Σχέδιο «Μανχάτταν»: Μέρος 2ο

Η επιστήμη πάντοτε κάνει λάθη. Ποτέ δεν έλυσε ένα πρόβλημα, χωρίς να θέσει ένα άλλο.

(Μπέρναρ Σω)

Το 1ο Μέρος

Το 3ο Μέρος 5/12/2023 (16:00)

Σήμερα δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος στο οποίο επιχειρείται μία σύντομη επισκόπηση των αποτελεσμάτων της θλιβερής κληρονομιάς του «Σχεδίου Μανχάτταν». Ιδιαίτερα επικεντρώνεται στην τύχη των αντιπυρηνικών κινημάτων, στο τρομακτικό αδιέξοδο που δημιουργούν τα πυρηνικά κατάλοιπα, και τέλος, στους ηθικούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς, καθώς επιστήμη και στρατοκρατία εξελίσσουν διαρκώς ένα σχέδιο κυριαρχίας επάνω στον Κόσμο.

Τα αντιπυρηνικά κινήματα τελείωσαν για πάντα…

Νίκος Νικηφορίδης
Γρηγόρης Λαμπράκης

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, στα αμερικανικά Πανεπιστήμια, τα αντιπυρηνικά κινήματα έμοιαζαν να είναι ένας θλιβερός απόηχος των διαδηλώσεων της δεκαετίας του ’60 ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στην Ευρώπη είχε σημάνει κιόλας σιωπητήριο. Στην πατρίδα μας, όμως, η ιστορία των κινημάτων αυτών δεν μπορεί ποτέ να σκεπασθεί με λήθη, γιατί είναι γραμμένη με το αίμα των αγωνιστών Νίκου Νικηφορίδη, που εκτελέσθηκε στις 5 Μαρτίου του 1951, επειδή συγκέντρωνε υπογραφές για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων σύμφωνα με την «Έκκληση της Στοκχόλμης» και σφραγίσθηκε με τη θυσία του ειρηνιστή γιατρού Γρηγόρη Λαμπράκη το Μάιο του 1963. Ο δρόμος, ανεμπόδιστα πλέον, είχε ανοίξει διάπλατα για να δεχθεί τις 70.000 πυρηνικές κεφαλές που κυοφόρησε η μήτρα του «Σχεδίου Μανχάτταν», ενώ το στρατιωτικό χρήμα στα αμερικανικά Πανεπιστήμια εκμαύλιζε συνειδήσεις. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε, πως το 1983, οι ΗΠΑ δαπάνησαν για τη στρατιωτική έρευνα το 61% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού για την αναπτυξιακή έρευνα, έναντι μόνο 3,5% για την καθαρή έρευνα, δηλαδή για την προώθηση της Γνώσης!

Σε ποιο σημείο άραγε βρίσκεται σήμερα η πυρηνική αμφισβήτηση μετά από 75 χρόνια αριστερών διακυβερνήσεων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες; Τι απέγιναν προσωπικότητες – αλλά και συλλογικότητες – που αναρωτιόνταν για τις τεχνικές, επιστημονικές, οικονομικές και πολιτικές ανησυχητικές προοπτικές της μανιώδους ανάπτυξης της πυρηνικής ενέργειας; Αλλά και εκείνοι που το αίτημά τους για αποπυρηνικοποίηση γινόταν δεκτό με την πιο βαθιά περιφρόνηση από τις κυβερνήσεις και ενίοτε τους αντέτασσε τις δυνάμεις ασφαλείας και τάξης; Η διαμαρτυρία τελείωσε. Το στρατιωτικό χρήμα ξέπλυνε συνειδήσεις, ξεχείλισε στα περισσότερα από τα ταμεία των ινστιτούτων και οργανισμών έρευνας και των διαφόρων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Οι ιθύνοντες των αμερικανικών Πανεπιστημίων, προκειμένου να εξασφαλίσουν πιστώσεις από το στρατιωτικό χρήμα, καθησύχαζαν το Πεντάγωνο πως «οι αντιμιλιταριστικές τάσεις ήταν πολύ πιο αδύναμες απ’ ότι στο παρελθόν». Ο

 

πρόεδρος του Πανεπιστημίου Rutgers στη Νέα Υερσέη, δήλωνε στις αρχές του 1981 «πως οι αντίθετοι στη συνεργασία με τους στρατιωτικούς ήταν πολύ λίγοι». Κι από την άλλη πλευρά, ο διευθυντής προγραμμάτων θεμελιώδους έρευνας του Πενταγώνου, δήλωνε την ίδια εποχή πως «τα προβλήματα (Βιετνάμ και αντιπυρηνικά κινήματα) που ξεσήκωσαν τα αμερικανικά Πανεπιστήμια στη δεκαετία του’60 τελείωσαν για πάντα»… Έκτοτε, το 60% του ερευνητικού προϋπολογισμού των περισσότερων Πανεπιστημίων προέρχεται από τους στρατιωτικούς.

Και τα ινστιτούτα για την ειρήνη (UNESCO, SIPRI, κ.α.), οι «επιστημονικοί οίκοι» και τα βραβεία Νόμπελ για την ειρήνη, τι απέγιναν; Παραμένουν για να θυμίζουν, επετειακά κάθε φορά, απλά την ύπαρξή τους. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το τέλος του Σχεδίου Μανχάτταν (1945) μέχρι σήμερα, η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών απένειμε μόνο δύο(!) φορές το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη σε ισάριθμες οργανώσεις (το 1985 στο IPPNW και το 2017 στην ICAN) «σε αναγνώριση της συνεισφοράς τους για τον περιορισμό της παραγωγής και εξάπλωσης του πυρηνικού οπλοστασίου». Με αυτές τις δύο απονομές ήταν αδύνατον, προφανώς,  να αναζωπυρωθεί το «αντιπυρηνικό ζήτημα» (τέως κίνημα) στη διεθνή ατζέντα, αφού το άφησαν στο περιθώριο των γεγονότων για περισσότερα από 70 χρόνια. Εν τω μεταξύ, στα τριάντα περίπου χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο αυτών βραβείων Νόμπελ, οι αποθηκευμένες πυρηνικές κεφαλές σε όλο τον κόσμο, ισοδυναμούν με την καταστρεπτική δύναμη των 5 τόνων της ισχυρότατης εκρηκτικής ύλης TNT για κάθε έναν κάτοικο του δύσμοιρου αυτού πλανήτη, και θα μπορούσαν, σχεδόν, να ανατινάξουν ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα…

Παρ’ όλα αυτά, ήδη από τις αρχές του ’80, είχαν αρχίσει να γεννιούνται όλο και πιο ανησυχητικά ερωτήματα γύρω από τους προσανατολισμούς της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας και τις συνέπειές τους. Η έρευνα δεν είναι αναγκαστικά καλή για όλο τον κόσμο και χρειάζεται να συζητιέται. Έτσι, διατυπώθηκε η έννοια που ονομάζουμε «κοινωνικό αίτημα» και εκφράζει την απαίτηση επαναπροσανατολισμού της έρευνας, καθώς και της εισαγωγής νέων πρωταγωνιστών, που μέχρι τότε αποκλείονταν, από τις διαδικασίες αποφάσεων. Το «κοινωνικό αίτημα» όμως, στοχεύει στην εισαγωγή περισσότερης Δημοκρατίας στις επιστημονικές και τεχνολογικές αποφάσεις. Επομένως, η απαίτηση για Δημοκρατία έπρεπε να υπερπηδήσει πάρα πολλά εμπόδια που ενδεχομένως θα αναζωπύρωναν τα αντιπυρηνικά κινήματα που στρέφονταν ενάντια στο μονοπώλιο της τεχνοκρατίας.

Έτσι, στις 2 Απριλίου του 1982, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν υπέγραφε το εκτελεστικό διάταγμα υπ’ αριθμόν 12.365 που έδινε στις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ εξουσίες χωρίς προηγούμενο για να «χαρακτηρίζουν» (classify) τις έρευνες γύρω από την τεχνολογία, ως μυστικές, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων αποτελεσμάτων της θεμελιώδους επιστημονικής έρευνας. Ο Ναύαρχος Bobby Inman, υποδιευθυντής της CIA, άρπαξε την ευκαιρία προκειμένου ανάλογοι έλεγχοι να επεκταθούν σε πολυάριθμους τομείς της επιστημονικής έρευνας. Πάρα πολλές διαμαρτυρίες ξεσηκώθηκαν μέσα στην επιστημονική κοινότητα ενάντια στις εξουσίες που παραχωρήθηκαν στις υπηρεσίες ασφαλείας. Η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ αντέτεινε ότι:

«Ο περιορισμός του δημόσιου χαρακτήρα της θεμελιώδους έρευνας, θα απαιτούσε να μπουν σε καραντίνα πολλοί εκτεταμένοι τομείς της επιστήμης, κάτι που θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά ανασταλτικό για την επιστημονική και οικονομική πρόοδο γενικά».

Ο William Carey, διευθυντής του εκτελεστικού γραφείου της Αμερικανικής Ένωσης για την Πρόοδο της Επιστήμης (AAAS), χαρακτήρισε «εφιαλτικές» τις ιδέες του Inman. Ωστόσο, το αντιπυρηνικό κίνημα, και άλλα παρεμφερή, τελείωσαν για πάντα… Έτσι λοιπόν, «αντιστάσεως μη ούσης» η πυρηνική επιλογή, ούσα γιγάντια, εξελίχθηκε σε έναν παράγοντα ενδυνάμωσης του γραφειοκρατικού, τεχνοκρατικού και αστυνομικού κράτους. Αποτέλεσμα της εγκληματικής αυτής εκτροπής είναι οι κρίσιμες αποφάσεις και μη αναστρέψιμες επιλογές του στρατιωτικο-βιομηχανικού πλέγματος των πυρηνικών εξοπλισμών, να ξεφύγουν τελείως από τη θέληση των πληθυσμών τους οποίους αφορούν. Έτσι, ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών στην πυρηνική διαμάχη θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως δείκτης της Δημοκρατίας. Το πυρηνικό εργοστάσιο (όπλα ή παραγωγή ενέργειας) είναι πλέον ο τόπος όπου το στρατιωτικο-βιομηχανικο-πολιτικό κατεστημένο νομιμοποιείται από τη συναλλασσόμενη/χρηματιζόμενη επιστήμη και καθιστά τα πυρηνικά σαν την απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου του κράτους πάνω στο δύσμοιρο (άβουλο;) κοινωνικό ον.

Εκτός από το στρατιωτικό χρήμα για την καθυπόταξη κάθε κοινωνικής αντίδρασης ή έστω αμφισβήτησης, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα ινστιτούτα για την ειρήνη, επιστημονικοί οίκοι, πανεπιστημιακά προγράμματα ερευνών, πανεπιστημιακές έδρες για την ειρήνη, βραβεία Νόμπελ κ.α.. Ειδικότερα για το τελευταίο, σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμπελ, έπρεπε να δίνεται «στο πρόσωπο με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην κατάργηση ή τη μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων και στη διεξαγωγή και προώθηση ειρηνικών διαδικασιών».

 Λίζε Μάιτνερ  

Η αμαρτωλή ιστορία του βραβείου Νόμπελ για την ειρήνη είναι γραμμένη κάτω από πολιτικές πιέσεις και σκοπιμότητες. Θύμα μιας τέτοιας περίπτωσης υπήρξε και η αφανής πρωταγωνίστρια της σχάσης του ατόμου, Lise Meitner (1878-1968). Ηγετική μορφή της πυρηνικής φυσικής κατά τη δεκαετία του 1930, παρέμεινε σχεδόν στην αφάνεια, θύμα των ρατσιστικών διωγμών, της τρομοκρατίας και του τυχοδιωκτισμού που επικρατούσαν στη ναζιστική Γερμανία του Μεσοπολέμου. Ούσα Εβραία, παραμερίστηκε από τον συνεργάτη της Otto Hahn. Υπέμενε καθημερινές προσβολές και περιορισμούς, ενώ της είχε απαγορευθεί η είσοδος στους άλλους χώρους του Ινστιτούτου πλην του εργαστηρίου της. Τελικά, υποχρεώθηκε, λόγω των εντεινόμενων διωγμών των Εβραίων, να μεταναστεύσει στη Στοκχόλμη. Το 1943 αρνήθηκε αμερικανική πρόταση να εργασθεί για την κατασκευή της ατομικής βόμβας (Σχέδιο Μανχάτταν). Έτσι, το επόμενο έτος (1944), η επιτροπή Nobel με μία κραυγαλέα μεροληψία επιβράβευσε μόνο τον Hahn με το βραβείο Nobel Χημείας, εκείνος βέβαια «καθαρόαιμος» και καταξιωμένος, ενώ εκείνη Εβραία και σχεδόν άσημη…

Από την 6η Αυγούστου του 1945, ημέρα του πυρηνικού ολοκαυτώματος στη Χιροσίμα, και για τα επόμενα 17 χρόνια, η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών αγνόησε παντελώς τις προσωπικότητες και τα διαρκώς διογκούμενα ειρηνιστικά κινήματα για τα πυρηνικά, απονέμοντας τα βραβεία για την ειρήνη: στο Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο (1946), στους αμερικανικούς Κουακέρους (1947), – το 1948 δεν απονεμήθηκε αν και ήταν υποψήφιος ο Γκάντι -, στον Οργανισμό Τροφίμων και Αγροτικών Προϊόντων (1949), στη συνθήκη ανακωχής Ισραηλινών και Παλαιστινίων (1950), στη Διεθνή Συνομοσπονδία των Ελευθέρων Σωματείων (1951), για την ίδρυση του νοσοκομείου Λαμπέν στη Γκαμπόν (1952), για το σχέδιο Μάρσαλ (1953), στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (1954), – το 1955 και 1956 δεν απονεμήθηκε -, για την αντιμετώπιση της κρίσης στο Σουέζ (1957), στον ηγέτη του Τάγματος των Δομινικανών (1958), στον Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ (1959), στον πρόεδρο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (1960) και στον Νταγκ Χάμερσκελντ, Γενικό γραμματέα του ΟΗΕ (1961).

Λάινους Πόλινγκ

Έπρεπε να περάσουν 17 ολόκληρα χρόνια για να ευαισθητοποιηθεί η επιτροπή των βραβείων Νόμπελ και να απονείμει  το 1962, για πρώτη φορά, στον Λάινους Πόλινγκ – χημικό, βιοχημικό, ακτιβιστή – το βραβείο για την αντι-πυρηνική δράση. Ο Πόλινγκ, ήδη βραβευμένος με το Νόμπελ Χημείας από το 1954, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ηγήθηκε του αντιπυρηνικού διεθνούς κινήματος. Για τη δράση του αυτή διώχθηκε, και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ του αφαίρεσε το διαβατήριο. To 1958 δημοσίευσε το μνημειώδες βιβλίο του «No more War!». Ο Πόλινγκ είχε συμπεριληφθεί σε έναν κατάλογο με τους 20 μεγαλύτερους επιστήμονες όλων των εποχών και ο «πατέρας της μοριακής βιολογίας» και την ίδια χρονιά παρουσίασε στα Ηνωμένα Έθνη ένα υπόμνημα 9.235 υπογραφών επιφανών επιστημόνων για τον τερματισμό των πυρηνικών δοκιμών. Η δημόσια πίεση και κατακραυγή τελικά οδήγησε στη Συνθήκη Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών (Κένεντι-Χρουστσώφ). Ήταν πια αδύνατον να παραμερισθεί η δράση του Πόλινγκ και να επαναληφθεί η ίδια ιστορία ντροπής που επιφύλαξε η Σουηδική Ακαδημία στον Γκάντι, τη μεγαλύτερη φυσιογνωμία του παγκόσμιου ειρηνιστικού και αντι-αποικιοκρατικού κινήματος.

Και τα πυρηνικά κατάλοιπα τι θα τα κάνουμε;

Η πυρηνική βιομηχανία παράγει ραδιενεργά απόβλητα που παρουσιάζονται είτε υπό μορφή εκκρίσεων, είτε με τη μορφή στερεών αποβλήτων. Η ραδιενέργεια οφείλεται στην αυθόρμητη διάσπαση ασταθών ατομικών πυρήνων, και συνίσταται από διάφορους τύπους ενεργειακών ακτινοβολιών. Όλες αυτές οι ακτινοβολίες είναι βλαπτικές και ιδιαίτερα για τα κύτταρα των ανθρώπων, τα οποία μπορούν να τραυματισθούν ή να πεθάνουν. Η ακτινοβολία άλφα είναι η πιο καταστρεπτική από όλες. Σε ίση δόση εκτιμάται ότι είναι 20 φορές πιο επικίνδυνη από την ακτινοβολία βήτα ή γάμα. Ένας άλλος παράγων ραδιενεργού κινδύνου των πυρηνικών αποβλήτων είναι η δραστικότητά τους, δηλαδή ο αριθμός των ατομικών διασπάσεων ανά δευτερόλεπτο, που μετρείται σε curie (Ci): 1 curie αντιστοιχεί σε 37 δισεκατομμύρια διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο. Ένα τρίτο στοιχείο για την εκτίμηση της επικινδυνότητας των πυρηνικών αποβλήτων είναι ο χρόνος ημιζωής, δηλαδή ο χρόνος στο τέλος του οποίου η ραδιενέργεια έχει μειωθεί στο μισό. Το πλουτώνιο-239 έχει χρόνο ημιζωής 24.000 χρόνια, το ράδιο 1.600 χρόνια, το ποσειδώνιο-237 τα 2.000.000 χρόνια!

Οι ραδιενεργές εκκρίσεις (αέρια, υγρά, σταγονίδια, σκόνες) στα πυρηνικά εργοστάσια καταφέρνουν πάντοτε να διαφύγουν και να διαδοθούν έξω από τους αντιδραστήρες, παρά τα πολλαπλά εμπόδια ασφαλείας. Παρόλα όμως τα μέτρα ασφαλείας η κάθαρση των πυρηνικών εκκρίσεων δεν είναι ποτέ πλήρης. Οι πυρηνικές εγκαταστάσεις απορρίπτουν πάντοτε στο περιβάλλον τοξικά ραδιενεργά προϊόντα. Έτσι, αυτά ξαναβρίσκονται – λόγω του τεράστιου χρόνου ημιζωής τους – μέσα στο βιολογικό κύκλο ζωής του ανθρώπου και των λοιπών έμβιων όντων του πλανήτη, δηλαδή στην ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, τους ζωντανούς οργανισμούς του θαλάσσιου ή επίγειου περιβάλλοντος και τελικά μέσα στις τροφές που καταναλώνονται από τον ανθρώπινο και ζωικό πληθυσμό.

Τα ανθρώπινα και ζωικά κύτταρα που εκτίθενται στις ραδιενεργές ακτινοβολίες μπορούν ακόμα, αντί να πεθάνουν, να δουν τη γενετική τους κληρονομικότητα να μετασχηματίζεται, μέσα σε τέσσερα έως είκοσι χρόνια υπολανθάνουσας κατάστασης, σε καρκινικούς όγκους ή ακόμα και τερατογενέσεις, εφόσον ακτινοβολήθηκαν αναπαραγωγικά κύτταρα. Τα πυρηνικά απόβλητα σήμερα συνιστούν μία θανάσιμη απειλή. Καμία μέθοδος για την ασφαλή αποθήκευση δεν έχει βρεθεί ακόμα. Η μέθοδος του ενταφιασμού των αποβλήτων είναι εντελώς πρόχειρη και επικίνδυνη. Οι γεωλογικές δυνάμεις, στο πέρασμα του χρόνου, μπορούν να αλλάξουν ριζικά τη μορφή της Γης σε τόσο μεγάλες χρονικές περιόδους ενταφιασμού. Οι γεωλογικές ανακατατάξεις, οι σεισμοί, τα ηφαίστεια, η εμφάνιση τεκτονικών ρηγμάτων και άλλες φυσικές δυνάμεις μπορούν να ανασχηματίσουν το φυσικό τοπίο σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα.

Διάφορες άλλες μέθοδοι που ερευνούν οι επιστήμονες προς άλλες κατευθύνσεις, μόνο το δραματικό αδιέξοδο που έχουν περιέλθει καταδεικνύει, όπως π.χ. η υποθαλάσσια απόρριψη στα βάθη των ωκεανών. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή εκτός από ατελέσφορη είναι και εξαιρετικά επικίνδυνη. Αν τα απόβλητα διαφύγουν από τα ιζηματογενή στρώματα των ωκεανών θα μπορούσαν να μεταφερθούν χιλιάδες μίλια μακριά. Η απόρριψη μέσα σε στρώματα πάγου με την έντονη κλιματική αλλαγή λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου έχει εγκαταλειφθεί πριν ακόμα αρχίσει να συζητιέται σοβαρά. Άλλες μέθοδοι, όπως η τήξη βράχου, ο διαχωρισμός και μεταστοιχείωση και τέλος, η απόρριψη στο διάστημα, μόνο το βαθμό του αδιεξόδου και του πανικού υποδηλώνουν.

Η Allice Stewart, μία μοναχική σταυροφόρος ενάντια στις τρομερές επιπτώσεις της ακτινοβολίας στον άνθρωπο, επιμένει ότι οι λεγόμενες χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας προκαλούν καρκίνο, ακόμα και εντός των αποδεκτών ορίων ασφάλειας!

Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε, ωστόσο, πως οι δοκιμές βομβών – αρχικά ατομικών και ύστερα υδρογόνου – σκόρπισαν από το 1945 (Σχέδιο Μανχάτταν) ραδιενεργά απόβλητα στην ατμόσφαιρα που συνεισέφεραν στο να αυξηθεί η ραδιενέργεια στην επιφάνεια του πλανήτη και στην οποία είμαστε καθημερινά εκτεθειμένοι. Τα κατάλοιπα όλων των δοκιμών πυρηνικών όπλων από την εποχή του Σχεδίου Μανχάτταν συνεισφέρουν σήμερα κατά 2% περίπου στη μέση ετήσια ραδιοακτινοβολία που δέχονται οι άνθρωποι! Το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο υπολογισμός έγινε με βάση τις επίσημες παραδοχές των κρατών με πυρηνικά όπλα…

Πριν λίγους μήνες, Νορβηγοί επιστήμονες μελετώντας το κουφάρι του πυρηνικού υποβρυχίου Κ-278 Komsomolets, το οποίο βυθίστηκε στη θάλασσα της Νορβηγίας το 1989, διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα ραδιενέργειας, στο σημείο που βρίσκεται το βυθισμένο υποβρύχιο, υπερβαίνουν κατά 100.000 φορές το επιτρεπόμενο όριο! Οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια των ερευνών είδαν ότι από το θάλαμο εξαερισμού, κατά καιρούς, επί 30 χρόνια, αναδύεται ένα νέφος σκόνης που σχετίζεται με τον πυρηνικό αντιδραστήρα του βυθισμένου υποβρυχίου και προκαλείται από τα υπόγεια ρεύματα του βυθού.

Εβδομήντα και πλέον χρόνια από την έκρηξη της πρώτης ατομικής βόμβας, τα ραδιενεργά κατάλοιπα εξακολουθούν να είναι μια θανάσιμη απειλή για την ανθρωπότητα, θλιβερή κληρονομιά που ποτέ δεν θα μπορέσουν να αποποιηθούν οι επερχόμενες γενιές… «Και η γη εμολύνθη υποκάτω των κατοίκων αυτής · διότι παρέβησαν τους νόμους, ήλλαξαν το διάταγμα, ηθέτησαν διαθήκην αιώνιον» (Ησαΐας 24:1-12).

Φιλοσοφικά και ηθικά ζητήματα

Pierre Thuillier

Αμέσως μετά το «Σχέδιο Μανχάτταν», οι επιστημονικές κοινότητες άρχισαν να αμφιβάλλουν για την «ουδετερότητα» της επιστήμης. Πολλοί είναι εκείνοι που απαντούν ότι η επιστήμη «αφ’ εαυτής», δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή. Σαν σχέδιο κηδεμονίας του κόσμου, όμως, στο τέλος του 20ου αιώνα η επιστήμη τείνει να επιβληθεί σαν κυρίαρχη γνώση, δηλαδή σαν η «Γνώση» (Pierre Thuillier). Όλα τα άλλα πεδία γνώσης (θρησκεία – ιστορία – φιλοσοφία) τείνουν να αποκλειστούν.

Καθώς όμως επιστήμη και στρατοκρατία εξελίσσουν διαρκώς ένα σχέδιο κυριαρχίας επάνω στον κόσμο, η επιστήμη προωθεί ένα τρόπο σκέψης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι θα βρει ορθολογικές εξηγήσεις σε όλα τα φαινόμενα και σε όλα τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν στην ανθρώπινη επιβίωση. Δηλαδή, τείνει να προωθήσει κοινωνικές σχέσεις που βασίζονται αποκλειστικά σε έναν άκαμπτο ορθολογισμό, αποκλείοντας έτσι κάθε τι που στον εσωτερικό μας κόσμο είναι βαθιά ανθρώπινο: τον προβληματισμό επάνω στην έννοια της ζωής, την αγωνία του θανάτου, το μέλλον της ανθρωπότητας. Η επιστήμη, όμως, που εδραιώνεται ως κυρίαρχος τρόπος σκέψης, κατά τον Marcel Blanc είναι φορέας του απάνθρωπου στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.

Ellen White

Από την άλλη μεριά, η διάσημη Αμερικανίδα συγγραφέας Ellen White1, με την υποδειγματική της ευσέβεια, αποφαίνεται ότι: «Η μελέτη των φυσικών επιστημών πρέπει επίσης να μας φέρει στην επίγνωση του Δημιουργού. Στην ολότητά της, η πραγματική Επιστήμη δεν είναι παρά η ερμηνεία του έργου που επιτελεί το χέρι του Θεού στον υλικό κόσμο. Με την έρευνά της, η Επιστήμη φέρει στην επιφάνεια απλώς καινούργιες αποδείξεις της σοφίας και της δύναμης του Θεού».

Pierre Lévy

Στην αρχή της δεκαετίας του ’80, ο Pierre Lévy, επισήμανε τη σχέση της πυρηνικής τεχνολογίας με τις πολιτικές και κοινωνικές επιλογές, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η πυρηνική τεχνολογία, ούσα γιγάντια και αποκλειστικά διαχειριζόμενη από κεντρικές κρατικές δομές, είναι μάλλον φορέας του αυταρχικού κράτους. Με τη βοήθεια της επιστήμης, το κράτος παρέχει στην κοινωνία την απαιτούμενη ενέργεια, δηλαδή της παρέχει ζωή. Με τη βόμβα, το άλλο πρόσωπο της πυρηνικής ενέργειας, απειλεί την κοινωνία με θάνατο. Η πυρηνική ενέργεια, λοιπόν, είναι η απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου του κράτους επάνω στο κοινωνικό ον. Είναι ακόμα ο παράγοντας που προσδιορίζει αυτό που από εδώ και πέρα θα ονομάζουμε μη αντιστρεψιμότητα του κράτους.

Ο 20ος αιώνας ήταν αναμφισβήτητα η εποχή της φυσικής και της πυρηνικής τεχνολογίας. Ο νέος αιώνας που έχουμε μπροστά μας θα ανήκει στη βιολογία και η προεξάρχουσα τεχνολογία της θα είναι η γενετική μηχανική.

Τον προηγούμενο αιώνα ο άνθρωπος εισχώρησε στον πυρήνα του ατόμου. Η τιθάσευση της ατομικής ενέργειας – το χιλιόχρονο όνειρο των επιστημόνων – έγινε πραγματικότητα. Όμως, μετά τις τυμπανοκρουσίες και το παραλήρημα μιας νέας ατομικής εποχής που υποσχόταν ανεξάντλητη ενέργεια και μία ευημερία χωρίς όρια, ήλθε η προσγείωση και τέλος η απόγνωση. Είναι αποκαλυπτική η διακήρυξη των δεκαοκτώ επιστημόνων βραβευμένων με το Νόμπελ:

«Διαπιστώνουμε με φρίκη, ότι είναι ακριβώς η επιστήμη που δίνει σήμερα στην ανθρωπότητα τα μέσα για να αυτοκαταστραφεί».

Από τη μεγάλη εκείνη εποποιία της εφόρμησης του ανθρώπου στον πυρήνα της ύλης, εβδομήντα μόλις χρόνια μετά, βρισκόμαστε μπροστά σε μία εφιαλτική κληρονομιά: την απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, τον τρόμο ενός πυρηνικού ατυχήματος (Τσέρνομπιλ, Φουκοσίμα) και τον κίνδυνο από τη διαχείριση των πυρηνικών καταλοίπων.

«Δεν ξέρω πως ακριβώς θα διεξαχθεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά ο τέταρτος θα γίνει με πέτρες και ακόντια».

Έτσι έγραψε τον επίλογο της πυρηνικής εποχής ο κορυφαίος εκ των πρωταγωνιστών της τεχνολογικής αυτής επανάστασης, Α. Αϊνστάιν.

Στις μέρες μας βιώνουμε μία νέα φαουστική τεχνολογία, τη γενετική μηχανική, την εφόρμηση δηλαδή στα άδυτα των αδύτων της ίδιας της ζωής. Ο άνθρωπος επιχειρεί να πάρει απροκάλυπτα πλέον τη θέση του Θεού. Πρώτος στόχος η αθανασία. Με την κλωνοποίηση του ανθρώπου, στην επόμενη δεκαετία, οι γενετικές πληροφορίες μπορούν να αντιγράφονται ατελείωτα στο μέλλον, δημιουργώντας ένα είδος ψευδούς αθανασίας.

