Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτηφορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα. Καρλ Μαρξ
Η Σοβιετική συνδρομή στον Κεμάλ. ( Μικρασιατική εκστρατεία Μάϊος 1919 – Οκτώβριος 1922, Αρμενία, Συμμαχία Τουρκίας – Σοβιετικής Ένωσης.
Επιλογή μερικών παλαιότερων ενδεικτικών διδακτικών ιστορικών αποσπασμάτων, επίκαιρων για σήμερα από Α. Αντωνά.
Για να πάψουν οι ψευδαισθήσεις και οι ουτοπίες. Μια παροιμία από τους πρώτους διδάξαντες Τούρκους ολετήρες βαρβάρους λέει …. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΤΡΟΠΗ … ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ! Και ο νοών νοείτω και μη παρανοείτω….. διότι….
Η ιστορία είναι φιλοσοφία μέσω παραδειγμάτων. Θουκυδίδης
Βιβλιογραφία• Goekay Buelent, Soviet Eastern Policy and Turkey, 1920–1991, Routledge, 2006• Debo Richard, Survival and Consolidation, The Foreign Policy of Soviet Russia, 1918-1921, McGill-Queen’s University Press, 1992• Ziemke Earl, The Red Army 1918-1941: From Vanguard of the World Revolution to US Ally, Frank Cass, 2004• McMeekin Sean, History’s greatest heist : the looting of Russia by the Bolsheviks, Yale University Press, 2009• Gawrych George , The Young Atatürk: From Ottoman Soldier to Statesman of Turkey, Tauris, 2013• «Yeni Rusya ve Yeni Türkiye: İşbirliğinin İlk Adımları (1920-1930’lu Yıllarda Rus-Türk İlişkileri)» («Νέα Ρωσία καιΝέα Τουρκία: τα πρώτα βήματα συνεργασίας (Ρωσοτουρκικές σχέσεις 1920-1930)», ΥΠ.ΕΞ. Ρωσίας, 2010• Ζαπάντης Ανδρέας, Ελληνο-σοβιετικές Σχέσεις 1917-1940, Εστία, 1989
Οι μεγάλες πολιτικές ταραχές που έλαβαν πρόσφατα χώρα στην Τουρκία είχαν σαν επίκεντροένα χώρο ιδιαίτερου συμβολικού βάρους για τη σύγχρονη τουρκική πολιτεία. Πρόκειται για την πλατεία Ταξίμ, στο κέντρο της οποίας υπάρχει το «Μνημείο της Πολιτείας»[i] (Cumhuriyet Anıtı), σε ανάμνηση της ίδρυσης της τουρκικής πολιτείας το 1923. Στο μνημείο που ανηγέρθη το 1928 με προσωπικές οδηγίες του Μουσταφά Κεμάλ, η νότια, δευτερεύουσα πλευρά φιλοξενεί ανάγλυφη σύνθεση στην οποία πρωτοστατεί ο Κεμάλ ως πολεμικός ηγέτης που οδηγεί τούρκους στρατιώτες στη μάχη. Στη βόρεια πλευρά, που είναι η κύρια πλευρά του μνημείου, υπάρχει μεγάλη γλυπτή σύνθεση αφιερωμένη στην ίδρυση του κεμαλικού κράτους. Στην πρώτη σειρά της σύνθεσης υπάρχουν τρεις άντρες: στο κέντρο ο Μουσταφά Κεμάλ, πλαισιωμένος από τους δύο βασικούς στρατιωτικούς αλλά και πολιτικούςσυνεργάτες του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία: τον Ισμέτ Ινονού και τον Φεβζί Τσακμάκ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, εμφανίζει η δεύτερη σειρά, ακριβώς πίσω από τους τρεις άντρες. Σε αυτήν αναπαριστώνται δύο άντρες πίσω και αριστερά του Κεμάλ: πρόκειται για τους διάσημους σοβιετικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες Μιχαήλ Φρούντζεκαι Κλιμέντιο Βοροσίλοφ – τοποθετημένους εκεί καθ’ υπόδειξιν του ιδίου του Κεμάλ. Η επιλογή των προσώπων ίσως φανεί αναπάντεχη σε κάποιον, που δεν είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αλλά διαβάζοντας τα πιο κάτω αποσπάσματα θα βρει την απάντηση….
