Το Άγιον Όρος αιώνες τώρα συγκεντρώνει το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Τελευταία, δε, πολλά είναι τα δημοσιεύματα, εντός και εκτός Ελλάδος, που καταγράφουν περιστατικά τα οποία απέχουν από την αλήθεια. Παρά τα όποια αρνητικά σχόλια, όμως, ο Άθως παραμένει η ζωντανή ιστορία της Ορθοδοξίας, που συγκινεί …
Το Άγιον Όρος αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους. Βρίσκεται στη Χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής, στη Μακεδονία, περιλαμβάνει είκοσι ιερές μονές και άλλα μοναστικά ιδρύματα και ανεπίσημα χαρακτηρίζεται «αυτόνομη μοναστική πολιτεία».
Από το 1988 συγκαταλέγεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Λίγα μίλια ΝΑ του Άθω βρίσκεται το μεγαλύτερο βάραθρο του Αιγαίου, που από τα 80 μ. βάθος απότομα φθάνει τα 1.070 μέτρα.
Καθιέρωση ονόματος
Το πότε ακριβώς διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στον Άθω δεν είναι γνωστό. Κατά μία ρωσική παράδοση, η ίδια η Θεοτόκος εμφανίστηκε στην περιοχή και οι κάτοικοι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Συγκεκριμένα, η Θεοτόκος μαζί με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, παραπλέοντας τον Άθω καθ’ οδόν προς την Κύπρο για να επισκεφθούν τον Λάζαρο, λόγω φοβερής θαλασσοταραχής αποβιβάστηκαν στην ακτή όπου βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί η Θεοτόκος θαύμασε τον χώρο και τότε ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σος και περιβόλαιον σον και παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι». Έτσι, το Άγιον Όρος καθιερώθηκε να λέγεται «κλήρος και περιβόλι της Παναγιάς».
Σύμφωνα, δε, με την παράδοση, ο Μέγας Κωνσταντίνος έχτισε στον Άθω πλείστους ναούς, αν και κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται. Σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί, κατά τον 4ο αιώνα υπήρχαν Χριστιανοί, τα ίχνη και η τύχη των οποίων όμως παραμένουν άγνωστα. Είναι πιθανό να επρόκειτο για μεμονωμένους ερημίτες που ασκήτεψαν στον Άθωνα κατά τη διάρκεια του 4ου και του 5ου αιώνα, ενώ ήταν πολυάριθμοι κατά τον 9ο αιώνα, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για οργάνωση σε μοναστηριακές κοινότητες.
Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μοναχοί από τον Άθωνα παρευρέθησαν στη Σύνοδο που οργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την αποκατάσταση των εικόνων το 843. Επίσης, κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα ο Ιωάννης Κολοβός έκτισε, στο βόρειο τμήμα, τη λεγόμενη Μεγάλη Βίγλα, το πρώτο μοναστήρι. Τότε ορίστηκαν και τα σύνορα του Άθω και απαγορεύτηκε η είσοδος των λαϊκών, μη εξαιρουμένων και των ποιμένων, σε αυτόν. Έτσι, ο Άθως άρχισε να αποτελεί αποκλειστικό τόπο ασκητών και «οικητήριο βίου αγίου».
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, από ιστορικής άποψης τρεις ήταν οι κύριοι λόγοι της ανάπτυξης του μοναχισμού του Αγίου Όρους:
– Η προηγούμενη διάλυση των αρχαίων πόλεων, με συνέπεια όλος ο χώρος να είναι κενός και επομένως κατάλληλος για ασκητές.
– Η εξάπλωση των εχθρών των Βυζαντινών στις ανατολικές περιοχές, όπου κατέστρεψαν τα παλαιότερα μοναστήρια.
– Η εικονομαχία που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη και εξαιτίας της οποίας πολλοί μοναχοί αναζήτησαν κάποιον νέο χώρο ως «καταφύγιο».
Με αυτά δεδομένα, συμπεραίνεται πλέον ασφαλώς ότι ο μοναχισμός του Αγίου Όρους ξεκίνησε περί τον 8ο αιώνα, ενώ από τον επόμενο αιώνα το Αγιον Όρος αποτελούσε πλέον, και ιστορικά, το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο της περιόδου και όλων των μετέπειτα εποχών.
Ιστορικά, η αρχή της αθωνικής μοναστικής ζωής συνέπεσε με τη Σύνοδο του 843 που συγκάλεσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα για την αναστήλωση των ιερών εικόνων επί Πατριάρχου Μεθοδίου Α’, και ειδικότερα με την άφιξη στον Άθωνα δύο μεγάλων προσωπικοτήτων. Πρώτος ησυχαστής αναφέρεται ο Πέτρος ο Αθωνίτης, του οποίου η άφιξη μπορεί να τοποθετηθεί στο τέλος του 7ου αιώνα, ενώ ο δεύτερος είναι ο Ευθύμιος ο Νέος, ο οποίος ήρθε στο Όρος από τη Θεσσαλονίκη περί το 860. Οι δύο αυτοί άνδρες, αν και περίπου σύγχρονοι, εκπροσωπούσαν διαφορετικές ασκητικές τάσεις μοναχισμού: Ο μεν πρώτος του λεγόμενου «ερημιτισμού» και ο δεύτερος του λεγόμενου «λαυριωτισμού». Τέλος, με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ το 885 ο Άθως ορίστηκε αποκλειστικός τόπος διαμονής ασκητών, αποκλειομένων οποιωνδήποτε άλλων κοσμικών, ακόμα και ποιμένων ή γεωργών.
» Πρώτος ησυχαστής αναφέρεται ο Πέτρος ο Αθωνίτης, του οποίου η άφιξη μπορεί να τοποθετηθεί στο τέλος του 7ου αιώνα, ενώ ο δεύτερος είναι ο Ευθύμιος ο Νέος, ο οποίος ήρθε στο Όρος από τη Θεσσαλονίκη περί το 860 «
Έτσι, ο αγιορείτικος μοναχισμός άρχισε να αναπτύσσεται όπως και στα παλαιότερα κέντρα του, στην Ανατολή, περνώντας από τρία στάδια: το ασκητικό, το κοινοτικό και το κοινοβιακό μέσα σε σύντομο διάστημα. Οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην αρχή της χερσονήσου, όπου το έδαφος ήταν ομαλό, λόγω όμως των επιδρομών των Σαρακηνών πειρατών άρχισαν σιγά-σιγά να μεταφέρονται σε τελείως απρόσιτες περιοχές μέσα στη χερσόνησο. Στη συνέχεια, οι μοναχοί εκείνοι συγκεντρώθηκαν στις λεγόμενες «λαύρες» (οργανωμένες ομάδες), όπως εκείνες παλαιότερα της Παλαιστίνης. Από αυτές, δύο έμειναν γνωστές, εκείνη του Κλήμεντος, κοντά στη σημερινή Μονή Ιβήρων, και η λεγόμενη «Καθέδρα των Γερόντων», επί του υψώματος «Ζυγός», που ήταν και η σπουδαιότερη. Επίσης, πολλών παλαιών ασκητικών συνοικισμών και ασκητηρίων διατηρήθηκε η μνήμη, όπως και του «Αθωνικού Πρωτάτου» (αρχαιότατος μοναστικός οικισμός του Αγίου Όρους).
Οργάνωση των μονών
Η πλησιέστερη επισκοπική έδρα ήταν αυτή της Ιερισσού και ο οικείος επίσκοπος απαίτησε να έχει στη δικαιοδοσία του τους μοναχούς της χερσονήσου. Στα 985 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος με χρυσόβουλλο απάλλαξε τους ερημίτες από τη δικαιοδοσία της Μονής Αγίου Ιωάννου του Κολοβού, που βρισκόταν κοντά στην Ιερισσό, και τους παραχώρησε τον Άθωνα ως ιδιοκτησία τους.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης
Περί το 960, εισήχθη εκτεταμένη μεταρρύθμιση από τον Πόντιο μοναχό Αθανάσιο τον Τραπεζούντιο, που αργότερα έγινε γνωστός ως Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Με συντρόφους του από τη Μικρά Ασία και με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, του οποίου ήταν φίλος και εξομολογητής, ίδρυσε τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου επέτυχε να φθάσει τη μοναστική ζωή σε υψηλό βαθμό τελειότητας. Η μεταρρύθμιση που απέληξε στο μοναστικό τυπικό του Αγίου Αθανασίου έγινε αποδεκτή ως πρότυπο. Οι οπαδοί του αυστηρού μοναστικού βίου, με επικεφαλής τον Παύλο τον Ξηροποταμίτη, αντέδρασαν στις καινοτομίες του Αθανασίου και ζήτησαν παρέμβαση του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.
Τη σύγκρουση των δύο αντίθετων ρευμάτων ρύθμισε ο πρώτος καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους, που συνέταξε ο Αθανάσιος και επικύρωσε με την υπογραφή του ο Τσιμισκής. Είναι ο λεγόμενος «Τράγος» (δηλαδή περγαμηνή από δέρμα τράγου), που φυλάσσεται στις Καρυές και αποτελεί το σημαντικότερο κειμήλιο της αθωνικής πολιτείας. Με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής Αρχής του Ιωάννη Τσιμισκή (969-976) οι αντιθέσεις μεταξύ των μοναχών τέθηκαν κατά μέρος και η κοινοβιακή ή κοινοτική ζωή διαδόθηκε στους ερημίτες που ζούσαν διασκορπισμένοι στις κοιλάδες και τα δάση.
Ο Αθανάσιος έγινε γενικός αββάς ή Πρώτος των πενήντα οκτώ μοναστικών κοινοτήτων του Όρους και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως ο κύριος ιδρυτής του «κοινοβιακού μοναχισμού» του Αγίου Όρους. Από αυτήν την περίοδο χρονολογούνται οι Μονές των Ιβήρων, του Βατοπαιδίου, του Εσφιγμένου και του Ζυγού.
Βυζαντινή περίοδος ακμής
Με τη βοήθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 1046, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042-1054) ρύθμισε την εσωτερική διακυβέρνηση των μοναστηριών, τη διαχείριση των ακινήτων τους και την εμπορική δραστηριότητά τους. Σύμφωνα με το αυτοκρατορικό έγγραφο (Δεύτερο Τυπικόν) που εξέδωσε, απαγορεύεται η είσοδος γυναικών στη χερσόνησο, απαγόρευση τόσο αυστηρή, ώστε από τότε ακόμη και ο Τούρκος αγάς ή ο ανώτερος υπάλληλος που κατοικούσαν στις Καρυές δεν έπαιρναν μαζί τους το χαρέμι τους.
Γύρω στο 1100 η Μεγίστη Λαύρα είχε 800 μοναχούς και σε όλο τον Άθωνα υπήρχαν 180 μοναστήρια. Αυτή την περίοδο μπήκε σε γενική χρήση ο όρος «Άγιον Όρος». Ο Αλέξιος Κομνηνός απάλλαξε τα μοναστήρια από τη φορολογία, τα ελευθέρωσε από την υποταγή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τα τοποθέτησε υπό την άμεση προστασία του. Εξαρτήθηκαν, εντούτοις, από τον γειτονικό επίσκοπο Ιερισσού για τη χειροτονία των ιερέων και των διακόνων τους.
«Γύρω στο 1100 η Μεγίστη Λαύρα είχε 800 μοναχούς και σε όλο τον Άθωνα υπήρχαν 180 μοναστήρια «
Οι Σλάβοι επεδίωξαν να γίνουν αποδεκτοί στις νέες μονές και σε λίγο οι πρίγκιπές τους στη βαλκανική χερσόνησο ίδρυσαν ανεξάρτητα «καθίσματα» για τους Σλάβους μοναχούς. Κατ’ αυτό τον τρόπο προέκυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α’ (1081-1118) τα καθαρά σλαβικά μοναστήρια του Χιλανδαρίου και του Ζωγράφου. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν έπαψαν ποτέ να δείχνουν το ενδιαφέρον τους για τη μικρή μοναστική πολιτεία και ωφελήθηκαν ακόμη και πολιτικά από την καθολική εκτίμηση που η θρησκευτική αδελφότητα απολάμβανε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο.
Η κοινωνικοοικονομική κατάστασή του
Οι συνεχείς δωρεές, οι κρατικές επιχορηγήσεις και τα έσοδά τους συνέβαλλαν στην απόκτηση εδαφικών εκτάσεων στην κεντρική και την υπόλοιπη Μακεδονία. Με το σύστημα των εκμισθώσεων, εκτάσεις γης καλλιεργούνταν από παροίκους – ελεύθερους καλλιεργητές. Η ανάπτυξη ιδιοκτησίας όμως «προσέδωσε σε αυτές χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεγαλοϊδιοκτητών, δηλαδή απληστία και τάση αυξήσεως της περιουσίας τους σε βάρος ασθενεστέρων». Σημαντικές ήταν οι κτήσεις των μονών της Λαύρας, του Χιλανδαρίου, του Εσφιγμένου, του Ξηροποτάμου, του Αγίου Παύλου, των Ιβήρων, του Κουτλουμουσίου, του Ξενοφώντος και του Διονυσίου. Έτσι, εκτός από υπολογίσιμη οικονομική δύναμη, μεταβάλλονταν και σε υπολογίσιμη κοινωνική: οι πολλοί εκμισθωτές που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των κτημάτων τους ήταν σε κατάσταση εξάρτησης από αυτές και, επομένως, έστω και έμμεσα, κοινωνικοποιείτο η μεγάλη αθωνική μοναστική περιουσία.
Λατινική κυριαρχία
Έναν αιώνα αργότερα, μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), οι Λατίνοι Σταυροφόροι βασάνισαν, έκαψαν, έπνιξαν, αλλά και κρέμασαν τους μοναχούς και προέβησαν σε καταστροφές των μονών. Οι μοναχοί απευθύνθηκαν στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, ο οποίος τους πήρε υπό την προστασία του και στις επιστολές του απέτιε φόρο τιμής στις μοναστικές αρετές τους. Εντούτοις, με την αποκατάσταση της βυζαντινής πολιτικής κυριαρχίας οι μοναχοί επέστρεψαν (1313) στην κανονική εξάρτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
» Έναν αιώνα αργότερα, μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), οι Λατίνοι Σταυροφόροι βασάνισαν, έκαψαν, έπνιξαν, αλλά και κρέμασαν τους μοναχούς και προέβησαν σε καταστροφές των μονών «
Ο 14ος αιώνας
Το 14ο αιώνα η Καταλανική Εταιρεία επέδραμε εναντίον του Άθωνα για δύο έτη (1307-1309), καταστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό πολλά μοναστήρια, λεηλατώντας τους θησαυρούς τους και τρομοκρατώντας τους μοναχούς. Από τις 300 μονές που υπήρχαν στην αρχή του 14ου αιώνα, μόνο 35 έμειναν. Στα μέσα του αιώνα η Μακεδονία περιήλθε στα χέρια του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, ο οποίος επισκέφθηκε τη χερσόνησο και έδωσε σε πολλά από τα μοναστήρια οικονομική ενίσχυση. Κατά τον 14ο αιώνα παρατηρούνται και οι μεγάλες ησυχαστικές έριδες, με κύριους πρωταγωνιστές τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, και τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, οι οποίες έφεραν αναταραχή στη μοναστική πολιτεία.
Ησυχαστικές έριδες
Οι μοναχοί του Αγίου Όρους είχαν αποδεχθεί τον Ησυχασμό. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη, ιδρυτή του ησυχαστικού κινήματος, οι μοναχοί θα μπορούσαν να δουν το «άκτιστο φως» του Θεού, το φως που έλαμψε στη Μεταμόρφωση του Ιησού στο όρος Θαβώρ, εάν ήταν ενάρετοι και αφιερωμένοι αποκλειστικά στην προσευχή. Η πρακτική των ησυχαστών ήταν να επαναλαμβάνουν συνεχώς την επίκληση, τη λεγόμενη ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Το ζήτημα του Ησυχασμού διαίρεσε τη βυζαντινή κοινωνία. Μερικοί τον αγκάλιασαν με θέρμη, ενώ άλλοι τον απέρριψαν βίαια, κυρίως λόγω των υπερβολών μερικών φανατικών. Ο Ησυχασμός υποστηρίχθηκε επίσης από τους Βυζαντινούς αριστοκράτες και επικράτησε τελικά σε τρεις Συνόδους (1341, 1347 και 1351).
» Το ζήτημα του Ησυχασμού διαίρεσε τη βυζαντινή κοινωνία. Μερικοί τον αγκάλιασαν με θέρμη, ενώ άλλοι τον απέρριψαν βίαια, κυρίως λόγω των υπερβολών μερικών φανατικών «
Οι προσπάθειες που έγιναν από τον Βαρλαάμ και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ’ για να καταπολεμήσουν την κίνηση των Ησυχαστών και να περιορίσουν τη διάδοσή της ήταν ανεπιτυχείς. Τελικά, μετά τις αποφάσεις των Συνόδων που συνεκλήθησαν για αυτό το θέμα, κατέπαυσαν οι ταραχές.
Αργότερα, οι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι στην Κωνσταντινούπολη και οι Σλάβοι πρίγκιπες και ηγεμόνες της βαλκανικής χερσονήσου συνέχισαν να πλουτίζουν τα μοναστήρια του Άθωνα, τα οποία έλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του υλικού πλούτου τους κατά τη διάρκεια της παλαιολόγειας περιόδου. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε επίσης από τις προσπάθειες της Μονής Καρυών να εξασφαλίσει υπεροχή έναντι των άλλων μοναστηριών, να πετύχει τον αποκλεισμό του επισκόπου Ιερισσού από τη χερσόνησο, να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις από πειρατές όλων των ειδών και να ιδρύσει διάφορα νέα μοναστήρια, τα Σιμωνόπετρας, Κωνσταμονίτου, Αγίου Παύλου και Διονυσίου.
Οθωμανική κυριαρχία
Όταν το 1430 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, οι μοναχοί προσέφεραν την υποταγή τους στον σουλτάνο Μουράτ Β’, ο οποίος τους αναγνώρισε τα προηγούμενα αυτοκρατορικά προνόμια.
– Αναγνώριζε το επί Μεχμέτ Α’ παλαιότερο καθεστώς νομής (tasarruf) των βακουφίων (vakf) και των μουλκιών (mulk) τους.
– Απαγόρευε στους μουσουλμάνους ή τους Χριστιανούς να εισέρχονται στη χερσόνησο του Αγίου Όρους και στα βακούφια των μοναστηριών έξω από αυτήν.
– Διέτασσε την ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων των μετοχίων τους με πλοία προς το Άγιον Όρος.
– Αναγνώριζε τα ισχύοντα παλαιότερα και για τις περιουσίες τους (χωριά, αμπέλια, κήποι, πρόβατα) στην ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, ανανεώνοντας το καθεστώς φορολογικής ατέλειας που είχαν στα χρόνια του παππού του, του Μπαγιαζήτ Α’: διέταζε τους καδήδες και τους σουμπασήδες αυτών των βιλαετίων να μην εισπράττουν τίποτε από τις μοναστηριακές περιουσίες και να μην εισέρχονται σε αυτές οι εισπράκτορες του χαρατσίου.
– Επιβεβαίωσε την απαλλαγή των μοναχών από τους έκτακτους φόρους.
Όμως το 1432-3 οι μοναστηριακές περιουσίες σε Θεσσαλονίκη και Σέρρες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν φόρους σε χάσια, ζιαμέτια, τιμάρια, μούλκια και βακούφια. Με μπεράτι του 1485 ο Μπαγιαζήτ Β’ ανανέωσε τα παλαιότερα μπεράτια του Μουράτ Β’ και του Μεχμέτ Β’. Σύμφωνα με αυτό, διατηρούσαν τη νομή των εκκλησιών, των σπιτιών, των αμπελιών, των μύλων και των χωραφιών τους στις επαρχίες των Σερρών και της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν μπορούσε να τους αφαιρέσει τις περιουσίες τους. Επίσης, οι αξιωματούχοι όφειλαν να μην παραβιάζουν το σουλτανικό και το εθιμικό δίκαιο.
Υπήρξε περίοδος ακμής έως τον 16ο αιώνα, οπότε η οικονομική θέση των μοναστηριών χειροτέρεψε λόγω των δυσβάστακτων φόρων που επιβλήθηκαν από τους Οθωμανούς. Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να κατοικήσουν πλέον εκεί και το Όρος σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Επέζησε μόνο χάρη στην ενίσχυση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πρόσφερε υλική και ηθική υποστήριξη. Κάποια οικονομική ενίσχυση δόθηκε από τους κυβερνήτες των χωρών του Βορρά, ιδιαίτερα τις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, αλλά και από τους απλούς Ορθοδόξους.
Αθωνιάδα Ακαδημία
Τα μοναστήρια βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση τον 18ο αιώνα. Παρά την ένδειά τους, όμως, μια κίνηση προέκυψε για τη διάδοση της ελληνικής παιδείας στην περιοχή του Άθωνα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η Αθωνιάδα Ακαδημία ιδρύθηκε σε ένα κτίριο κοντά στη Μονή του Βατοπαιδίου. Σκοπός της ήταν οι σπουδαστές να διδάσκονται Θεολογία, Φιλοσοφία και Λογική. Τα πρώτα έτη, όταν ο Διαφωτιστής κληρικός Ευγένιος Βούλγαρης ήταν διευθυντής, η Ακαδημία προσείλκυσε μεγάλο αριθμό σπουδαστών και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Αλλά όταν ο Βούλγαρης παραιτήθηκε, περιήλθε σε μαρασμό και έκλεισε το 1799. Επανιδρύθηκε τέλη του 18ου αιώνα και έκτοτε λειτουργεί κανονικά. Παλαιότερα διέθετε: Δημοτική, Γυμνασιακή, Λυκειακή και Μεταλυκειακή Εκπαίδευση. Σήμερα διαθέτει: Γυμνασιακή και Λυκειακή.
Η Επανάσταση στη Χαλκιδική
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, το Άγιον Όρος λειτούργησε ως άσυλο, όπου κατέφυγαν πολλές οικογένειες, ενώ οι μονές συνέδραμαν τον Αγώνα με χρήματα, τρόφιμα και πολεμοφόδια. Περίπου 800 μοναχοί οπλίστηκαν και υπό τον Εμμανουήλ Παπά των Σερρών, μαζί και με κοσμικούς στρατιωτικούς, προσέβαλαν διάφορες θέσεις Τούρκων στη Θεσσαλονίκη και την Κασσάνδρα. Στις περιοχές εκείνες είχαν συγκεντρωθεί περί τους 50.000 Οθωμανούς, εκ των οποίων σκοτώθηκαν πάνω από 20.000 από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1821. Όμως η Επανάσταση στην περιοχή κατεστάλη και πάνω από 40.000 Έλληνες σφαγιάσθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Τότε ακολούθησε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία του Άθωνα. Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις σφαγίασαν μοναχούς, καθώς και τα γυναικόπαιδα που είχαν βρει εκεί καταφύγιο, κατέστρεψαν το τυπογραφείο των μονών, λεηλάτησαν όσους θησαυρούς μπόρεσαν να βρουν και χρησιμοποίησαν ανεκτίμητα χειρόγραφα για να κατασκευάσουν φυσίγγια.
Ένταξη στο ελληνικό κράτος
Το αυτόνομο καθεστώς του Αγίου Όρους αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά διεθνώς πριν από την αναγνώριση της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στη Χαλκιδική, με τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878. Αυτή η Συνθήκη προέβλεπε ότι «οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής τους, διατηρούν τις κτήσεις και τα πρότερα πλεονεκτήματά τους και χωρίς καμία εξαίρεση απολαύουν απόλυτη ισότητα δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων». Στα τέλη του 19ου αιώνα, βάσει εγγράφου ευρισκόμενου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους με τίτλο «Κατάστασιν των Μονών του Αγίου Όρους», ο συνολικός αριθμός των μοναχών ανερχόταν σε 4.046 και διέμεναν στο Όρος 1.465 λαϊκοί.
Το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Συγκεκριμένα, στις 2 Νοεμβρίου 1912 κατέπλευσαν και αγκυροβόλησαν στον όρμο της Δάφνης η ναυαρχίδα του ελληνικού Στόλου, το θωρηκτό «Αβέρωφ», με το αντιτορπιλικό «Θύελλα» και τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ», υπό τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες εκατοντάδων καμπανών των ιερών μονών, που αντελήφθησαν την προσόρμιση του ελληνικού στόλου. Αποβιβάστηκε άγημα, ο επικεφαλής αξιωματικός του οποίου, «εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων», επικύρωσε την αποβατική ενέργεια χαρακτηρίζοντας τον καϊμακάμη, τους υπαλλήλους και την εκεί μικρή οθωμανική δύναμη ως αιχμαλώτους πολέμου «άνευ πολεμικής τινός ενέργειας», οπότε και υψώθηκε η ελληνική σημαία.
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, συνήλθαν σε συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι όλων των μονών, πλην της ρωσικής, και υπεγράφη στον κώδικα των πρακτικών της συνεδρίας πράξη με την οποία διαπιστωνόταν η κατάλυση των οθωμανικών Αρχών. Η επίσημη, δε, πράξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912. Εκείνη την περίοδο, εννέα με δέκα χιλιάδες μοναχών κατοικούσαν εκεί. Το ελληνικό κράτος κύρωσε με το Ν.Δ. 10-16 Σεπτεμβρίου 1926 τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος άρχισε να ισχύει το 1927, μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος, οπότε και για πρώτη φορά επισημοποιήθηκε η συνταγματική προστασία του καθεστώτος αυτοδιοίκησης του Αγίου Όρους.
Γερμανική Κατοχή
Όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η μοναστική κοινότητα του Άθω δεν αδιαφόρησε. Μάλιστα, οι νεότεροι μοναχοί μετέβησαν στις Καρυές προκειμένου να λάβουν φύλλο πορείας για το Μέτωπο. Όμως το ελληνικό κράτος αρνήθηκε τη συμμετοχή εθελοντών στον πόλεμο, ιδιαίτερα αν αυτοί ήταν κληρικοί ή μοναχοί. Επίσης, οι μονές διέθεσαν τα υποζύγιά τους χωρίς αποζημίωση, ενώ διοργάνωσαν και εράνους για είδη και χρήματα για τη βοήθεια του ελληνικού Στρατού. Σε όλη αυτήν την κινητοποίηση έμειναν ουδέτεροι οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι μοναχοί.
Η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος ανησύχησε τους μοναχούς. Ο διοικητής του Αγίου Όρους πρότεινε να μεταφερθούν τα χειρόγραφα και τα λοιπά κειμήλια των μονών, καθώς και να φυγαδευτούν όσοι μοναχοί είχαν αναπτύξει αντιστασιακή δράση, εκτός Αγίου Όρους, στην Αθήνα ή στα νησιά του Αιγαίου. Τελικά, πολλές μονές έκρυψαν τα κειμήλια σε κατακόμβες.
Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, οι πολιτικές και οι αστυνομικές Αρχές του Άθω περιήλθαν σε κατάσταση πανικού. Στις Καρυές συνήλθε η Ιερά Κοινότητα και συγκρότησε πολιτοφυλακή από μοναχούς και λαϊκούς. Παράλληλα, ελήφθησαν ανακουφιστικά μέτρα των Ελλήνων στρατιωτών που έφθαναν στη Χερσόνησο του Άθω, οι οποίοι βοηθήθηκαν να διαπεραιωθούν στα νησιά του Αιγαίου. Αρχικά, οι Γερμανοί έφθαναν στο Άγιον Όρος κατά πολύ μικρές ομάδες στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας του Απριλίου του 1941. Η επίσημη απόβαση έγινε στη Μονή Βατοπαιδίου μία εβδομάδα αργότερα από τον περιφερειακό φρούραρχο Λαγκαδά με τη συνοδεία ενός ταγματάρχη και ένοπλου αποσπάσματος. Την επόμενη ημέρα μετέβησαν στις Καρυές.
Τα μέλη της Ιεράς Κοινότητας ζήτησαν να προστατευθεί το Άγιον Όρος από πιθανή βουλγαρική κατάληψη, ενώ ο Γερμανός ταγματάρχης τούς διεμήνυσε εμπιστευτικά να αποστείλουν σχετική επιστολή προς τον Χίτλερ, προκειμένου να διασφαλίσει το καθεστώς αυτό.
Η επιστολή στον Χίτλερ
Πράγματι, στις 26 Απριλίου 1941 η Ιερά Κοινότητα συνήλθε δύο φορές και συνέταξε επιστολή, η οποία εστάλη διά του περιφερειακού φρουράρχου Λαγκαδά και με την οποία ζητούσαν «την διατήρησιν του καθεστώτος τούτου της αυτονόμου μοναχικής πολιτείας, ικανοποιούντος πλήρως άπαντας τους εν Αγίω Όρει ενασκουμένους, ανεξαρτήτως εθνικότητος, μοναχούς [ …] παρακαλούμεν και ικετεύομεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα όπως αναλάβη υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν Αυτής.»
Οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι αρνήθηκαν αρχικά να υπογράψουν την επιστολή αυτή, όταν όμως διαπίστωσαν ότι θα αποστελλόταν χωρίς τη δική τους υπογραφή, τη συνυπέγραψαν. Οι γερμανικές Αρχές ανταποκρίθηκαν άμεσα και στις 3 και 4 Μαΐου δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ανακοινωθέν της γερμανικής διοίκησης Θεσσαλονίκης – Αιγαίου ότι το Άγιον Όρος ετίθετο υπό γερμανική προστασία.
Η στάση των Γερμανών
Πράγματι, ούτε γερμανικό φρουραρχείο λειτούργησε ούτε στρατιωτικό απόσπασμα στάθμευε μόνιμα στο Άγιον Όρος, το οποίο υπαγόταν στο περιφερειακό φρουραρχείο Λαγκαδά. Λόγω καταγγελιών Βούλγαρων μοναχών ότι κρυβόταν πολεμικό υλικό ή αντάρτες ή Άγγλοι ή ότι τροφοδοτούνταν αγγλικά υποβρύχια από τις μονές, έφτασαν στην περιοχή ορισμένες φορές για ανακρίσεις και έρευνες Γερμανοί. Επίσης, οι Γερμανοί απέτρεψαν απόπειρα των Βουλγάρων να φτάσουν τον Μάιο του 1941 στον Άθω, κατορθώνοντας να πάνε μέχρι την Ιερισσό, από όπου και διώχθηκαν από τους Γερμανούς.
Η άφιξη Γερμανών επιστημόνων
Τον Ιούνιο του 1941, έφθασε στον Άθω μικτή αποστολή από Γερμανούς αξιωματικούς και επιστήμονες, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Γερμανός βυζαντινολόγος Φραντζ Ντόλγκερ -παλιός γνώριμος των μοναχών του Αγίου Όρους από παλιότερες επισκέψεις του εκεί-, του Πανεπιστημίου του Μονάχου, με σκοπό τη μελέτη και φωτογράφηση εγγράφων και χειρογράφων που βρίσκονταν στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους.
Οι μοναχοί προετοιμάστηκαν με συστατικές επιστολές που τους απέστειλαν οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος, Γεννάδειος Θεσσαλονίκης και άλλοι. Στην πραγματικότητα η αποστολή αυτή είχε οργανωθεί από την Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg fur die besetzten Gebiete. Η επιστημονική αυτή ομάδα έφτασε στις 15 Ιουνίου του 1941 και κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της πραγματοποίησε 1.900 φωτογραφικές λήψεις χειρογράφων, μικρογραφιών, εικόνων και άλλων κειμηλίων. Η επίσκεψη αυτή δεν άφησε αδιάφορη την κυβέρνηση και ο Τσολάκογλου με απόρρητο έγγραφό του επέστησε την προσοχή στον γενικό διοικητή Μακεδονίας για τη διαφύλαξη των αγιορείτικων θησαυρών. Το φθινόπωρο του 1943 η Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg αποπειράθηκε να κλέψει τους θησαυρούς -πιθανώς ερήμην του Φραντζ Ντόλγκερ-, κάτι που στο τέλος αποτράπηκε, άγνωστο από ποιους
Η κατάσταση των μοναχών κατά τη γερμανική Κατοχή
Η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους αριθμούσε περί τους 3.855 μοναχούς τον Σεπτέμβριο του 1942: 2.812 Έλληνες και 1.043 αλλοεθνείς, δηλαδή 712 Ρώσοι, 150 Ρουμάνοι, 108 Βούλγαροι και 73 Σέρβοι. Αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα επισιτισμού, κάτι που εκμεταλλευόταν η βουλγαρική προπαγάνδα, η οποία παρείχε τρόφιμα και επεδίωκε τον προσεταιρισμό τους. Με παρέμβαση του υπουργείου Εσωτερικών της κατοχικής κυβέρνησης προς το υπουργείο Επισιτισμού εστάλησαν τρόφιμα (115 τόνοι σιτάρι σε δύο φάσεις).
Η στάση των αλλοεθνών μοναχών
Οι Βούλγαροι μοναχοί ενισχύθηκαν οικονομικά από το βουλγαρικό κράτος, ενώ η μονή τους, η Ζωγράφου, έσπευσε να υψώσει βουλγαρική σημαία και προπαγάνδιζε υπέρ των βουλγαρικών θέσεων, προβαίνοντας στις πιο κάτω ενέργειες: διανομή βουλγαρικών αλφαβηταρίων στους Έλληνες εργάτες που δούλευαν στη μονή, απομάκρυνσή τους στη συνέχεια και πρόσκληση βουλγαροφώνων από τη Φλώρινα να εργαστούν στη μονή, συνεργασία με τη Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης, διανομή τροφίμων σε άλλους μοναχούς, με σκοπό τον προσεταιρισμό τους και επαφές με Βούλγαρους ανώτατους αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη.
Το ζήτημα της δράσης των Βούλγαρων πρακτόρων προκάλεσε περιπλοκές στις σχέσεις μεταξύ του πολιτικού διοικητή Κορφιατάκη και του διοικητή της Χωροφυλακής Πάλμου, καθώς ο πρώτος ζητούσε να μην ανανεώνονται οι άδειες εισόδου σε ύποπτα άτομα και να απομακρυνθούν άλλα και ο δεύτερος έκρινε πως, αν εφαρμοζόταν ένα τέτοιο μέτρο, θα έπληττε και άσχετα με τη βουλγαρική προπαγάνδα άτομα. Η Ιερά Σύναξη του Αγίου Όρους διαφώνησε κι αυτή, διότι ήταν δική της αρμοδιότητα η απέλαση προσώπων, ενώ, αν απομακρυνόταν κάποιος Βούλγαρος, θα εθεωρείτο απόπειρα καταδίωξής τους. Τελικά, ο Πάλμος καταγγέλθηκε για ολιγωρία και απομακρύνθηκε. Βούλγαροι και Ρώσοι μοναχοί ήθελαν τη διεθνοποίηση του Αγίου Όρους και τη με κάθε τρόπο απαλλαγή από την ελληνική διοίκηση. Την πρόταση αυτή συνυπέβαλαν Ρώσοι και Βούλγαροι στη Σόφια τον Μάιο του 1941 και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στην Ιερά Σύναξη του Αγίου Όρους, αλλά απορρίφθηκε, χωρίς να βρει συμμάχους τους Σέρβους μοναχούς.
Νομικό καθεστώς και διοικητική οργάνωση
Το Άγιον Όρος διέπεται από ένα ιδιότυπο νομικό καθεστώς, που αποτελείται από ένα πλέγμα διατάξεων του Συντάγματος, διεθνών Δυνθηκών, του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του υπόλοιπου εσωτερικού Δικαίου, με βασικότερο κανονιστικό κείμενο τον Καταστατικό Χάρτη, ο οποίος οργανώνει διοικητικά την περιοχή.
Σύνταγμα
Σύμφωνα με το Άρθρο 105 του Συντάγματος της Ελλάδος, το Άγιον Όρος αποτελεί «αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους». Διοικητικά τελεί υπό την εποπτεία του κράτους και πνευματικά υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εξ ου και δεν επιτρέπεται η μνημόνευση άλλου επισκόπου πλην του Οικουμενικού Πατριάρχη. Πάντως, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ο τίτλος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου της Εκκλησίας της Ελλάδος ως προς την πνευματική υπαγωγή της περιοχής, παρόλο που το Άγιον Όρος έχει αποσπαστεί από την εν λόγω μητρόπολη και έχει υπαχθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από το 1313.
Ιδιοκτησιακό καθεστώς
Από ιδιοκτησιακής άποψης, το έδαφος της Χερσονήσου του Άθω είναι αναπαλλοτρίωτο και κατανεμημένο μεταξύ των είκοσι ιερών μονών του. Σε κάθε μία από τις είκοσι αυτές εδαφικές περιοχές υπάρχουν και άλλα μοναστικά ιδρύματα (σκήτες, κελιά, καλύβες, καθίσματα και ησυχαστήρια), τα οποία αποτελούν εξαρτήματα των μονών. Επιπλέον, και η εκτός Αγίου Όρους ακίνητη περιουσία των μονών είναι «απολύτως αναπαλλοτρίωτος ως πράγμα, θείω δικαίω». Παρ’ όλα αυτά με νόμο, ο οποίος καθορίζει και τις λεπτομέρειες, έχει επιτραπεί η εκποίηση ή η ανταλλαγή ακινήτων των μονών που βρίσκονται εκτός Αγίου Όρους, μόνον όμως για λόγους προφανούς ωφέλειάς τους, όπως όταν πρόκειται για απρόσοδα ακίνητα ή όταν με το τίμημα αντιμετωπίζεται σοβαρή ανάγκη της μονής.
Σχέσεις με κράτη
Το Άγιον Όρος έχει σχέσεις με όλα τα Ορθόδοξα κράτη. Εκτός από την Ελλάδα, σημαντική χρηματοδότηση λαμβάνει και από τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό από τη Σερβία.
Ελληνική ιθαγένεια
Σύμφωνα με το Άρθρο 105 του Συντάγματος, «όλοι όσοι μονάζουν (στο Άγιον Όρος) αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί, χωρίς άλλη διατύπωση». Σχετικά με την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας που αποκτήθηκε με αυτό τον τρόπο προβλέπει το Άρθρο 17. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών, ύστερα από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας, μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος της ελληνικής ιθαγένειας αλλοδαπός ο οποίος απέκτησε αυτή λόγω της ιδιότητάς του ως δοκίμου ή μοναχού στο Άγιον Όρος, εφόσον αποδεδειγμένα εγκατέλειψε τη μονή της εγκαταβίωσής του καθώς και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους.
Απαγόρευση εγκαταβίωσης ετεροδόξων και σχισματικών
Σύμφωνα με το Άρθρο 105, «απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο Άγιον Όρος ετερόδοξοι ή σχισματικοί». Ένα πρόβλημα το οποίο ακόμα δεν έχει επιλυθεί και σχετίζεται με την εν λόγω απαγόρευση είναι η παράνομη κατοχή των χώρων της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου και των εξαρτημάτων της από τη σχισματική, τέως μοναστική αδελφότητα ήδη από τη δεκαετία του 1970.
Διεθνείς Συνθήκες
Σε διεθνές επίπεδο, το ελληνικό κράτος έχει αναλάβει δεσμεύσεις έναντι των μη ελληνικών μονών και εξαρτημάτων του Αγίου Όρους. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 13 της Συνθήκης περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων (Σέβρες, 10 Αυγούστου 1920), η οποία κυρώθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα της 29ης Σεπτεμβρίου 1923, «περί κυρώσεως της εν Σέβραις υπογραφείσης Συνθήκης περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων», «η Ελλάς υποχρεούται να αναγνωρίση και διατηρήση τα εκ παραδόσεως δικαιώματα και τας ελευθερίας ων απολαύουσι αι μη ελληνικαί μοναστηριακαί κοινότητες του Αγίου Όρους κατά τας διατάξεις του άρθρου 62 της Βερολινείου Συνθήκης της 13 Ιουλίου 1878». Οι τελευταίες προέβλεπαν γενικότερα ότι η Υψηλή Πύλη αναλάμβανε να διατηρήσει την αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας μεταξύ των υπηκόων της και ειδικότερα -για πρώτη φορά διεθνώς- ότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής τους, διατηρούσαν τις πρότερες κτήσεις και τα πλεονεκτήματά τους και απολάμβαναν, χωρίς καμία εξαίρεση, πλήρη ισότητα δικαιωμάτων και προνομίων.
