Ένα ερώτημα που θέτουν, καταρχάς, οι Έλληνες και, εν συνεχεία, όλες οι χώρες της Μεσογείου, ακόμη και της Μέσης Ανατολής: Μπορεί ο Ερντογάν να τολμήσει να προβεί σε στρατιωτική επίθεση εναντίον γείτονά του; Αμήχανη, αλλά επίκαιρη ερώτηση.
Το πρόσφατο παρελθόν μπορεί να μας εξαναγκάσει για θετική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, καθώς ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο (1974), και, επί του παρόντος, διεξάγει επιχειρήσεις στο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη.
Βρισκόμαστε, όμως, στο 2020, τα δεδομένα, συνεπώς, για το 1974 δεν είναι πλέον έγκυρα. Επιπλέον, η Ελλάδα ή η Κύπρος δεν μοιάζουν με το Ιράκ, τη Συρία ή τη Λιβύη.
Επίσης, σήμερα, υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες και γεγονότα που εμποδίζουν το στρατό της Άγκυρας να αποτολμήσει εξόρμηση στο Δυτικό Μέτωπο.
Πρώτον: Ο τουρκικός στρατός, παρόλη την προπαγάνδα, δεν αποτελεί μία δύναμη ικανή να πραγματοποιήσει -ακόμη και μεσοπρόθεσμα- επίθεση εναντίον του Έλληνα γείτονά της. Το ψευδοπραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 σχεδόν εξόντωσε πλήρως τα ικανότερα στελέχη του Γενικού Επιτελείου, προχωρώντας μάλιστα σε απόλυση και φυλάκιση ακόμη και των σπουδαστών των στρατιωτικών σχολών. Σήμερα, ο τουρκικός στρατός καθοδηγείται από ανίκανους, άπειρους στρατιωτικούς, το μοναδικό πλεονέκτημα των οποίων είναι το γεγονός ότι συντάσσονται στο πλευρό του Προέδρου.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η υλικοτεχνική υποστήριξη, γενικά, των ενόπλων δυνάμεων εξαρτάται ως επί το πλείστον από τις ξένες χώρες, αρχής γενομένης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο γαλλικός Τύπος αποκάλυψε πρόσφατα ότι τα πολεμικά πλοία που συνόδευαν το Oruc Reis στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν γαλλικής κατασκευής.
Ο υπό τις διαταγές του Παλατιού στρατός δεν διαθέτει τα τεχνικά μέσα για την ταυτόχρονη διεξαγωγή πολέμου στα τέσσερα μέτωπα (Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Μεσόγειο). Ή πέντε, διότι ο λεγόμενος αντιτρομοκρατικός αγώνας ενάντια στους Κούρδους στο εσωτερικό της χώρας ακόμη συνεχίζεται.
Δεύτερον: Κάθε κράτος χρειάζεται μία ισχυρή και διαφοροποιημένη οικονομία για τη διεξαγωγή πολέμου, διότι ο πόλεμος κοστίζει πολύ ακριβά. Προς το παρόν, όλοι οι δείκτες της τουρκικής οικονομίας βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Τα κρατικά ταμεία είναι σχεδόν άδεια, οι ξένοι επενδυτές εγκαταλείπουν τη χώρα, η ανεργία και ο πληθωρισμός σημειώνουν ανοδική πορεία. Η τιμή της τουρκικής λίρας βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο. Ο πόλεμος δεν διεξάγεται μόνο με εθνικιστική προπαγάνδα και ταραχή.
Τρίτον: Η Άγκυρα βρίσκεται σήμερα σχεδόν εντελώς απομονωμένη στη διεθνή σκηνή. Εξαιρουμένου του Κατάρ και του Αζερμπαϊτζάν, δεν υπάρχει ούτε μία χώρα πάνω στη γη, υποστηρικτική της Άγκυρας. Και ουδείς γνωρίζει εάν η Ντόχα και το Μπακού θα συνεχίσουν να βρίσκονται πίσω από την Τουρκία, εάν αυτή επιτεθεί σε μία ευρωπαϊκή χώρα. Σε γενικές γραμμές και εξ ορισμού, κανείς δεν διεξάγει πόλεμο μόνος του. Χρειαζόμαστε απολύτως ένα σύμμαχο.
Τέταρτον: Οι στρατιωτικοί στόχοι της Άγκυρας θα ήταν η Ελλάδα ή η Κύπρος. Η Αθήνα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Η Λευκωσία είναι μέλος της Ε.Έ.. Οι αξιωματούχοι αυτών των δύο οργανισμών έχουν ήδη υιοθετήσει μία θέση σαφώς κατά του Ερντογάν με μικροδιαφοροποιήσεις. Είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι εάν πρόκειται για άμεση στρατιωτική επέμβαση του τουρκικού στρατού, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες θα λάβουν μια πολύ σταθερότερη και αποφασιστικότερη θέση. Σε αυτήν την περίπτωση, ο αραβικός κόσμος θα συντασσόταν, επίσης, στο πλευρό του δεχόμενου την επίθεση.
Πρέπει, επίσης, να εξετάσουμε τις πιθανές θέσεις δύο άλλων πολιτικών δυνάμεων: της τουρκικής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης και της Μόσχας. Η κεμαλική αντιπολίτευση, εθνικιστική και κρατικιστική, κατεξοχήν και εξ ορισμού, θα ήταν στο πλευρό του Ερντογάν. Δεν αντιπροσωπεύει, όμως, πολιτικά και στρατιωτικά, μία δύναμη ικανή να αλλάξει την ισορροπία. Αντιθέτως, η Μόσχα μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα. Διότι, ο Πούτιν θα είναι ιδιαιτέρως ικανοποιημένος με μία σύγκρουση εντός του ΝΑΤΟ και της Ε.Έ..
Παρόλα αυτά, τούτες οι αδυναμίες μπορούν να ωθήσουν τον Ερντογάν σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας. Διότι, όταν υπάρχει κίνδυνος απώλειας των πάντων, μια τελευταία ευκαιρία για σωτηρία μπορεί να φαίνεται ιδανική και που επ’ουδενί δεν πρέπει να χαθεί. Ακόμη και εάν γνωρίζει ότι τελικά θα χάσει.