Η παρουσία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία προκαλεί ανησυχία στη ΣοβιετικήΡωσία για τους ίδιους, πρακτικά, λόγους. Η Ελλάς, ο Ελληνικός Στρατός και το ΒασιλικόΝαυτικό έχουν καταχωρηθεί στη σοβιετική συνείδηση ως εξαρτήματα της βρετανικής υψηλής στρατηγικής. Ως εκ τούτου, η είσοδός τους στη Μικρά Ασία, και μάλιστα στην εγγύς περιοχήτων Δαρδανελλίων, δε μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνον ως εδραίωση του βρετανικού ελέγχου επί των Στενών, κι ακόμη περισσότερο ως ένα πολύ επικίνδυνο και ισχυρό στρατιωτικό εργαλείο στα χέρια τους. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι το 1919 και το 1920 (οπότε και κατ΄ουσίας διαμορφώνεται η σοβιετική αντίληψη για την πολιτική της), ο ΕΣ είναι ένας από τους λίγους (αν όχι ο μόνος) ισχυρός κι ετοιμοπόλεμος στρατός της Εγγύς Ανατολής, και ότι η Σοβιετική Ένωση ανησυχεί ακόμη και για την άμεση εδαφική της ασφάλεια. Αν σε κάποιον φαίνονται υπερβολικές οι αποστάσεις και οι κλίμακες για να δικαιολογήσουν το φόβο αυτό, δεν έχει παρά να θυμηθεί ότι οι απόστάσεις που από την Αθήνα μπορεί να φαίνονται μεγάλες, από τη Μόσχα φαίνονται πολύ μικρές, ότι όχι μόνον η Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία αλλά και ο Κριμαϊκός Πόλεμος, 65 έτη νωρίτερα, είχε διεξαχθεί με δυνάμεις μικρότερες σε αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες, και ότι ο ΕΣ είχε ήδη επιχειρήσει με δύο μεραρχίες στη Νότια Ρωσία.
Η νεοσύστατη Δημοκρατία της Αρμενίας, το ένα από τα τρία κράτη (μαζί με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊζάν) που διαχώριζαν γεωγραφικά την Σοβιετική Ρωσία από την Κεμαλική Τουρκία, ήταν ένας επιπλέον κρίσιμος παράγοντας που καθόρισε τη διάθεση της Σοβιετικής Ρωσίας να ταχθεί με την Κεμαλική Τουρκία. Η Δημοκρατία της Αρμενίας είχε ιδρυθεί ως ανεξάρτητο κράτος με την έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, και παρ΄όλο που η κεντρική πολιτική δύναμη (οι «Ντασνάκ») ήταν σοσιαλιστικών αντιλήψεων, ήταν ταυτόχρονα εθνικιστική, ενώ οι πρόσφατες μαζικές σφαγές από τους τούρκους έθεταν την εθνική επιβίωση σε πολύ πιο άμεση προτεραιότητα από κοσμοθεωρητικές αναζητήσεις. Η Δημοκρατία της Αρμενίας εκλαμβανόταν ως θανάσιμη και κοινή απειλή και για τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Καθώς ήταν ένας από τους ελάσσονες νικητές του Α΄Παγκοσμίου, ανέμενε εύνοια στην μεταπολεμική διευθέτηση και έμπρακτη βοήθεια από της μεγάλες νικήτριες δυνάμεις. Από την πλευρά των σοβιετικών η Αρμενία ήταν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο δυτικό προπύργιο στον πάντα ανήσυχο Καύκασο, ενώ από την πλευρά των τούρκων ήταν ένας θανάσιμος αντίπαλος που έτρεφε εξαιρετικό μίσος εναντίον τους εξ αιτίας της γενοκτονίας που είχε μόλις προηγηθεί, είχε αρκετά μεγάλο πληθυσμό (εν πολλοίς προσφυγικό) ώστε να αποτελεί υπολογίσιμο αντίπαλο, είχε ιστορικές αξιώσεις και έμπρακτα ερείσματα σε μεγάλες εκτάσεις της Ανατολίας (την ιστορική «Δυτική Αρμενία» που έφτανε μέχρι τον Πόντο και νοτιότερα, ενώ το κράτος βρισκόταν στην ιστορική «Ανατολική Αρμενία») και συνόρευε με μία δεύτερη, εξαιρετικά ανήσυχη κι επικίνδυνη περιοχή, τον ελληνικό Πόντο, με πληθυσμιακό στοιχείο που είχε σχετική θρησκευτική συνάφεια. Ο αρμενικός κίνδυνος επενεργούσε στρατηγικά ως βασικός παράγοντας στην τουρκοσοβιετική προσέγγιση.
Οι τρεις μεγάλοι ηττημένοι του Α’ ΠΠ υπήρξαν – με τον έναν ή άλλο τρόπο – η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι δύο τελευταίες δεν κατανικήθηκαν συντριπτικά, αλλάακόμη και στη Γερμανία, μετά την αρχική συντριπτική στρατιωτική επικράτηση, δεν επιβλήθηκε το είδος του ασφυκτικού εσωτερικού πολιτικού ελέγχου που επιβλήθηκε στους ηττημένους του επομένου παγκοσμίουπολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρήσουν μεταπολεμικά και οι τρεις χώρες την πολιτική τους αυτονομία. Ο συνδυασμός της σκληρής πίεσης που οι νικητές άσκησαν σε καθεμία από τις τρεις χώρες, μαζί με την αυτονομία που αυτές διατήρησαν τις οδήγησαν να επιδιώξουν:1. να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της πολεμικής τους ήττας στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, και2. να επανενταχθούν στο διεθνές σύστημα ως νόμιμοι και ενισχυμένοι πόλοι του.
Η υπογραφή της τουρκο-σοβιετικής «Συνθήκης Ειρήνης και Αδερφοσύνης» στις 16 Μαρτίου 1921
Η πρώτη επιδίωξη ήταν αυτή που ώθησε τις τρεις χώρες πολύ γρήγορα στην ανάπτυξη στενών σχέσεων μεταξύ τους, και μάλιστα, σε κάποιο βαθμό, μέσω κοινών διεργασιών.
