Σύμφωνα με την φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Yeni Safak», το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας αναμένεται να εξετάσει ζήτημα μετατροπής του μουσείου της Μονής της Χώρας σε τέμενος. Μία τέτοια απόφαση για το μουσείο της της Μονής της Χώρας (Kariye Cami) μπορεί να αποτελέσει “προηγούμενο” και για άλλα μουσεία, που κατά την οθωμανική αυτοκρατορία λειτουργούσαν ως τζαμιά, μεταξύ των οποίων και η Αγία Σοφία.
Το μνημείο με τα εντυπωσιακά μωσαϊκά -γνωστό και ως Kariye Cami- μετατράπηκε σε μουσείο το 1945 με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της τότε τουρκικής κυβέρνησης. Ωστόσο, σήμερα το Ίδρυμα Προστασίας Ιστορικών Μνημείων και Περιβάλλοντος κατέθεσε αγωγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του 1945 ζητώντας τη μετατροπή του μουσείου σε τζαμί.
Σύμφωνα με τη «Yeni Safak», αν το 10ο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, που θα εκδικάσει την υπόθεση, αποφασίσει υπέρ της μετατροπής πάλι της Μονής της Χώρας σε τέμενος, αυτό –σύμφωνα πάντα με την τουρκική εφημερίδα- θα αποτελέσει δεδικασμένο και για την Αγία Σοφία, ώστε να ανοίξει και πάλι ως τζαμί. Υπενθυμίζεται ότι αυτό είναι και ένα πάγιο αίτημα των φανατικών μουσουλμάνων στην Τουρκία.
Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε μουσείο με υπουργικό διάταγμα το 1934 και, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της τουρκικής εφημερίδας, αυτό μπορεί να ανατραπεί δικαστικά και συγκεκριμένα από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από ένα χρόνο, η ανώτατη δικαστική αρχή της Τουρκίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο, είχε απορρίψει σχετικό αίτημα που είχε υποβληθεί και πάλι από το ίδιο ίδρυμα και ζητούσε τη λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμί, κλείνοντας την υπόθεση οριστικά και αμετάκλητα.
«Η Αγία Σοφία κέρδισε το καθεστώς του μουσείου πρόσφατα. Πρώτα πρέπει να αποδώσουμε στην Αγία Σοφία την πραγματική της ταυτότητα. Ποια είναι αυτή; Τζαμί. Αυτό πρέπει να το διευθετήσουμε. Μετά λένε ότι στο Σουλτάναχμετ (σ.σ. Μπλε Τζαμί) η είσοδος είναι δωρεάν, αλλά επειδή η Αγία Σοφία βρίσκεται στο καθεστώς του μουσείου μπαίνει κανείς με εισιτήριο. Εμείς είπαμε αυτό μπορεί να διευθετηθεί», είχε τονίσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Υπενθυμίζεται ότι οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου είχαν προκάλεσαν την αντίδραση της UNESCO, καθώς η Αγία Σοφία έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από το 1985.
«Όλες οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς λαμβάνονται από την Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αν μια χώρα έχει υπογράψει τη σύμβαση και επιθυμεί να αλλάξει το όνομα ενός μνημείου, θα πρέπει να υποβάλει την πρότασή της προς έγκριση στην επιτροπή», ανέφερε χαρακτηριστικά πηγή της UNESCO στο πρακτορείο Sputnik.
H Αγία Σοφία έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από το 1985.
Από το 1981 υπάρχει η Συνθήκη της UNESCO για την προστασία των μνημείων και χώρων παγκόσμιας κληρονομιάς. Στόχος της UNESCO είναι η προστασία από κάθε είδους φθορά και καταστροφή, προκειμένου αυτά να κληροδοτηθούν στις γενιές του μέλλοντος.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της UNESCO οι ιστορικές περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ αυτών και η Αγιά Σοφιά, προστατεύονται νομικά από την τουρκική νομοθεσία διατήρησης.
Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο σε διεθνές επίπεδο, για την προστασία τοποθεσιών παγκόσμιας κληρονομιάς. Η διαχειριστική δομή για την προστασία και την διατήρηση συμπεριλαμβάνει την από κοινού ευθύνη της κυβέρνησης κάθε κράτους, των τοπικών αρχών και διαφόρων κρατικών ιδρυμάτων. Για κάθε φυσική παρέμβαση και λειτουργικές αλλαγές στα καταγεγραμμένα κτήρια και τοποθεσίες, θα πρέπει να υπάρχει η σχετική αδειοδότηση του Συμβουλίου Διατήρησης της UNESCO.
Η Τουρκία θα πρέπει από τη στιγμή που έχει υπογράψει τη σχετική συνθήκη να προστατέψει τον χαρακτήρα της Αγιάς Σοφιάς ως αρχιτεκτονικού αλλά και πολιτιστικού συμβόλου.
Η Αγία Σοφία ή Αγια-Σοφιά (τουρκικά: Ayasofya, λατινικά: Sancta Sophia ή Sancta Sapientia), γνωστή και ως ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας ή Μεγάλη Εκκλησία, είναι ναός που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Το παρόν κτήριο ξεκίνησε να ανεγείρεται το 532 και εγκαινιάσθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 537, επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄, από τους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη Μίλητο.
Από το 537 μέχρι το 1453 λειτουργούσε ως ορθόδοξος καθεδρικός ναός της πόλης, με εξαίρεση την περίοδο 1204–1261, κατά την οποία ήταν ρωμαιοκαθολικός ναός. Κατά την διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος, ενώ το 1934 μετατράπηκε σε μουσειακό χώρο. Επίσης κατά την περίοδο την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν σημαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος θεωρείται βλασφημία για το Ισλάμ.
Η Αγιά Σοφιά ανήκει στις κορυφαίες δημιουργίες της βυζαντινής ναοδομίας, όντας πρωτοποριακού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής συνθέσεως, και υπήρξε σύμβολο της πόλης, τόσο κατά τη βυζαντινή όσο και κατά την οθωμανική περίοδο.
Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο ναός είναι κτισμένος σε αρχιτεκτονικό ρυθμό βασιλικής με τρούλο. Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κύβου. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί, (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο 30 μ., στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, με διάμετρο 31 μέτρων. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του. Μάλιστα, ο ιστορικός Προκόπιος για τον τρούλο του ναού έγραψε πως «δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη».
Γενικά ο ναός είναι ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους 78,16 μ. και πλάτους 71,82 μ. κτισμένο στη ΝΔ πλευρά του πρώτου λόφου της Κωνσταντινούπολης με κατεύθυνση ΝΑ. Περιβάλλεται από δύο αυλές την βόρεια και την δυτική καλούμενη και αίθριο. Συνορεύει νότια με τα Πατριαρχικά κτήρια τα οποία συνδέονταν με το Αυγουσταίο, τη μεγάλη δηλαδή πλατεία που βρισκόταν το λαμπρό από πορφυρό μάρμαρο άγαλμα της Αυγούστας Ελένης. Στο κτίσιμο της Αγιά Σόφιας εργάστηκαν περίπου 600 άτομα.
Με πληροφορίες από τη Wikipedia και το unesco.org