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το έδαφος του Αγίου Όρους -ως υπαγόμενο στην κυριαρχία του ελληνικού κράτους- αποτελεί έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο ισχύει και εφαρμόζεται το Δίκαιό της. Παρ’ όλα αυτά, έχουν προβλεφθεί αποκλίσεις σε σχέση με την εφαρμογή του στην περιοχή ήδη από την προσχώρηση της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Κατά την υπογραφή της Τελικής Πράξης της Συνδιάσκεψης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ελλάδας, ενόψει της υπογραφής της Συνθήκης προσχώρησης της τελευταίας στις πρώτες στις 28 Μαΐου 1979 στην Αθήνα, τα κράτη-μέλη και το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υιοθέτησαν κοινή δήλωση περί του Αγίου Όρους, η οποία προσαρτήθηκε στην εν λόγω Τελική Πράξη. Η κοινή αυτή δήλωση έχει ως εξής:
«Αναγνωρίζοντας ότι το ειδικό καθεστώς το οποίο έχει παραχωρηθεί στο Άγιον Όρος, όπως τούτο είναι εγγυημένο από το Άρθρο 105 του Ελληνικού Συντάγματος, δικαιολογείται αποκλειστικά για λόγους πνευματικούς και θρησκευτικούς, η Κοινότης θα μεριμνήσει ώστε να ληφθούν υπ’ όψη οι λόγοι αυτοί κατά την εφαρμογή και την περαιτέρω επεξεργασία των διατάξεων του κοινοτικού Δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις τελωνειακές και φορολογικές απαλλαγές, καθώς και το δικαίωμα εγκαταστάσεως».
Επιπλέον, κατά την υπογραφή της Τελικής Πράξης της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που υιοθέτησε τη Συνθήκη του Άμστερνταμ στις 2 Οκτωβρίου 1997, υιοθετήθηκε δήλωση για το καθεστώς των Εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων, η οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το σύμφωνα με το εθνικό Δίκαιο καθεστώς των Εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων στα κράτη-μέλη». Η Ελλάδα, με τη σειρά της, διατύπωσε την εξής δήλωση, την οποία και έλαβε υπ’ όψη της η Διάσκεψη: «Σχετικά με τη δήλωση για το καθεστώς των Εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων, η Ελλάδα υπενθυμίζει την κοινή δήλωση για το Άγιον Όρος που έχει προσαρτηθεί στην Τελική Πράξη της Συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες».
Τέλος, κατά την υπογραφή της συμφωνίας προσχώρησης της Ελλάδας στη ζώνη Σένγκεν (Συμφωνία του 1985 και Σύμβαση του 1990), στις 6 Νοεμβρίου 1992, στη Μαδρίτη, υιοθετήθηκε κοινή δήλωση σχετική με το Άγιον Όρος, η οποία έχει ως εξής: «Αναγνωρίζοντας ότι το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους, όπως το εγγυάται το Άρθρο 105 του Ελληνικού Συντάγματος και ο Χάρτης του Αγίου Όρους, δικαιολογείται αποκλειστικά για πνευματικούς και θρησκευτικούς λόγους, τα συμβαλλόμενα μέρη θα φροντίσουν να λάβουν τούτο υπόψη τους κατά την εφαρμογή και την περαιτέρω επεξεργασία των διατάξεων της Συμφωνίας του 1985 και της Συμβάσεως του 1990».
Μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999 και την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εν λόγω δήλωση λειτουργεί πλέον σε επίπεδο Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στο έδαφός της. Παράλληλα, το έδαφος του Αγίου Όρους αποτελεί τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, στο οποίο ισχύει και εφαρμόζεται ο Ενωσιακός (τέως Κοινοτικός) Τελωνειακός Κώδικας. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, αυτή η Οδηγία δεν εφαρμόζεται στο Άγιον Όρος λόγω του ιδιαίτερου φορολογικού καθεστώτος που ισχύει για αυτό. Σήμερα σε λειτουργία βρίσκεται μόνο το Τελωνείο (Α’ τάξης) Δάφνης, καθώς το Τελωνείο (Β’ τάξης) Όρμου Μονής Βατοπαιδίου και τα Τοπικά Τελωνειακά Γραφεία Όρμου Μονής Ιβήρων και Όρμου Μονής Ζωγράφου τελούν σε αναστολή λειτουργίας.
Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους
Παράλληλα προς το Σύνταγμα, ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους της 10ης Μαΐου 1924 καθορίζει με λεπτομερή τρόπο τα αγιορειτικά καθεστώτα και τον τρόπο λειτουργίας τους. Ο Χάρτης συντάχθηκε από πενταμελή επιτροπή της Διπλής Έκτακτης Σύναξης, εγκρίθηκε από την τελευταία (απόντων, μεταξύ άλλων, των αντιπροσώπων της ρωσικής Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος) και επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Νομοθετικό Διάταγμα της 10ης Σεπτεμβρίου 1926 «περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους» (ΚΧΑΟ). Ο ίδιος ο ΚΧΑΟ, θέλοντας να αποδείξει την ιστορική συνέχεια του καθεστώτος της μοναστικής πολιτείας, στο ακροτελεύτιο άρθρο του, 188, τονίζει ότι αυτός απορρέει «εκ των αυτοκρατορικών Χρυσοβούλων τε και Τυπικών, Πατριαρχικών Σιγιλίων, Σουλτανικών Φιρμανίων, ισχυόντων Γενικών Κανονισμών και αρχαιοτάτων Μοναχικών Θεσμών και Καθεστώτων».
Τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα
Κατ’ επιταγήν του Συντάγματος, ο ΚΧΑΟ προβλέπει ορισμένες τελωνειακές και φορολογικές απαλλαγές για το Άγιο Όρος. Συγκεκριμένα: Ως προς τα τελωνειακά, απαλλάσσονται από κάθε δασμό οποιαδήποτε είδη εισάγονται στο Άγιον Όρος για τις μονές και τα υπόλοιπα ιδρύματά τους (σκήτες, κελιά κ.λπ.) αξίας μέχρι χιλίων μεταλλικών δραχμών για κάθε μοναχό ετησίως. Από τις 17 Ιανουαρίου 2006 η αξία της μεταλλικής δραχμής για τον εν λόγω υπολογισμό έχει αναπροσαρμοστεί στα €2,50. Ως προς τα φορολογικά:
– Τα προϊόντα που παράγονται στο Άγιον Όρος απαλλάσσονται από κάθε άμεσο φόρο εισοδήματος.
– Η μεταβίβαση και τα έσοδα κάθε περιουσίας που βρίσκεται στο Άγιον Όρος απαλλάσσονται από κάθε φόρο, εξαιρουμένων όσων ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
– Οι μοναχοί που εγκαταβιώνουν στο Άγιον Όρος απαλλάσσονται από τους φόρους κατανάλωσης για τα προϊόντα που παράγουν και καταναλώνουν στην περιοχή.
– Όλες οι συμβάσεις που αφορούν παραχώρηση δικαιωμάτων επί ακινήτων που βρίσκονται στο Άγιον Όρος, εφόσον συντάσσονται από τις αρμόδιες μοναστηριακές Αρχές ή την Ιερά Κοινότητα, απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου.
– Η αλιεία στο Άγιον Όρος για τη συντήρηση των μοναχών του είναι ελεύθερη και απαλλαγμένη κάθε φορολογίας (άρθρο 170 ΚΧΑΟ).
Στράτευση
Σύμφωνα με το Άρθρο 93 του ΚΧΑΟ, «δια να καρή τις μοναχός, δέον να υποστή δοκιμασίαν ενός μέχρι τριών ετών και να έχη συμπεπληρωμένον το 18ον έτος της ηλικίας αυτού. Ο ούτω καρείς μοναχός εις ουδεμίαν στρατιωτικήν θητείαν υπόκειται». Το Άρθρο 38 του κυρωτικού Ν.Δ. της 10ης Σεπτεμβρίου 1926 επαναλαμβάνει ότι «οι μοναχοί του Αγίου Όρους απαλλάσσονται της στρατιωτικής υπηρεσίας».