Πράγματι, για τη Σοβιετική Ρωσία που ήταν παρίας του διεθνούς συστήματος, οι έτεροι δύο παρίες, η Γερμανία και η Κεμαλική Τουρκία, ήταν σχεδόν αυτονόητες επιλογές για τη σύμπηξη συμμαχίας παρά το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα που τις χώριζε. Η υπογραφή της τουρκο-σοβιετικής «Συνθήκης Φιλίας και Αδερφοσύνης» στις 16 Μαρτίου 1921 (ν.ημ.), ταυτόχρονα με την πρώτη μεγάλη επιχείρηση του Ελληνικού Στρατού εναντίον των κεμαλικώνδυνάμεων στην Κιουτάχεια (και που στο προοίμιό της επαναβεβαίωνε τη δέσμευση των δύο μερών «ενάντια στον ιμπεριαλισμό»), έγινε ταυτόχρονα με τις γερμανο-σοβιετικές ζυμώσεις μεταξύ γερμανών(συντηρητικών) αξιωματικών, επιχειρηματιών και σοβιετικών στελεχών που είχαν ξεκινήσει από παλαιότερα και τη στιγμή εκείνη επιτάθηκαν ιδιαίτερα λόγω της σοβιετικής ήττας από τον κοινό αντίπαλο, τους Πολωνούς. Οι ζυμώσεις αυτές οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας του Ραπάλλο, τον Απρίλιο του 1922, με την ίδια ακριβώς στόχευση: την αλληλοϋποστήριξη των χωρών που είχαν τεθεί στο περιθώριο του διεθνούς συστήματος. Μάλιστα, κατά παρόμοιο τρόπο, και οι δύο συνθήκες είχαν «μυστικά» παραρτήματα τα οποία περιείχαν και τη γεωπολιτική ουσία των συμφωνιών και τα οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι ήθελαν να αποκρύψουν προκειμένου να αποφύγουν τις πιο βίαιες κι έντονες αντιδράσεις: στη μεν τουρκο-σοβιετική συμφωνία ό,τι αφορούσε την υλική και χρηματική βοήθεια που η Σοβιετική Ρωσία θα παρείχε στην Κεμαλική Τουρκία, στη δε γερμανο-σοβιετική συμφωνία ό,τι αφορούσε τη στρατιωτική (εκπαιδευτική και τεχνολογική) συνεργασία μεταξύ Ερυθρού Στρατού και της Ράιχσβερ.
Η αρχική διάθεση της Σοβιετικής Ένωσης για συνεργασία και υποστήριξη του Κεμάλ το 1919 εκφράστηκε μέσα διαφορετικούς διαύλους.
Ένας από αυτους ήταν μέσω των τούρκων κομμουνιστώντου Μουσταφά Σουμπχί που είχαν φτάσει στη Μικρασία από την Κριμαία τον Μάιο του ’19. Οι κομμουνιστές αυτοί, μόλις αφιχθέντες από τη Σοβιετική Ρωσία και απολύτως ελεγχόμενοι από τους Ρώσους Μπολσεβίκους έχουν συναντήσεις με τον Κεμάλ αμέσως μετά την αποβίβασή του στη Σαμψούντα, στις 19 Μαΐου, και την έναρξη της εθνικιστικής του εκστρατείας. Η διάθεση της τουρκικής κομμουνιστικής οργάνωσης για συνεργασία με τον Κεμάλ είναι υψηλή και εκφράζεται ενεργά καθ΄όλο του 1919, εν αναμονή των ζυμώσεων στο εσωτερικό της τουρκικής εθνικιστικής μερίδας, καθώςκαι της αποκρυστάλλωσης της κεμαλικής στάσης απέναντί τους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά κατά την αρχική φάση της της τουρκικής αντίστασης, η γερμανική βοήθεια – προερχόμενη πάντα δια μέσου σοβιετικών διαύλων – φαίνεται ότι έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ενίσχυσή της. Τα απομνημονεύματα τούρκων πολιτικών πρωταγωνιστών της εποχής κάνουν επίμονες, αν και ασαφείς και συχνά αντιφατικές, αναφορές σε αυτήν, τονίζοντας την κεντρική της σημασία (ακόμη και ψυχολογική) κατά την πρώτη φάση της τουρκικής αντίστασης. Στα μέσα του Ιουλίου του 1920 φαίνεται ότι οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν την αποστολή πολεμικού υλικού στην Τουρκία μέσω Σοβιετικής Ρωσίας, και θέτουν ως λιμένα διεκπεραίωσης του υλικού αυτόν της Τραπεζούντας.
Η πρώτη επίσημη επαφή μεταξύ των δύο μερών έγινε με την επιστολή που απηύθυνε ο Μουσταφά Κεμάλ στις 26 Απριλίου του 1920 με την οποία καλούσε τη Σοβιετική Ρωσία να αναγνωρίσει την κυβέρνησή του και να τον βοηθήσει να εκδιώξει τις δυτικές δυνάμεις από την τουρκική επικράτειά. Εξειδίκευε ζητώντας εξοπλισμό, εφόδια και χρήματα, καθώς και βοήθεια προκειμένου να σπάσει το φράγμα της Αρμενίας και της Γεωργίας που η Εγκάρδια Συμμαχία είχε υψώσει μεταξύ των δύο χωρών. Η επιστολή έφτασε στη Μόσχα την 1η Ιουνίου. Η απάντηση του Τσιτσέριν, κατόπιν υποδείξεως του Λένιν, δόθηκε δύο ημέρες αργότερα. Η σοβιετική πλευρά καλωσόριζε θερμά το νέο τουρκικό κράτος, καλώντας σε αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων και συμφωνώντας επί της αρχής σε συναργασία αλλά αποφεύγοντας προσεκτικά να απαντήσει στα συγκεκριμένα θέματα που είχε θέσει ο Κεμάλ. Στην απάντησή του ο Κεμάλ έκανε πάλι νύξη για τη διευθέτηση των συνόρων και ταυτόχρονα ενημέρωνε ότι ο υπουργός εξωτερικών είχε ήδη αναχωρήσει για τη Μόσχα.
Το πρόβλημα της Αρμενίας ουσιαστικά επιλύθηκε από τα γεγονότα του φθινοπώρου του ’20. Οι Αρμένιοι, εμπνεόμενοι από την Συνθήκη των Σεβρώνεισέβαλαν στην (κατεχόμενη) δυτική Αρμενία. Οι τούρκοι άδραξαν την ευκαιρία και εκμεταλλεύομενοιτη στρατιωτική τους ισχύ στην περιοχή αντεπετέθησαν αποφασιστικά, εκδιώκοντας τους Αρμένιους από την περιοχή και προχωρώντας απειλητικά προς τα ανατολικά. Οι σοβιετικοί – που τη στιγμή εκείνη είχαν εξαιρετικά αδύναμες στρατιωτικές δυνάμεις στον Καύκασο – προσφέρθηκαν να διαμεσολαβήσουν, πρόταση που οι Αρμένιοι, εγκαταλελειμένοι τόσο από τη Δύση όσο και από τους σοβιετικούς, αποδέχτηκαν. Μετά από μια διαδοχή πολύπλοκων εξελίξεων, το αποτέλεσμα ήταν οι Τούρκοι να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας, οι σοβιετικοί το υπόλοιπο, η άμεση εδαφική επικοινωνία των δύο μερών να αποκατασταθεί και το φθινόπωρο του ’20 το θέμα της Αρμενίας ως αιτία τριβής τουρκο-σοβιετικής τριβής να εκλείψει. Έχοντας εξασφαλίσει την επαφή με τη Σοβιετική Ρωσία, ο Κεμάλ απαλλάχτηκε και από τις δύο ενοχλητικές παρουσίες στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αφ΄ενός προς το τέλος του 1920 συγκρούστηκε ανοικτά με τον Ετέμ που αρνήθηκε να προσχωρήσει στις τακτικές κεμαλικές στρατιωτικές δυνάμεις, αφ’ ετέρου στις αρχές του 1921 δολοφόνησε – με «διακριτικότητα» όλη την ηγεσία του ΤΚΚ, τερματίζοντας την απειλή που μπορεί να συνιστούσαν. Ενδιαφέρον είναι το σκεπτικό του Κεμάλ, που διατυπώθηκε σε επιστολή του προς τον Καραμπεκίρ, ότι η εξουδετέρωση του ΤΚΚ ήταν κρίσιμη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της σοβιετικής συμμαχίας, αφού οι σοβιετικοί θα υποστήριζαν τους κεμαλικούς κατ΄αποκλειστικότητα μόνον εάν ήταν πεπεισμένοι ότι δεν υπήρχε προοπτική Στις 13 Δεκεμβρίου 1921 αφίχθη στην Άγκυρα ο Μιχαήλ Φρούντζε επικεφαλής «Ουκρανικής» αντιπροσωπείας. Η επίσκεψη αυτή έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στις ήδη στενές τουρκο-σοβιετικές σχέσεις. Ο Φρούντζε απήυθυνε χαιρετισμό στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ενώ επισκέφθηκε τουρκικά στρατεύματα και παρακολούθησε ασκήσεις. Κυρίως, όμως, ο Κεμάλ επεδίωξε και αποκατέστησε σχέση ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης και φιλίας με τον Φρούντζε, όπως αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές αναφορές του τελευταίου. Στις αναφορές του προς τον Τσιτσέριν ο Φρούντζε τονίζει τις ελλείψεις του τουρκικού στρατού και εισηγείται ένθερμα τη χορήγηση υλικής βοήθειας καθώς και την καταβολή της εκκρεμούς δόσης 3,5 εκ. ρουβλίων (βλ. παρακάτω). Είναι αυτή η επίσκεψη που εξασφαλίζει στον Φρούντζε τη θέση στο Μνημείο της Πολιτείας. Η επίσκεψή του λήγει στις 5 Ιανουαρίου του ’22, αφού στις 3 Ιανουαρίου έχει υπογραφεί «τουρκο-ουκρανική» συμφωνία ειρήνης.για το ΤΚΚ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εξ αρχής, ρητώς και από τις δύο πλευρές η παροχή της βοήθειας προς την Τουρκία είχε ως σκοπό τη συνέχιση του πολέμου κατά της Ελλάδος. Το αρχικό αίτημα της τουρκικής αντιπροσωπείας αφορούσε την παροχή 150 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων ως χρηματική ενίσχυση. Το Υπουργείο Εξωτερικών της ΣοβιετικήςΡωσίας (για την ακρίβεια, η «Λαϊκή Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων» όπως ήταν η επίσημηονομασία, η περίφημη «Ναρκομιντέλ») χαρακτήρισε σε εσωτερικό της έγγραφο το αίτημα ως «καθαρή υπερβολή ανατολίτικης νοοτροπίας». Το ποσόν που συμφωνήθηκε ήταν ύψους 10 εκ. χρυσών ρουβλίων. Σύμφωνα με τα τα σοβιετικά, επίσης, αρχεία, η βοήθεια αυτήφαίνεται να άρχισε να παρέχεται αμέσως. Τα 5,4 εκ. χρυσά ρούβλια μεταφέρθηκαν σε τρείς δόσεις τον Απρίλιο, το Μάιο και τον Ιούνιο του ’21, ενώ προς το τέλος του 1921 μεταφέρθηκαν ακόμη 1,1 εκ. χρυσά ρούβλια. Στις 3 Μαΐου του 1922 φαίνεται να μεταφέρθηκαν ακόμη 3,5 εκ. χρυσά ρούβλια που, σύμφωνα με τις – μάλλον πιο αξιόπιστες – σοβιετικές πηγές φαίνεται να ολοκλήρωναν την συμφωνημένη χρηματική βοήθεια. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας Γεώργιος Τσιτσέριν (για την ακρίβεια: ο Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων) σε έγγραφό του προς τον Στάλιν αναφέρει ότι στις 20 Σεπτεμβρίου του 1921 οι τούρκοι επέμειναν να τους παρασχεθεί ποσόν 50 εκ. χρυσά ρούβλια επιπλέον των 10 εκ. συμφωνημένων, αίτημα που δε φαίνεται να έγινε ποτέ δεκτό.Ο πιο συστηματικός και μάλλον αξιόπιστος τουρκικός απολογισμός δε διαφέρει ουσιωδώς από την παραπάνω εικόνα. Σύμφωνα με αυτήν, τον Απρίλιο του ’21, αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης, παραδόθηκαν στους τούρκους 4 εκ. χρυσά ρούβλια. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του ’21 δόθηκαν στον τούρκο ταγματάρχη Σαφέτ (Saffet) 1,4 εκ. χρυσά ρούβλια, ενώ τον Νοέμβριο του ’21 ο στρατηγός Φρούντζε (τότε ακόμη επικεφαλής των σοβιετικών δυνάμεων στην Ουκρανία) έφερε κατά την επίσκεψή του στην Τραπεζούντα (την τραγωδία των ελλήνων κατοίκων της οποίας της οποίας αποτύπωσε γλαφυρά στο ημερολόγιό του) 1,1 εκ. χρυσά ρούβλια. Τον Μάιο του 1922 ο σοβιετικός πρέσβυς Αραλώφ έφερε μαζί του στην Άγκυρα 3,5 εκ. χρυσά ρούβλια, οπότε και του δόθηκε από τον τούρκο υπουργό οικονομικών Χασάν Φεχμί η απόδειξη της εξόφλησης των 10 εκ. χρυσών ρουβλίων.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η αποστολή μέρους της βοήθειας, και ειδικότερα μερους της δεύτερης δόσης – περί το 1 εκ. χρυσά ρούβλια – στον τούρκο ταγματάρχη Σαφφέτ προκειμένου αυτός να προμηθευτεί εξοπλισμό από τη Γερμανία επανέρχεται από όλες τις πηγές, χωρίς όμως αναφορές στο τι απέφερε η προσπάθεια αυτή.
Την ίδια εικόνα σοβιετικής βοήθειας, αν και με τα ποσά πολλαπλασιασμένα, αναφέρουν οι βρετανικές αναφορές πληροφοριών που φαίνεται να έχουν σχετική (αλλά όχι ιδιαίτερα ακριβή) πρόσβαση σε σοβιετικές πηγές. Και οι βρετανικές μυστικές αναφορές επιβεβαιώνουν την αποστολή του 1 εκ χρυσών ρουβλίων στην αρχή του θέρους του 1921 προκειμένου να αποκτηθεί γερμανικός εξοπλισμός.
Πέραν της χρηματικής βοήθειας, η τουρκο-σοβιετική συμφωνία αφορούσε και την παροχή υλικής υποστήριξης προς τους κεμαλικούς, βοήθεια..
Σοβιετική στρατιωτική βοήθεια: Βαρύ πολυβόλο MaximPM M1910 με τη χαρακτηριστική ρωσική βάση και ασπίδιο (τύπου Sokolev), λάφυρο του ΕΣ. (Πολεμικό Μουσείο Αθηνών)
Και η υλική βοήθεια δόθηκε, κατ΄αντιστοιχία με την οικονομική, σε δύο φάσεις: με την μονογραφή της συμφωνίας του Αυγούστου του 1920 το πρώτο και λιγότερο σημαντικό μέρος, και μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μαρτίου του ’21 το μείζον μέρος της.
Κατά την πρώτη φάση στις κεμαλικές δυνάμεις παραδόθηκαν το καλοκαίρι του 1920 6.000 τυφέκια, περισσότερα από 5 εκατομμύρια σφαίρες ελαφρούοπλισμού και 17.600 βλήματα πυροβολικού. Οι παραδόσεις σταμάτησαν το Νοέμβριο του 1920 εξ αιτίας της τουρκικής εισβολής στην Αρμενία, αλλάεπανελήφθησαν τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους.
Η δεύτερη και σημαντικότερη φάση της παροχήςβοήθειας ξεκίνησε μετά τη συνθήκη του Μαρτίου του 1921. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής εστάλησαν προς την Τουρκία από το 1921 έως το 1922 μέσω των λιμένων του Νοβοροσίσκ, της Τοπσίδας (Τουάπσε) και του Μπατούμι πολεμικός εξοπλισμός που συνίσταται σε 33.275 τυφέκια, 327 πολυβόλα, 63 εκατομύρια φυσίγγια, 54 πυροβόλα, 130.000 βλήματα πυροβολικού, 20.000 αντιασφυξιογόνες προσωπίδες, 1500 σπάθες και μεγάλη ποσότητα λοιπού εξοπλισμού.