Φρίμαν Ντάισον

Οι «αρχιερείς της νέας θρησκείας» της γενετικής μηχανικής ευαγγελίζονται ένα νέο ανθρώπινο είδος. Ο Φρίμαν Ντάισον, από τους γνωστότερους εκπροσώπους του κινήματος της αθανασίας γράφει:

«Είναι αδύνατο να θέσουμε όριο στην ποικιλία των φυσικών μορφών που μπορεί να πάρει η ζωή…Είναι κατανοητό ότι σε άλλα 1010 χρόνια, η ζωή θα μπορούσε να εξελιχθεί με διαφορετική μορφή, χωρίς σάρκα και αίμα, και να έχει ενσωματωθεί σε ένα διαστρικό μαύρο σύννεφο…ή σε έναν αισθανόμενο ηλεκτρονικό υπολογιστή».

Από την άλλη πλευρά, η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα πολλές μεγάλες κρίσεις. Από ανθρωπογενείς δράσεις, όπως: οι παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές, οφειλόμενες στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, η διαταραχή της οικολογικής ισορροπίας με δραματική μείωση της βιοποικιλότητας. Για πρώτη φορά, ένα και μόνο είδος – ο άνθρωπος – έχει μεταβληθεί σε μία εξαιρετικά καταστροφική δύναμη του πλανητικού οικοσυστήματος. Εκτιμάται ότι στην εποχή των δεινοσαύρων τα ζωικά είδη εξαφανίζονταν με ρυθμό ένα ανά χίλια χρόνια. Στα πρώτα στάδια της βιομηχανικής εποχής τα είδη πέθαιναν με ρυθμό ένα ανά δέκα χρόνια. Σήμερα, οδηγούμε στην εξαφάνιση τρία είδη ανά μία ώρα!

Επιπλέον, η εξάντληση των ορυκτών καυσίμων, πριν την οικονομικά βιώσιμη αντικατάστασή τους από άλλες ενεργειακές πηγές, θα οδηγήσει σε εκτεταμένες πολεμικές συρράξεις, που ήδη βιώνουμε, ένα παγκόσμιο χάος. Η απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, η χημική ρύπανση, οι βιοτεχνολογικοί κίνδυνοι από γονίδια γενετικώς τροποποιημένων ειδών, νέα ανθεκτικά βακτήρια που απειλούν με πανδημίες, είναι οι ανθρωπογενείς απειλές για την ύπαρξη της ίδιας της ζωής στον πλανήτη.

Διερωτάται λοιπόν κανείς, τι νόημα έχει η αναζήτηση της μακροζωίας σε έναν κόσμο εφιαλτικό; Η όλη προσπάθεια για μακροζωία του ανθρώπινου είδους θυμίζει κάποιον που προσπαθεί να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο επάνω σε μια μεταφορική ταινία, η οποία αναπόδραστα οδηγεί σε μια χαοτική κατακρήμνιση.

Niels Bohr

Ο Niels Bohr ένας από τους ιδιοφυέστερους επιστήμονες του περασμένου αιώνα, υπήρξε ο πρώτος που κατανόησε τα αξεπέραστα όρια που έθετε η κβαντική θεωρία στο ανθρώπινο όνειρο περί παντογνωσίας. Και όμως, τόσα χρόνια μετά το θάνατο του κορυφαίου φυσικού, η επιστήμη πεισματικά συνεχίζει να προβάλλεται ως μέσο που οδηγεί στην παντογνωσία. Ο Stephen Hawking κάνει λόγο για μια θεωρία των πάντων, που θα μας επιτρέψει να γνωρίσουμε «τη γνώμη του Θεού». Η ιδέα αυτή είναι αναμφισβήτητα ελκυστική, αφού υπόσχεται τη βεβαιότητα σε έναν αβέβαιο κόσμο. Αντί όμως της βεβαιότητας, η επιστημονική πρόοδος με κάθε νέα μείζονα ανακάλυψη αυξάνει την αβεβαιότητα, υποβαθμίζοντας τη θέση του ανθρώπου στο Σύμπαν και υποσκάπτοντας την αντίληψη του υψηλού προορισμού του.

Ευχαριστίες: Ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει θερμά τον συνεργάτη του, υποψήφιο Διδάκτορα Χημικό Μηχανικό Αλέξανδρο Νάκα, για την επιμέλεια του άρθρου και τις πολύ χρήσιμες συζητήσεις που είχαμε.

Βασίλειος Π. Παπαγεωργίου

Ομότιμος Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.