Στη βάση μιας φιλοσοφίας «ας αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα μαζί», αναλυτές εκτιμούν ότι ο Τζόνσον θα προσπαθήσει να μεταμφιέσει την αλλαγή που έτσι κι αλλιώς θα επέλθει με το πέρας της πανδημίας, με το κτύπημα που θα υποστεί λόγω μιας μη συμφωνίας.
Γι’ ακόμα μια φορά το δράμα του Brexit επιστρέφει στα γνώριμα στενά χρονικά περιθώρια και στο σενάριο της αδυναμίας σύναψης συμφωνίας μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ. Μέχρι το τέλος του Ιουνίου το Λονδίνο θα πρέπει να απαντήσει εάν θα ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου, παρά το γεγονός ότι έχει καταστήσει σαφές το προηγούμενο διάστημα ότι δεν πρόκειται να το πράξει, ακόμη κι αν το αίτημα διατυπωθεί από την ΕΕ.
Η προσφάτως τυπικά «ανεξαρτητοποιημένη» από τις Βρυξέλλες χώρα καλείται να λάβει την κρίσιμη αυτή απόφαση, την ώρα που παραμένει βαθιά πληγωμένη από το πέρασμα της πανδημίας και τους χιλιάδες νεκρούς, με την κυβέρνηση Τζόνσον να δέχεται πυρά εντός και εκτός της χώρας για τους χειρισμούς της.
Η ΕΕ, από την άλλη, η οποία είχε προειδοποιήσει ότι 11 μήνες δεν θα ήταν αρκετοί για να συνάψουν μια τόσο σύνθετη εμπορική συμφωνία, βλέπει το Λονδίνο να κινείται ολοταχώς προς «μη συμφωνία», ενώ κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα η επιδημία να προσφέρει την ευκαιρία στον Τζόνσον να «μεταμφιέσει» ένα κατευθυνόμενο no deal.
Ο εφιάλτης του no deal επιστρέφει
Για άλλη μια φορά το μέλλον των σχέσεων ΕΕ και Βρετανίας αναμένεται να παιχθεί στις παρατάσεις, με την απειλή του no deal να κάνει την επανεμφάνισή του, παρά τις τιτάνιες προσπάθειες για απαλοιφή αυτού του κινδύνου τα τελευταία χρόνια. Εάν λάβουμε όμως υπόψη τις πολιτικές διεργασίες που λαμβάνουν χώραν αυτό το διάστημα στο Λονδίνο, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη στάση της βρετανικής κυβέρνησης σε αυτήν τη διαπραγματευτική διαδικασία και το αδιέξοδο που παρατηρείται. Ο Ιούνιος θεωρείται καθοριστικός μήνας για τον πρωθυπουργό της χώρας, Μπόρις Τζόνσον.
Ακόμα μουδιασμένος από το σκάνδαλο Κάμινγκς και πολιτικά αποδυναμωμένος από την αποτυχία της διαχείρισης της πανδημίας -το Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων στην Ευρώπη- αυτόν τον μήνα θα κληθεί να λάβει την καθοριστική απόφαση της επέκτασης της μεταβατικής περιόδου. Και οι δύο πλευρές είχαν θέσει χρονοδιάγραμμα μέχρι τον Ιούνιο, ώστε να διαφανεί κατά πόσον μια συμφωνία είναι πιθανή εντός του 2020 ή εάν θα πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται για ένα no deal. Αν και καμιά πλευρά δεν επιδιώκει αυτήν την έκβαση, οι διαπραγματευτές, οι οποίοι δεν ευνοούνται με τις εξ αποστάσεως συναντήσεις, δεν βρίσκουν μέχρι στιγμής κοινό έδαφος για συμφωνία.
Σε κάθε περίπτωση όμως οι αποφάσεις που θα κληθεί να πάρει ο Τζόνσον δεν θα είναι ανεξάρτητες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας. Θεωρητικά, εάν δεν είχε αποδυναμωθεί πολιτικά από την πανδημία, θα μπορούσε να ζητήσει επέκταση της μεταβατικής περιόδου. Εντούτοις, με την τρέχουσα κατάσταση θα είναι μια μοναδική ευκαιρία να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Με την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να επωφεληθεί -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα- παίζοντας, ξανά, το χαρτί του ηγέτη που εναντιώθηκε στις Βρυξέλλες.
Η διέξοδος μέσω του κορωνοϊού
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας υπήρχε η αίσθηση ότι εάν τα πράγματα έφταναν στο σημείο που είναι σήμερα, ο Τζόνσον, έχοντας κουβαλήσει αρκετό πολιτικό κεφάλαιο από τον εκλογικό θρίαμβο του Δεκεμβρίου και την πραγματοποίηση του Brexit, θα ζητούσε μια επέκταση, παρά τις προηγούμενές του διακηρύξεις. Σύμφωνα με αναλυτές, όμως, η πανδημία έχει επηρεάσει την πορεία του Brexit με δύο τρόπους.
Αρχικά, έχει αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική διαδικασία, τόσο σε πολιτικό επίπεδο, αφού η συμφωνία δεν αποτελεί άμεση προτεραιότητα ούτε του Λονδίνου ούτε των Βρυξελλών, όσο και σε επίπεδο συζητήσεων, αφού οι συνομιλίες γίνονταν μέσα από τις οθόνες υπολογιστών. Κατά δεύτερο, όπως έχει αναφερθεί, η πανδημία έχει αποδυναμώσει πολιτικά τον Μπόρις Τζόνσον. Οι αριθμοί των κρουσμάτων και των νεκρών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για πολιτικούς ελιγμούς. Έτσι, έχοντας «χάσει» την επιλογή για επέκταση, δεν αποκλείεται να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που δημιουργεί η κρίση της πανδημίας για να καλύψει τον αρνητικό αντίκτυπο που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα no deal στη βρετανική οικονομία.
Στη βάση μιας φιλοσοφίας «ας αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα μαζί», αναλυτές εκτιμούν ότι ο Τζόνσον θα προσπαθήσει να μεταμφιέσει την αλλαγή που έτσι κι αλλιώς θα επέλθει με το πέρας της κρίσης του κορωνοϊού, με το κτύπημα που θα υποστεί λόγω μιας μη συμφωνίας. Υπάρχει η άποψη ότι κάποιοι τομείς της οικονομίας θα επηρεαστούν αρνητικά τόσο εξαιτίας του Brexit όσο και από την επιδημία. Εάν ο Τζόνσον επενδύσει χρήματα για να μειώσει τους κραδασμούς σε αυτούς τους τομείς, αναμένεται ότι θα συναντήσει λιγότερη αντίσταση απ’ όση θα έβρισκε εάν πλήρωνε ζημιές που αφορούσαν μόνο στο Brexit.
Η δικαιολογημένη ανησυχία της ΕΕ
Όσο προχωράνε οι διαπραγματεύσεις γίνεται ξεκάθαρο ότι το χάσμα μεταξύ των δύο μερών μεγαλώνει. Από πλευράς ΕΕ οι διπλωμάτες χρεώνουν στους Βρετανούς ομολόγους τους πισωγυρίσματα από τις αρχικές δεσμεύσεις και επικαλούνται το κείμενο που διαπραγματεύτηκε ο Τζόνσον για να τους «φρεσκάρουν» τη μνήμη. Ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit, Μισέλ Μπαρνιέ, κατηγόρησε τη βρετανική πλευρά ότι δεν τηρεί το περιεχόμενο της λεγόμενης Πολιτικής Διακήρυξης για τη μελλοντική σχέση, με τις ανησυχίες να επικεντρώνονται στο «ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού» που κατά την ΕΕ απαιτεί, μεταξύ άλλων, κοινούς κανόνες αναφορικά με την περιβαλλοντική προστασία και την αγορά εργασίας, καθώς και την εξασφάλιση των αλιευτικών δικαιωμάτων Ευρωπαίων αλιέων στα βρετανικά ύδατα.
Ουσιαστικά το «ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού» είναι η βασική διαφορά που έχει η επιδιωκόμενη συμφωνία με τη Βρετανία με τις συμφωνίες που έχουν συνάψει με τον Καναδά ή την Ιαπωνία, στις οποίες αυτές οι πρόνοιες είναι περιορισμένες. Ειδικοί βλέπουν όμως ότι παίζεται ένα σύνθετο πολιτικό παιχνίδι, πίσω από το «ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού». Από τη μια η ΕΕ θέλει να φανεί σκληρή με όσα μέλη επιδιώκουν να αποχωρήσουν από το μπλοκ, ενώ η Βρετανία θέλει να διαφυλάξει στα μάτια των πολιτών της τα «κεκτημένα» της ανεξαρτητοποίησης από τις Βρυξέλλες.
Πέρα όμως από αυτό, οι ανησυχίες της ΕΕ θεωρούνται δικαιολογημένες. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ισχυρός εμπορικός παίκτης πολύ πιο κοντά από τον Καναδά ή την Ιαπωνία, ενώ το δόγμα του Brexit για «ανάκτηση του ελέγχου» έρχεται σε αντίθεση με την υπογραφή των ευρωπαϊκών πρωτοκόλλων. Πάντως, η διαπραγματευτική θέση της ΕΕ παραμένει οικοδομημένη πάνω στο επιχείρημα ότι το μπλοκ έχει πολύ λιγότερα να χάσει από ένα no deal στη συμφωνία για τη μελλοντική σχέση, αφού το 7% των εξαγωγών της ΕΕ πηγαίνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ αντίθετα το 47% των βρετανικών εξαγωγών καταλήγουν σε κράτη-μέλη.
Υπάρχει ελπίδα για συμφωνία;
Με βάση αυτές τις διεργασίες, εύλογα τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει πιθανότητα για σύναψη τελικά μιας συμφωνίας. Οι θέσεις Βρυξελλών και Λονδίνου δεν συμβαδίζουν σε βασικά θέματα όπως η αρχιτεκτονική της συμφωνίας, οι όροι ανταγωνισμού (για τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές, φορολογικές ρυθμίσεις και για το «ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού»), η διευθέτηση διαφορών και τέλος το δικαιώμα πρόσβασης στα βρετανικά ύδατα στην αλιεία.
Με τις διαφορές να θεωρούνται αγεφύρωτες, η ελπίδα για συμφωνία παραμένει στις επαφές υψηλού επιπέδου μεταξύ του Πρωθυπουργού Τζόνσον και της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν. Η βρετανική κυρίως πλευρά αναμένει ότι αυτή η συνάντηση θα δώσει την απαραίτητη πολιτική ώθηση, ώστε να βγάλει από το τέλμα τις διαπραγματεύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, διπλωματικές πηγές θεωρούν ότι η ουσιαστική πολιτική διαπραγμάτευση θα αρχίσει μετά τον Αύγουστο, με στόχο μια συμφωνία το φθινόπωρο, ανεξαρτήτως εάν η Βρετανία θα ζητήσει ή όχι παράταση της μεταβατικής περιόδου. Επίσης, η γενική εκτίμηση είναι ότι όσο υπάρχει απουσία προόδου, τόσο οι Βρετανοί θα κινούνται προς τη ρήξη, ενώ θα προσπαθήσουν να βάλουν το παιχνίδι σε στενά χρονικά περιθώρια, για να επαναφέρουν το χαρτί του no deal.