Στις 3/10/1921 παραχωρήθηκαν από τη σοβιετική κυβέρνση στους κεμαλικούς στην Τραπεζούντα τα αντιτορπιλικά «Jivoy» (Ζιβόυ) και «Jutkiy» (Ζούτκιυ).
Πέραν του πολεμικού εξοπλισμού, η σοβιετική κυβέρνηση παραχώρησε τον εξοπλισμό για δύο εργοστάσια παρασκευής πυρίτιδας καθώς και τον εξοπλισμό και την τροφοδότηση με πρώτες ύλες για ένα εργοστάσιο πυρομαχικών, πιθανότατα κατά το 1922.
Η πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας υπήρξε για την ΚεμαλικήΤουρκία όχι απλώς η κρισιμότερη στρατηγική της σχέση αλλά ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες της νίκης της. Και η αρχική ανασυγκρότηση της τουρκικής αντίδρασης κατά το 1920, και η δυνατότητά της να επιβιώσει κατά τις μείζονες ελληνικές επιχειρήσεις του 1921, και η δυνατότητά της να αντεπιτεθεί με αποφασιστικές επιχειρήσεις κατά το θέρος του 1922 οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη σοβιετική υποστήριξη και θα ήταν απολύτως αδύνατη χωρίς αυτήν.
Η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης φαίνεται και από την διαβόητη ρήση του Κεμάλ μετά την Εκστρατεία ο οποίος αναφερόμενος στον βομβαρδισμό της Ινεπόλεως από το Βασιλικό Ναυτικό τον Ιούνιο του 1921 δήλωσε ότι «ενώ τα μάτια μου ήταν στο Σαγγάριο, τα αυτιά μου ήταν τεταμένα προς την Ινέπολη. Η οδός: ρωσικοί λιμένες (Νοβοροσίσκ/Τοπσίς/Μπατούμ) – Ινέπολη – Κασταμονή – Άγκυρα ήταν πιθανότατα η μία από τις δύο βασικές οδούς στρατηγικού εφοδιασμού κατά το θέρος του 1921.Ατυχής υπήρξε για την ελληνική πλευρά η λήξη των σοβιετο-πολωνικών εχθροπραξιών τον Οκτώβριο του 1920, που οδήγησε στην υπογραφή ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών τον Μάρτιο του 1921. Ο τερματισμός των μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων της Σοβιετικής Ρωσίας (που απορροφούσαν πολύτιμους πόρους) σήμαινε ότι είχε πλέον τη δυνατότητα να αποδεσμεύσει ουσιώδεις πόρους προς την Τουρκία. Η στιγμή αυτή συνέπεσε με την έναρξη της ελληνικής εξόρμησης προς την ανατολή, προκειμένου να καταβληθεί η τουρκική αντίσταση. Η οριακή τουρκική επιβίωση την άνοιξη και το θέρος του 1921 δείχνουν πόσο κρίσιμη υπήρξε η σοβιετική παρέμβαση. Τέλος, η παρέμβαση αυτή ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη πορεία της ισχύος των δύο εμπολέμων πλευρών. Στις αρχές του 1921 αρχίζει από την ελληνική πλευρά, ταυτόχρονα με την έναρξη της μεγάλης τελικής στρατιωτικής προσπάθειας, η φθίνουσα πορεία της συνολικής της ισχύος λόγω της αποκοπής της από τη συμμαχική υποστήριξη. Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή η κεμαλική Τουρκία αρχίζει να δέχεται συνεχείς και έντονες ενέσεις υλικής, οικονομικής και πολιτικής βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωση.
Επιμέλεια – Επιλογή αποσπασμάτων από Α. Αντωνά – www.ledrastory.com