στη βρετανική και αμερικανική κοινή γνώμη, ήταν από τους κύριους λόγους που ανάγκασαν τη βρετανική κυβέρνηση να άρει το ναυτικό αποκλεισμό της χώρας.
Από τα τέλη του 1942 και μετά, αν και συνέχισαν να υπάρχουν νεκροί από την πείνα μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας στα τέλη του 1944, η πείνα δεν ήταν η πρώτη αιτία θανάτου στη χώρα. Τα δύο τελευταία χρόνια της Κατοχής η ναζιστική κτηνωδία βρήκε νέους τρόπους έκφρασης. Οι ομαδικές εκτελέσεις αντιστασιακών και αμάχων, η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων, η αποστολή χιλιάδων Ελλήνων στη Γερμανία προς καταναγκαστική εργασία, οι πυρπολήσεις χωριών, τα μπλόκα στις συνοικίες, ήταν το τίμημα που πλήρωσε η χώρα επιλέγοντας την Αντίσταση και όχι τη συνεργασία με τους Ναζί.
* Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδης στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο για τα 75 χρόνια από τον λιμό της Αθήνας που διοργάνωσε και παρουσίασε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου. Το ερευνητικό έργο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη εστιάζεται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στην περίοδο της Κατοχής. Στο πλαίσιο της ίδιας εκδήλωσης προβλήθηκε το παρακάτω βίντεο το οποίο παραχώρησε η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας:
https://www.youtube.com/watch?v=zGmecC5V-WYrn

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.