Η εξάπλωση της πανδημίας του κοροναϊού στον κόσμο και την Ευρώπη φαίνεται να είναι συνάρτηση αρκετών παραγόντων. Το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι η πιο επιβαρυμένη περιοχή του πλανήτη με μεγάλη διαφορά, πολύ περισσότερο από την Κίνα σε αντιστοιχία του πληθυσμού με τον αριθμό κρουσμάτων και θανάτων, δείχνει ότι η πανδημία συναρτάται με τις πιο ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, τον τρόπο ζωής, την κατανάλωση, τις εμπορικές συναλλαγές. Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι αντίστοιχη ποσοστιαία εξάπλωση εκτός Ευρώπης παρατηρείται, σύμφωνα με τα στοιχεία, στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία.

Ακόμη πιο εμφατική είναι αυτή η εικόνα μέσα στην Ευρώπη. Ο χάρτης της εξάπλωσης μοιάζει να χωρίζει ξανά την Ευρώπη, 30 χρόνια μετά την «πτώση», σε δυτική και ανατολική. Αυτή τη φορά όχι από άποψη πολιτική και στρατιωτική αλλά  μάλλον οικονομική.

Η πανδημία είναι έντονη σε όλες τις χώρες τις δυτικής Ευρώπης  που έχουν προφανή οικονομική ανάπτυξη και επικοινωνία, εμπορική και κοινωνική, με τον υπόλοιπο κόσμο, όλο το χρόνο. Και είναι ήπια σε όλες τις ανατολικές χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, που έχουν αναπτυξιακή  υστέρηση, περιορισμένη επικοινωνία και αλληλεπίδραση.

Υπάρχουν κάποια ποιοτικά στοιχεία που μαρτυρούν διαφορετικούς τρόπους διαχείρισης της πανδημίας, όπως είναι ο αριθμός των τεστς που ανεβάζουν, μοιραία τον αριθμό των κρουσμάτων και η ποιότητα και δυναμικότητα των συστημάτων υγείας που επηρεάζουν τη θνησιμότητα,  και, προφανώς, η ταχύτητα λήψης περιοριστικών μέτρων.

Αλλά και δημογραφικά δεδομένα, που αφορούν στον αριθμό ηλικιωμένων σε ένα πληθυσμό όπως  και οι συνθήκες ελέγχων και αναφοράς των θανάτων.  Για παράδειγμα, σε κάποιες χώρες όλοι όσοι πεθαίνουν μετά τη διάγνωση με το COVID-19 καταγράφονται ως θάνατος COVID-19, ακόμη και αν η ασθένεια δεν ήταν η πραγματική αιτία, ενώ άλλοι άνθρωποι μπορεί να πεθάνουν από τον ιό χωρίς να έχουν διαγνωστεί με COVID-19.

Υπάρχει ιδανικό μοντέλο αντιμετώπισης και καταγραφής;

Ένα ιδεατό μοντέλο σύμφωνα με τους επιστήμονες δείχνει ότι ο δείκτης θνησιμότητας COVID-19 είναι πολύ συχνά συνάρτηση των μεθόδων δειγματοληψίας, των δοκιμών και της αναφοράς, καθώς καθορίζεται από το υποκείμενο ποσοστό λοίμωξης σε έναν ευάλωτο πληθυσμό.

Ως εκ τούτου, διαφορετικές χώρες ενδέχεται να φαίνεται ότι έχουν διαφορετικό ποσοστό θνησιμότητας, αλλά μόνο επειδή έχουν εφαρμόσει διαφορετικές πολιτικές δειγματοληψίας και αναφοράς. Δεν είναι απαραίτητα επειδή διαχειρίζονται τον ιό καλύτερα ή ότι ο ιός έχει μολύνει λιγότερους ή περισσότερους ανθρώπους.

Προφανώς οι επιστημονικές προσεγγίσεις, στην καταγραφή και την ανάλυση των δεδομένων για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι πολλές όμως το συμπέρασμα στον οποίο καταλήγουν σχεδόν όλοι είναι πως η μόνη ασφαλής μέθοδος για την ανάλυση της νόσου είναι οι πολλές και τυχαίες δοκιμές στο γενικό πληθυσμό που παρακάμπτει τις επιμέρους στρεβλώσεις.