Tα «θαλασσοδάνεια» είναι μια ορολογία που διαδόθηκε ευρέως στα πρώτα μνημονιακά χρόνια ως σύμβολο μίας από τις αμαρτωλές πρακτικές του πρόσφατου παρελθόντος, που συνέβαλαν στη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας.
Οι διαπλεκόμενες σχέσεις κράτους – τραπεζών και η εξυπηρέτηση ημετέρων ιδιωτών από αυτές με δανεικά και αγύριστα ήταν ένα φαινόμενο που εκδηλώθηκε μαζικά τις δεκαετίες του ’90 και του 2000, ωστόσο οι καταβολές του, ως δείγμα παθογένειας, προϋπήρχαν της μεταπολίτευσης.
Για την ακρίβεια, τα θαλασσοδάνεια πήραν τη μορφή με την οποία τα μάθαμε τον 21ο αιώνα κατά την εφταετή περίοδο της χούντας. Τότε, που στην προσπάθεια για ανάπτυξη και «ζεστό» τουριστικό συνάλλαγμα, εκτοξεύτηκε ο ρυθμός οικοδόμησης ξενοδοχειακών μονάδων. Τα κεφάλαια για την κατασκευή αυτών των μονάδων προερχόταν σε πολλές περιπτώσεις από τα περίφημα θαλασσοδάνεια.
Ο άνθρωπος – κλειδί για τους ενδιαφερόμενους «φίλους» επιχειρηματίες ήταν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, ο αποκαλούμενος ειρωνικά και κύριος «καθαρά χέρια». Το 1970 ο Λαδάς ανέλαβε γενικός γραμματέας του υπουργείου Τουρισμού και ο αλόγιστος δανεισμός από τις τράπεζες κλιμακώθηκε σε επίπεδα πρωτοφανή.
Οι καταγγελίες στη μεταπολίτευση αποκάλυψαν μια σειρά από επιλεκτικές δανειοδοτήσεις, από τις οποίες προέκυπτε ένα μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς. Ο Λαδάς κατηγορήθηκε και για αυτό μετά την πτώση της χούνας, αλλά έτσι κι αλλιώς ήταν ένας από αυτούς που το 1975 καταδικάστηκαν σε ισόβια για εσχάτη προδοσία.
Τα δάνεια είχαν διάρκεια 18 χρόνια με χαριστική περίοδο μια πενταετία και κάλυπταν από το 20% έως και το 70% του συνόλου της πραγματοποιούμενης επένδυσης. Χάρη σε αυτά δημιουργήθηκαν πολλά κουφάρια ξενοδοχείων, οι ιδιοκτήτες των οποίων πήραν τα χρήματα και δεν ολοκλήρωσαν ποτέ την επένδυση. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τεράστιο ξενοδοχειακό οικοδόμημα στην περιοχή της Αλθέας, στην παραλιακή λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου.
Το επονομαζόμενο και ως «Ξενοδοχείο της Χούντας βρίσκεται κατά μήκος της λεωφόρου, ψηλά στο λόφο, απ’ όπου είναι ανεμπόδιστη η θέα στην παραλία. Πρόκειται για το μεγαλύτερο τουριστικό έργο στην Ελλάδα που έμεινε ημιτελές και σχεδόν μισό αιώνα μετά παραμένει ένα κτίριο – φάντασμα.
Το πιο μεγαλόπνοο σχέδιο τουριστικής υποδομής εκείνο τον καιρό αναπτύχθηκε αμφιθεατρικά σε μια έκταση 65 στρεμμάτων, σε τρία διπλανά τμήματα που περιελάμβαναν το κεντρικό κτίριο (ξενοδοχείο) και δύο σειρές bungalows, Βάσει του πλάνου, θα είχε συνολική δυναμικότητα 400 και πλέον δωματίων.
Το έργο, για λόγους που δεν αποσαφηνίστηκαν ποτέ, παρέμεινε γιαπί. Κάποιοι είχαν επικαλεστεί την ενεργειακή κρίση του 1973 για την παύση των εργασιών, άλλοι υπέθεσαν ότι ο δανειολήπτης δεν είχε καν στο νου του να το ολοκληρώσει. Το «Ξενοδοχείο της Χούντας» είναι γνωστό στους κατοίκους της περιοχής και ως Δέσποινα, καθώς υπήρχε έντονη η φημολογία ότι η γυναίκα του δικτάτορα είχε άμεση εμπλοκή με την απόφαση ανέγερσής του.
Οι νεότεροι κάτοικοι της Αλθέας πάντως το ονομάζουν και ως «Ξενοδοχείο Κοσκωτά». Ο επιχειρηματίας και τραπεζίτης το ήθελε σαν τρελός και το είχε αγοράσει πολύ πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο, σκοπεύοντας να επενδύσει εκεί.
Η αντίστροφη μέτρηση για την αξιοποίηση του χώρου έχει ξεκινήσει. Το 2016 η ελληνική εταιρεία ξένων συμφερόντων Grivalia εξαγόρασε το συγκρότημα από την Eurobank, στο πλαίσιο του σχεδιασμού μεγάλων τουριστικών επενδύσεων στην Ελλάδα, μέσω της θυγατρικής Grivalia Hospitality.
Ακόμα όμως και αν αναγεννηθεί εκ θεμελίων και αναπλαστεί πλήρως, αυτό που είναι δύσκολο να αποκατασταθεί είναι η υστεροφημία του, ως το πιο εμβληματικό κτίριο σύνδεσης με τη σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας.