ΙΣΤΟΡΙΚΑ:Τα Δεκεμβριανά (1944)
Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων από την άλλη. Ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου 1944 με την αιματηρή κατάληξη του συλλαλητηρίου της Πλατείας Συντάγματος και τελείωσε τυπικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Ήταν το προανάκρουσμα του Εμφυλίου Πολέμου (1946 – 1949), αν και για ορισμένους ιστορικούς η εμφύλια διαμάχη είχε ξεκινήσει πριν από την Απελευθέρωση.
Η αντιπαράθεση αυτή προήλθε από το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής τον Οκτώβριο του 1944.
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό την καταλυτική επιρροή του ΚΚΕ και με νωπές τις αντιστασιακές δάφνες της Κατοχής, είχε ένα καλά συγκροτημένο στρατιωτικό σώμα και διεκδικούσε μερίδιο στην εξουσία, αν όχι όλη την εξουσία. Απέναντί του οι αστικές δημοκρατικές δυνάμεις ήταν τελείως αδύναμες να του αντιπαρατεθούν, όντας σχεδόν 9 χρόνια εκτός εξουσίας (Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή), ενώ μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού έφερε τη στάμπα του δοσίλογου.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η συνδρομή των Βρετανών, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα ελληνικά πράγματα και ως συμμαχική δύναμη, ήταν εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση της αστικής δημοκρατίας. Να μην ξεχνάμε ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον Ειρηνικό συνεχιζόταν με σφοδρότητα ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη ζυγαριά να κλείνει αποφασιστικά υπέρ των Συμμάχων.
Στις 18 Οκτωβρίου 1944 έφθασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και δύο μέρες αργότερα σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν και έξι ΕΑΜικοί Υπουργοί.
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και η δημιουργία εθνικού στρατού. Στις 5 Νοεμβρίου ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι ύστερα από τη συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Σκόμπι (επικεφαλής των Βρετανικών Δυνάμεων στην Ελλάδα), ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.
Όμως, η απόφαση αυτή δεν άρεσε στο ΚΚΕ, καθώς μία ενδεχόμενη αποστράτευση του ΕΛΑΣ θα του αφαιρούσε ένα ισχυρό χαρτί στην πρόθεσή του να επιβάλει στην Ελλάδα ένα κομμουνιστικό καθεστώς σοβιετικού τύπου.
Οι διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων ναυάγησαν στις 28 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου οι Υπουργοί του ΕΑΜ αποχώρησαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ήταν φανερό ότι οι δύο πλευρές οδηγούνταν σε σύγκρουση, την οποία επιδίωκε το ΚΚΕ από τις 20 Νοεμβρίου με απόφαση του Πολιτικού του Γραφείου, σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία.
Σε μία επίδειξη ισχύος, το ΕΑΜ διοργανώνει την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου ένα μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000.
Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 άτομα και να τραυματισθούν 148.
Για το ποιος ήρξατο χειρών αδίκων υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) ότι πυροβόλησε κάποιος από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις, β) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία και γ) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας. Χρόνια αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1958, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», Άγγελος Έβερτ (πατέρας του πολιτικού και αρχηγού της Ν.Δ. Μιλτιάδη Έβερτ), σε συνέντευξή στην εφημερίδα «Ακρόπολις» θα παραδεχτεί ότι ήταν αυτός που διέταξε τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης βάσει διαταγών που είχε λάβει, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάλυσης του κράτους.
Την επομένη, μετά τις κηδείες των θυμάτων, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, με τη συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ συγκρότησε νέα διαδήλωση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κι άλλοι νεκροί.
Το ίδιο βράδυ, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά μεταπείστηκε από τους Άγγλους και παρέμεινε στη θέση του. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει με το μέρος του ΕΛΑΣ, που έλεγχε σχεδόν όλη την Αθήνα, εκτός από το κέντρο της πρωτεύουσας.
Οι δυνάμεις του ανέρχονταν σε περίπου 20.000 άνδρες (10.000 μάχιμους και άλλους τόσους εφεδρικούς). Η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορούσε να υπολογίζει σε περίπου 10.000 μάχιμους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι άνδρες της εμπειροπόλεμης 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, που είχε έλθει με δάφνες από το Ρίμινι με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (θείο του υπουργού Οικονομικών και στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου) και φυσικά στη βρετανική δύναμη υπό τον υποστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που ήταν και η καλύτερα εξοπλισμένη απ’ όλους τους εμπλεκόμενους και αριθμούσε γύρω στους 5.000 άνδρες.
«Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε κατακτημένη πόλη, όπου γίνεται μία τοπική εξέγερση» τηλεγραφεί στον Σκόμπι ο βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ, που δεν διανοείτο ότι θα έχανε την Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας.
Η πρόθεση του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Αθήνας ήταν να αφοπλίσει όσες αστυνομικές υπηρεσίες αντιστέκονταν, ώστε να αποδυναμώσει τον αντίπαλο. Ιδιαίτερα σκληρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Μακρυγιάννη για τον έλεγχο του Συντάγματος Χωροφυλακής που έδρευε εκεί (6 – 11 Δεκεμβρίου 1944).
Όταν οι Βρετανοί κατάλαβαν ότι τα πράγματα λάμβαναν άσχημη τροπή γι’ αυτούς, αποφάσισαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στην Αθήνα, αποσπώντας μονάδες από το μέτωπο της Ιταλίας. Από τα μέσα Δεκεμβρίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν σταδιακά να κερδίζουν έδαφος.
Οι Βρετανοί με επίλεκτους στρατιώτες, άρματα μάχης και αεροπορία, αφού πρώτα εξουδετέρωσαν τη δύναμη του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας και ιδιαίτερα στο προπύργιό του, την Καισαριανή, άρχισαν να εκκαθαρίζουν το κέντρο της πόλης, όπου συνήφθησαν ομηρικές οδομαχίες στα στενοσόκακα γύρω από την Πλατεία Ομονοίας, στου Ψυρρή και το Μεταξουργείο.
Ο Τσόρτσιλ πίστευε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί με στρατιωτικά μέσα, αλλά μόνο με πολιτικά. Γι’ αυτό, ανήμερα των Χριστουγέννων, ήλθε στην Αθήνα.
Σε αλλεπάλληλες συσκέψεις στο Υπουργείο Εξωτερικών (26 – 27 Δεκεμβρίου), στις οποίες συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, αποφασίστηκε να ζητηθεί από τον εξόριστο Βασιλιά Γεώργιο Β’ να ορίσει Αντιβασιλέα και συγκεκριμένα τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό (Παπανδρέου). Ήταν μία ευφυής κίνηση του άγγλου πολιτικού για να κρατήσει ενωμένες τις αστικές δυνάμεις, με τη γεφύρωση του χάσματος φιλομοναρχικών και βενιζελογενών δημοκρατικών.
Στα πολιτικά ζητήματα υπήρξε πλήρης διαφωνία. Ο Σιάντος απαίτησε να δοθούν στο ΕΑΜ σχεδόν τα μισά Υπουργεία, να διωχθούν από τον κρατικό μηχανισμό οι δοσίλογοι, να διαλυθεί η Χωροφυλακή, να γίνει δημοψήφισμα για το πολιτειακό το Φεβρουάριο και εκλογές τον Απρίλιο.
Οι όροι, αρκούντως μαξιμαλιστικοί, απορρίφθηκαν απ’ όλους τους πολιτικούς, καθώς πίστευαν ότι θα οδηγούσαν σε κομμουνιστικοποίηση του κράτους. Το ΚΚΕ έδειξε αδιαλλαξία, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η έλευση του Τσόρτσιλ στην Αθήνα ήταν ένδειξη αδυναμίας και δεν προχώρησε σ’ ένα συμβιβασμό, που θα του επέτρεπε να διασώσει τις δυνάμεις του και να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο της εξουσίας.
Στις 30 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς ενέδωσε στις αφόρητες πιέσεις των Βρετανών και ανακοίνωσε το διορισμό του Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέα και την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Ελλάδα, μόνο αν το θελήσει ο λαός. Ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και στις 3 Ιανουαρίου 1945 τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας.
Στις 5 Ιανουαρίου 1945 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα, υπό την πίεση των υπέρτερων κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων. Στις 11 Ιανουαρίου ο ΕΛΑΣ υπέγραψε ανακωχή με τους Βρετανούς και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 έληξαν και τυπικά τα «Δεκεμβριανά», με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το ΕΑΜ είχε ηττηθεί στρατιωτικά και πολιτικά.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/357
© SanSimera.gr