Η επικίνδυνη ρητορική και ο διπλωματικά απρόβλεπτος πρόεδρος των ΗΠΑ
Μπορεί να μην υπήρξε συγκεκριμένη συμφωνία στην συνάντηση Τραμπ – Σι, στην Νότια Κορέα, ωστόσο αυτή επέφερε μία εκτόνωση στον επαπειλούμενο εμπορικό πόλεμο. Επιτεύχθηκε όμως στην σκιά μιας νέας και αιφνίδιας κλιμάκωσης των πυρηνικών απειλών ανάμεσα στις υπερδυνάμεις, σχολιάζουν οι New York Times.
Λίγο πριν συναντηθεί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα ξαναρχίσουν άμεσα τις δοκιμές πυρηνικών όπλων, μετά από 33 χρόνια. Η ανακοίνωση ήρθε λίγο μετά την αντίστοιχη δήλωση του Βλαντίμιρ Πούτιν ότι είχε πραγματοποιήσει δοκιμές πυραύλου και ενός υποβρύχιου drone με δυνατότητα μεταφοράς πυρηνικών κεφαλών, μέσα σε μια εβδομάδα.
Ο Τραμπ δεν παρείχε περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με την απόφαση. Με το μήνυμά του, ωστόσο, φάνηκε να αυξάνει την πίεση ενόψει της συνάντησής του με τον ηγέτη της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας και της τρίτης μεγαλύτερης πυρηνικής δύναμης στον κόσμο, της Κίνας.
Μετά τη συνάντηση, ο Τραμπ επαίνεσε τον Σι ως «έναν εξαιρετικό ηγέτη μιας πολύ ισχυρής χώρας». Παράλληλα, φάνηκε να μετριάζει τον αυστηρό τόνο των προηγούμενων δηλώσεών του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ανακοίνωσή του δεν στρεφόταν κατά της Κίνας, αλλά έναντι άλλων χωρών που απέφυγε να κατονομάσει.
Ο απρόβλεπτος Τραμπ
«Διαθέτουμε περισσότερα πυρηνικά όπλα από οποιονδήποτε, αλλά δεν κάνουμε δοκιμές», είπε ο Τραμπ. «Τις έχουμε σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια. Όμως, εφόσον άλλοι πραγματοποιούν δοκιμές, θεωρώ σωστό να το πράξουμε κι εμείς».
Το χαοτικό υπόβαθρο της συνάντησης υπενθύμισε πόσο απρόβλεπτη μπορεί να είναι η προσέγγιση του Τραμπ σε θέματα πολιτικής και διπλωματίας — ακόμη και σε ζητήματα τόσο κρίσιμα όσο η στρατηγική διαχείρισης του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Παράλληλα, ανέδειξε την ολοένα και πιο ευμετάβλητη στάση του στην εξωτερική πολιτική από τότε που επέστρεψε στην εξουσία.
Η συνάντηση κατέληξε σε σαφείς νίκες για την εξωτερική και εσωτερική ατζέντα του προέδρου Τραμπ, σχολιάζουν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Ο Τραμπ δεν απάντησε στο γιατί διέταξε την επανέναρξη των πυρηνικών δοκιμών για πρώτη φορά έπειτα από 33 χρόνια. Μάλιστα σταμάτησε για λίγο, πριν αρνηθεί να απαντήσει — μια ασυνήθιστη αντίδραση για έναν ηγέτη γνωστό για τον αυθορμητισμό του.
Οι δύο ηγέτες συζήτησαν τη συνεργασία τους για την αντιμετώπιση άλλων συγκρούσεων, σύμφωνα με τον Τραμπ, ο οποίος πρόσθεσε ότι συζήτησαν εκτενώς τον πόλεμο στην Ουκρανία και ότι «θα συνεργαστούν για να δουν αν μπορούν να πετύχουν κάτι».
Υπαινιγμός και για την Κίνα
Ο Τραμπ, που έχει πιέσει άλλες χώρες να σταματήσουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου —οι οποίες χρηματοδοτούν την εισβολή στην Ουκρανία— παραδέχθηκε ότι ο Σι αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο εδώ και καιρό, αλλά είπε πως το θέμα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης.
Η ανακοίνωση για επανέναρξη των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών ήρθε λίγο πριν συναντηθεί με τον Σι, ο οποίος επιβλέπει μια από τις ταχύτερες αυξήσεις πυρηνικού οπλοστασίου στον κόσμο. Όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει ότι η απόφασή του θα καταστήσει τον πυρηνικό κόσμο πιο επικίνδυνο, ο Τραμπ απάντησε αδιάφορα: «Νομίζω ότι το έχουμε υπό έλεγχο». Πρόσθεσε επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται ήδη σε συνομιλίες με τη Ρωσία για την αποπυρηνικοποίηση και ότι «η Κίνα θα προστεθεί σε αυτές».
Η ανακοίνωση ήρθε επίσης έπειτα από σημαντικές εξαγγελίες για την ενίσχυση της άμυνας των Αμερικανών συμμάχων στην περιοχή, κατά τις επαφές του στην Ιαπωνία και με τις άλλες χώρες της Ασίας.
Η συνεχής πυρηνική ρητορική του Κρεμλίνου φαίνεται πως τελικά βρήκε ανταπόκριση στον Λευκό Οίκο, αφού ο Τραμπ διέταξε την επανέναρξη των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών.
Δεν ήταν άμεσα σαφές αν αναφερόταν σε πραγματική πυρηνική δοκιμή ή σε δοκιμή συστήματος όπλων με δυνατότητα πυρηνικής μεταφοράς. Η εντολή του Τραμπ δόθηκε λίγες ώρες μετά την τελευταία δήλωση-βόμβα του Πούτιν, ο οποίος, επισκεπτόμενος στρατιωτικό νοσοκομείο στη Μόσχα, ισχυρίστηκε ότι η Ρωσία δοκίμασε με επιτυχία ένα νέο «ανίκητο» όπλο.
Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε μία εβδομάδα που ο Πούτιν καυχήθηκε για νέα όπλα μαζικής καταστροφής έτοιμα να ενταχθούν στο ήδη εκτεταμένο ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία είχαν συμφωνήσει να περιορίσουν τα πυρηνικά τους όπλα μέσω της συνθήκης New START, που τέθηκε σε ισχύ το 2011 και λήγει τον Φεβρουάριο του 2026.
Οι αμφιβολίες για τις ρωσικές ικανότητες
Βεβαίως, υπάρχουν σοβαρές τεχνικές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα των ρωσικών πυρηνικών όπλων, όπως και για το αν ποτέ τεθούν σε επιχειρησιακή λειτουργία. Αυτό μάλλον θα αργήσει πολύ.
Για το Κρεμλίνο, ωστόσο, η πυρηνική ρητορική λειτουργεί περισσότερο ως διπλωματικό εργαλείο παρά ως άμεση στρατιωτική απειλή — ένας φτηνός και γρήγορος τρόπος να τραβήξει την προσοχή των ΗΠΑ και της Δύσης, να επιβάλει τη θέλησή του στην Ουκρανία και να υπενθυμίσει τον υπαρξιακό κίνδυνο που ενδέχεται να προκαλέσει μια Ρωσία που νιώθει προκληθείσα ή αγνοημένη.
Η χρονική συγκυρία των τελευταίων απειλών, την ώρα που οι διπλωματικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ έχουν παγώσει, μόνο τυχαία δεν ήταν. Όμως, για το Κρεμλίνο, η αντίδραση του Λευκού Οίκου αποδείχθηκε απροσδόκητη.
Αγνοώντας τις προειδοποιήσεις και ανακοινώνοντας αμέσως μετά τη δοκιμή της πυρηνοκίνητης τορπίλης Poseidon —ικανής, θεωρητικά, να προκαλέσει ραδιενεργό καταστροφή σε ολόκληρες παράκτιες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών—, το Κρεμλίνο ίσως άθελά του ώθησε τον Λευκό Οίκο στην απόφαση να επαναλάβει τις δικές του πυρηνικές δοκιμές.
Ίσως να αποτελεί μάθημα για τους κινδύνους που ενέχει ακόμα και η απερίσκεπτη ρητορική γύρω από τα πυρηνικά όπλα σε έναν ολοένα και πιο ασταθή κόσμο. Και αυτό που το Κρεμλίνο μπορεί να θεωρούσε ως επιχείρημα υπέρ των θέσεών του για την Ουκρανία, ενδέχεται να μας έχει οδηγήσει σε μια νέα, επικίνδυνη και απρόβλεπτη εποχή, σχολιάζει το CNN.
 
								