Σε συνέχεια των ανωτέρω προβλέψεων και ύστερα από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους το 2008, που έγινε δεκτή από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, εκδόθηκε απόφαση που δίνει τη δυνατότητα και στους δόκιμους μοναχούς του Αγίου Όρους να απαλλαγούν της στρατιωτικής τους υποχρέωσης, εφόσον το επιθυμούν. Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση στράτευσης αναβιώνει αν, πριν από τη συμπλήρωση του 45ου έτους της ηλικίας του, ο μοναχός ή δόκιμος «αποχωρήσει της Ιεράς Μετανοίας», εγκαταλείψει δηλαδή οριστικά το Άγιον Όρος. Προς τον σκοπό αυτόν, οι στρατολογικές υπηρεσίες ανά διετία και κατά το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου οφείλουν να εξακριβώνουν μέσω των οικείων μονών του Αγίου Όρους αν εξακολουθούν να μονάζουν όσοι έχουν τύχει απαλλαγής.
Τέλος, τροποποιήθηκε ρητά ο στρατολογικός νόμος, δίνοντας τη δυνατότητα αποκλειστικά σε μοναχούς και δόκιμους μοναχούς του Αγίου Όρους να απαλλάσσονται της υποχρέωσης στράτευσης.
Διαμονητήριο
Σύμφωνα με το Άρθρο 176 του ΚΧΑΟ, «πας εισερχόμενος εν Αγίω Όρει, πλην των περιοίκων προσκυνητών, οφείλει να εμφανισθή τη Ιερά Επιστασία, όπως λάβη την άδειαν της επισκέψεως των μονών και εξαρτημάτων καθ’ όλου». Πρόκειται για την υποχρέωση εφοδιασμού οποιουδήποτε επιθυμεί να επισκεφθεί το Άγιον Όρος με την ειδική άδεια εισόδου, διαμονής και επισκέψεως, γνωστή ως διαμονητήριο, από τα γραφεία προσκυνητών της Ιεράς Επιστασίας στη Θεσσαλονίκη και την Ουρανούπολη Χαλκιδικής. Η αξία του ειδικού ενσήμου, το οποίο οφείλει να είναι επικολλημένο επί του διαμονητηρίου, προκειμένου αυτό να έχει ισχύ, είναι σήμερα € 25,00 για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, € 35,00 για τους ετερόδοξους χριστιανούς και τους αλλιθρήσκους και € 10,00 για ειδικές κατηγορίες (όπως φοιτητές και οπλίτες).
Άβατο
Σύμφωνα με το Άρθρο 186 του ΚΧΑΟ, «η εις την χερσόνησον του Αγίου Όρους είσοδος των θηλέων κατά τα ανέκαθεν κρατούντα απαγορεύεται». Η απαγόρευση αυτή κυρώνεται και ποινικά με τη διάταξη του Άρθρου 43β του Ν.Δ. της 10ης Σεπτεμβρίου 1926 «περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους» και προβλέπει ότι «η παράβασις του Άρθρου 186 του Καταστατικού Χάρτου επισύρει την ποινήν φυλακίσεως δύο μηνών μέχρις ενός έτους». Ο περιορισμός αυτός έχει την πνευματική του βάση στην παρθενία των μοναχών και στην αφιέρωση του Όρους στη Θεοτόκο. Ονομάζεται «άβατον» και ισχύει από την αρχή της σύστασης της ιδιόρρυθμης πολιτείας, αν και κατά το παρελθόν σε στιγμές ανάγκης έχει καμφθεί.
Το Διοικητήριο στις Καρυές
Η πολιτική διοίκηση του Αγίου Όρους ανήκει στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με το Άρθρο 5, παρ. Α, στ. 26 του Οργανισμού του, και ασκείται μέσω της διοίκησης του Αγίου Όρους, η οποία αποτελεί αυτοτελή δημόσια Αρχή. Στη διοίκηση του Αγίου Όρους ανήκουν η από διοικητικής πλευράς εποπτεία ως προς την ακριβή τήρηση των αγιορειτικών καθεστώτων και η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Οργανισμού του υπουργείου Εξωτερικών, η Διοίκηση του Αγίου Όρους απαρτίζεται από τον διοικητή (ο οποίος έχει βαθμό και αποδοχές γενικού γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης), τον αναπληρωτή διοικητή και το λοιπό προσωπικό της, μόνιμο ή με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και εδρεύει στις Καρυές.
Ιερά Κοινότητα
Το αυτοδιοίκητο του Αγίου Όρους έγκειται στο ότι η διοίκησή του ασκείται μέσω των αντιπροσώπων των είκοσι Ιερών Μονών του, οι οποίοι αποτελούν την Ιερά Κοινότητα. Οι αντιπρόσωποι εκλέγονται στην αρχή κάθε έτους από τις οικείες μονές, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς τους, «προτιμωμένων πάντοτε των κεκτημένων εκκλησιαστικήν μόρφωσιν και εγκύκλιον παιδείαν». Οι διοικητικές αρμοδιότητές τους εκτείνονται σε οτιδήποτε δεν έχει απονεμηθεί στην εξουσία άλλου οργάνου του Αγίου Όρους, διαθέτει δηλαδή τεκμήριο αρμοδιότητας. Επίσης, διαθέτουν δικαστικές εξουσίες.
Η Ιερά Κοινότητα εδρεύει στις Καρυές και οι είκοσι αντιπρόσωποι των μονών παραμένουν μονίμως εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους για το οποίο εξελέγησαν, υποχρεούμενοι να προσέρχονται τακτικώς και ανελλιπώς στις συνεδρίες της. Οι εργασίες της Ιεράς Κοινότητας λαμβάνουν χώρα πάντοτε ενώπιον του Πρωτεπιστάτη, ο οποίος διευθύνει τις συζητήσεις της.
Όσον αφορά την επίσημη γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των μοναστικών κοινοτήτων με την Ιερά Κοινότητα και παρά την εγκαταβίωση και Ρώσων, Σέρβων, Βούλγαρων και Ρουμάνων μοναχών στο Άγιον Όρος, όλα τα έγγραφα της Ιεράς Κοινότητας, των ιερών μονών και των εξαρτημάτων τους πρέπει να συντάσσονται στην ελληνική.
Δικαιοσύνη
Η απονομή δικαιοσύνης στο Άγιον Όρος ρυθμίζεται τόσο από διατάξεις του ΚΧΑΟ όσο και από αυτές του κυρωτικού του Ν.Δ., οι οποίες τον συμπληρώνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Σύμφωνα με το Άρθρο 44 του ΚΧΑΟ, «ο σκοπός των εν Αγίω Όρει δικαστηρίων είναι η εκδίκασις των εκάστοτε αναφυομένων εν Αγίω Όρει οριακών ζητημάτων, η φρούρησις της μοναχικής πειθαρχίας και η τιμωρία των υποπιπτόντων εις παράπτωμα μοναχών εν γένει του Αγίου Όρους». Από το ιδιότυπο αυτό καθεστώς εξαιρούνται, πλην των πταισμάτων, τα κοινά ποινικά αδικήματα, τα οποία εκδικάζονται από τα ποινικά δικαστήρια της Θεσσαλονίκης.
Δικαστήρια
Δικαστικά όργανα, με διακριτές αρμοδιότητες το καθένα, αποτελούν:
– Ο ηγούμενος με τη γεροντία κάθε ιεράς μονής
– Η Ιερά Κοινότητα και
– Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία μπορεί να αναθέτει τις δικαστικές της αρμοδιότητες σε δικαστήριο που απαρτίζεται από εξαρχία τριών μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου και τα είκοσι μέλη της Έκτακτης Δισενιαύσιας Σύναξης.
Δικαστικές αρμοδιότητες
Ο ηγούμενος με τη γεροντία κάθε ιεράς μονής δικάζουν σε πρώτο βαθμό:
– Τα εκκλησιαστικά και πειθαρχικά παραπτώματα των μοναχών που ζουν τόσο στις οικείες μονές όσο και στα εξαρτήματά τους, εκτός από αυτά που επισύρουν την ποινή της καθαιρέσεως.
– Τις αστυνομικές και αγορανομικές παραβάσεις και τα πταίσματα που διαπράττονται στην περιφέρεια της οικείας μονής (αυτά που διαπράττονται στις Καρυές δικάζονται από την Ιερά Επιστασία) και
– Τις οριακές και άλλες διαφορές μεταξύ ορισμένης μονής και εξαρτήματός της ή μεταξύ δύο εξαρτημάτων της οικείας μονής.
Η Ιερά Κοινότητα δικάζει:
– Σε πρώτο βαθμό, τις οριακές διαφορές μεταξύ των μονών ή μεταξύ εξαρτημάτων δύο ή περισσότερων μονών και
– Σε δεύτερο βαθμό τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των γεροντιών των ιερών μονών.
Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία μπορεί να αναθέτει τις δικαστικές της αρμοδιότητες σε δικαστήριο που απαρτίζεται από εξαρχία τριών μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου και τα είκοσι μέλη της Έκτακτης Δισενιαύσιας Σύναξης, δικάζει:
– Τα εκκλησιαστικά αδικήματα που συνεπάγονται την ποινή της καθαιρέσεως και
– Σε δεύτερο βαθμό, τις εφέσεις κατά των αποφάσεων της Ιεράς Κοινότητας.
Μοναστικά ιδρύματα
Τα μοναστικά ιδρύματα του Αγίου Όρους διακρίνονται σε έξι τάξεις: τις ιερές μονές, τις σκήτες, τα κελιά, τις καλύβες, τα καθίσματα και τα ησυχαστήρια.
Ιερές μονές
Το Άγιον Όρος συνίσταται από είκοσι ιερές μονές. Σύμφωνα με την ιεραρχική τάξη, οι ιερές μονές του Αγίου Όρους, καλούμενες και αθωνικές, οι οποίες είναι αυτοδιοίκητες και διοικούνται σύμφωνα με τον εσωτερικό τους κανονισμό, τον οποίο ψηφίζουν οι ίδιες και εγκρίνει η Ιερά Κοινότητα, είναι οι εξής: Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας (963), Ιερά Μονή Βατοπαιδίου (972), Ιερά Μονή Ιβήρων (976), Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (1197, σερβική), Ιερά Μονή Διονυσίου (1375), Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου (12ος αιώνας), Ιερά Μονή Παντοκράτορος (1363), Ιερά Μονή Ξηροποτάμου (11ος αιώνας), Ιερά Μονή Ζωγράφου (919, βουλγαρική), Ιερά Μονή Δοχειαρίου (11ος αιώνας), Ιερά Μονή Καρακάλλου (1070), Ιερά Μονή Φιλοθέου (992), Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας (1363), Ιερά Μονή Αγίου Παύλου (11ος αιώνας), Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (1542), Ιερά Μονή Ξενοφώντος (1070), Ιερά Μονή Γρηγορίου (14ος αιώνας), Ιερά Μονή Εσφιγμένου (11ος αιώνας), Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος (11ος αιώνας, ρωσική) και Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου (1086).
Όλες οι ιερές μονές του Αγίου Όρους αποτελούν θρησκευτικά πνευματικά ιδρύματα και χαρακτηρίζονται «Κυρίαρχες», «Βασιλικές», «Πατριαρχικές» και «Σταυροπηγιακές». Κυρίαρχες επειδή διατηρούν ιδιοκτησιακό και οργανωτικό αυτοδιοίκητο του χώρου τους, μη υποκείμενο σε κανέναν περιορισμό ως προς τον αριθμό των μοναχών. Βασιλικές επειδή η ίδρυσή τους οφείλεται σε εντολή ή συνδρομή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων ή επικυρώθηκε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο. Πατριαρχικές ονομάστηκαν αργότερα με την έκδοση σχετικών πατριαρχικών σιγιλίων, όταν συνδέθηκαν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που ανέλαβε την πνευματική και μόνο εποπτεία τους. Σταυροπηγιακές γιατί κατά την ίδρυσή τους τοποθετήθηκε σε αυτές σταυρός, ο οποίος απεστάλη από το Οικου΅ενικό Πατριαρχείο.
Οι αθωνικές μονές σήμερα είναι όλες κοινόβιες. Παλαιότερα, ορισμένες ήταν ιδιόρρυθμες. Στις κοινόβιες οι αδελφοί έχουν τα πάντα κοινά και τίποτε ιδιόκτητο. Της μονής προΐσταται ισόβιος ηγούμενος, ο κοινοβιάρχης, έχοντας γύρω του τη γεροντία και τους επιτρόπους, εκλεγόμενος δε διά πλειοψηφίας από τη γεροντία σε μυστική ψηφοφορία από κατάλογο υποψηφίων, που και αυτός καταρτίζεται από πλειοψηφία από τους έχοντες δικαίωμα ψήφου (διανύοντες το 6ο από της κουράς των έτους) μοναχούς. Για τον ηγούμενο απαιτούνται ορισμένα πνευματικά και ηθικά προσόντα, δύναται όμως να παυθεί με απόφαση της γεροντίας και κατόπιν πλειοψηφίας των εχόντων δικαίωμα ψήφου της αδελφότητας. Αν ο εκλεγείς ηγούμενος δεν φέρει τον βαθμό του αρχιμανδρίτη, χειροτονείται αμέσως μετά την εκλογή.
Στις ιδιόρρυθμες μονές οι μεν μοναχοί ενδιαιτώνται μεμονωμένα, τα δε των μονών αυτών ορίζουν επιτροπή και η σύναξη των προϊσταμένων.
Κατά ταύτα, των μεν κοινοβίων η διοίκηση είναι σχεδόν μοναρχική, αλλά μετά κοινοκτημοσύνης, των δε ιδιορρύθμων ολιγαρχική-αριστοκρατική. Ο αριθμός των είκοσι μονών, ως αναγνωρισμένων ανέκαθεν από την Εκκλησία και την Πολιτεία, δεν μπορεί ούτε να αυξηθεί αλλά ούτε και να ελαττωθεί. Από αυτές, οι δεκαεπτά είναι ελληνικές, μία σερβική, μία ρωσική και μία βουλγαρική.
Πληθυσμιακά στοιχεία
Κατά την απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας το 2001, στο Άγιον Όρος απογράφηκαν 2.416 άτομα, ενώ μόνιμοι κάτοικοι δήλωσαν οι 1.961. Παρατίθενται σε παρένθεση ο μόνιμος και ο πραγματικός πληθυσμός, όπως καταγράφονται στα αρχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής:
Άγιον Όρος (1.961 – 2.416)
– Καρυαί (241 – 233)
– Βίγλα – Ο Άγιος Νείλος (12 – 12)
– Βουλευτήρια (11 – 11)
– Δάφνη (33 – 38)
– Καρούλια (4 – 4)
– Κατουνάκια (36 – 36)
– Καψάλα (19 – 19)
– Κερασιά – Ο Άγιος Βασίλειος (27 – 27)
– Μετόχιον Χουρμίτσης (10 – 12)
– Μονή Αγίου Διονυσίου (48 – 71)
– Μονή Αγίου Παντελεήμονος (67 – 88)
– Μονή Αγίου Παύλου (75 – 112)
– Μονή Βατοπαιδίου (151 – 163)
– Μονή Δοχειαρίου (1 – 3)
– Μονή Εσφιγμένου (90 – 121)
– Μονή Ζωγράφου (23 – 48)
– Μονή Ιβήρων (62 – 71)
– Μονή Καρακάλλου (46 – 60)
– Μονή Κουτλουμουσίου (70 – 86)
– Μονή Κωνσταμονίτου (38 – 44)
– Μονή Μεγίστης Λαύρας (61 – 64)
– Μονή Ξενοφώντος (102 – 123)
– Μονή Ξηροποτάμου (25 – 25)
– Μονή Οσίου Γρηγορίου (88 – 107)
– Μονή Παντοκράτορος (26 – 25)
– Μονή Σίμωνος Πέτρας (79 – 94)
– Μονή Σταυρονικήτα (42 – 42)
– Μονή Φιλοθέου (56 – 57)
– Μονή Χιλανδαρίου (62 – 92)
– Νέα Σκήτη (44 – 48)
– Προβάτα-Μορφονού (29 – 29)
– Σκήτη Αγίας Άννης (87 – 94)
– Σκήτη Αγίας Τριάδος (40 – 40)
– Σκήτη Αγίου Ανδρέου Βατοπαιδίου (87 – 89)
– Σκήτη Αγίου Δημητρίου Βατοπαιδίου (16 – 16)
– Σκήτη Αγίου Δημητρίου (9 – 9)
– Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος (12 – 16)
– Σκήτη Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (9 – 10)
– Σκήτη Θεοτόκου (1 – 1)
– Σκήτη Προφήτου Ηλίου (0 – 0)
– Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων (7 – 7)
– Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Μεγίστης Λαύρας (15 – 15).