Ευρωπαϊκά κονδύλια για λίγους: Ποιοι πραγματικά ευνοούνται και ποιοι μένουν έξω από το «ευρωπαϊκό όνειρο» της ανάκαμψης;

Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη δημοσιονομική σταθερότητα και την απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εκτέλεση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ) έως και τον Ιούνιο του 2025 αποκαλύπτουν σημαντικές πτυχές της πορείας της Ελλάδας στη διαχείριση κοινοτικών χρηματοδοτήσεων.

Η ανάλυση των στοιχείων από το έγγραφο με τίτλο A0902_SFC02_DT_MM_06_2025_01_P_GR.pdf, που καταγράφει τις εκταμιεύσεις, τις νομικές δεσμεύσεις και τις πληρωμές ανά τομέα πολιτικής και ανά ταμείο, φωτίζει τόσο τις επιδόσεις όσο και τις αδυναμίες της χώρας στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών εργαλείων στήριξης.

Συνολική εικόνα απορρόφησης

Η Ελλάδα φαίνεται να παρουσιάζει αυξημένη κινητικότητα στον τομέα των πληρωμών από τα διαρθρωτικά ταμεία (ιδίως από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης), αλλά παραμένει σημαντικό το χάσμα μεταξύ των νομικών δεσμεύσεων (commitments) και των πραγματικών πληρωμών (payments). Συγκεκριμένα:

  • Νομικές δεσμεύσεις (μέχρι τον Ιούνιο 2025): Οι συνολικές δεσμεύσεις φθάνουν σε υψηλά επίπεδα, κάτι που σηματοδοτεί την πρόθεση της ελληνικής διοίκησης να προωθήσει έργα με τη συγχρηματοδότηση της Ε.Ε.
  • Πληρωμές: Οι εκταμιεύσεις προς την Ελλάδα για την ίδια περίοδο υπολείπονται σημαντικά των δεσμεύσεων, αναδεικνύοντας είτε προβλήματα υλοποίησης είτε καθυστερήσεις στις ενδιάμεσες διαχειριστικές αρχές.

Το παραπάνω αποτελεί χρόνιο πρόβλημα του ελληνικού κράτους, που πολλές φορές αδυνατεί να περάσει από τη φάση της σχεδίασης και της ένταξης έργων στη φάση της πραγματικής υλοποίησης και απορρόφησης.

Επιμέρους παρατηρήσεις ανά ταμείο

1. Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ESF+)
Η Ελλάδα συνεχίζει να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης, ενίσχυσης απασχόλησης και κατάρτισης. Ωστόσο, τα ποσοστά πληρωμών είναι κάτω του 40% σε σχέση με τις συνολικές δεσμεύσεις, κάτι που σημαίνει πως τα προγράμματα αυτά καθυστερούν να μεταφραστούν σε πραγματικά χρήματα που φθάνουν στους τελικούς δικαιούχους.

2. Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ERDF)
Η απορρόφηση των κονδυλίων από το ERDF είναι σχετικά πιο ικανοποιητική, ιδιαίτερα σε έργα υποδομών και πράσινης μετάβασης. Ωστόσο, υπάρχει ανισοκατανομή ανά περιφέρεια, με κάποιες να υστερούν σημαντικά σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο.

3. Ταμείο Συνοχής (CF)
Η εικόνα εδώ είναι προβληματική. Παρόλο που υπάρχουν εγκεκριμένα μεγάλα έργα μεταφορών και αποβλήτων, η υλοποίηση παραμένει βραδεία. Τα ποσά που έχουν όντως εκταμιευθεί είναι περιορισμένα, με τον κίνδυνο απώλειας πόρων να ελλοχεύει, εάν δεν επιταχυνθεί ο ρυθμός.

4. Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (JTF)
Σε αυτόν τον νέο και κρίσιμο μηχανισμό, ειδικά για περιοχές με υψηλή εξάρτηση από λιγνιτικές δραστηριότητες, η Ελλάδα έχει εντάξει έργα, αλλά οι πληρωμές είναι ακόμα εμβρυακές. Η μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή φαίνεται πως συναντά εμπόδια σε επίπεδο σχεδιασμού και κοινωνικής συναίνεσης.

Πόροι που κινδυνεύουν να χαθούν

Το πιο ανησυχητικό εύρημα είναι πως αρκετά έργα παραμένουν σε “νομική δέσμευση” χωρίς να έχουν προχωρήσει στην εκταμίευση. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει πως αν μέχρι το τέλος της προγραμματικής περιόδου (2027), ή το έτος “n+3” (δηλαδή τρία χρόνια μετά), τα έργα αυτά δεν πληρωθούν, οι πόροι ενδέχεται να επιστραφούν στην Ε.Ε.

Υπάρχει επίσης και ο κανόνας του decommitment: δηλαδή η ακύρωση μη χρησιμοποιημένων πόρων λόγω αδράνειας. Εάν δεν επιταχυνθούν οι διαδικασίες, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να χάσει πολύτιμα κονδύλια.

Τα παραπάνω οικονομικά δεδομένα αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα πλαίσιο κοινωνικών πιέσεων, ανισοτήτων και ελλείψεων σε βασικές υποδομές – από την υγεία και την παιδεία μέχρι τις μεταφορές και την ενεργειακή φτώχεια.

Οι διακηρύξεις της κυβέρνησης περί “ισχυρής Ελλάδας” δοκιμάζονται στην πράξη όταν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας παραμένουν αποκλεισμένα από τους καρπούς των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Η διοικητική αδράνεια, η γραφειοκρατία και οι διαχρονικές παθογένειες στη διαχείριση των πόρων αποτυπώνονται με αριθμούς – και μάλιστα από τα πιο επίσημα ευρωπαϊκά έγγραφα.

Αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις

Τα στοιχεία του Ιουνίου 2025 δείχνουν με σαφήνεια ότι η χώρα χρειάζεται:

  • Διοικητική ανασυγκρότηση των διαχειριστικών αρχών, με έμφαση στην ψηφιοποίηση και στη μείωση των καθυστερήσεων εγκρίσεων.
  • Αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης των έργων, ώστε να αποφεύγεται η “πολιτική μονοκαλλιέργεια” σε βάρος ουσιαστικών κοινωνικών αναγκών.
  • Θεσμική διαφάνεια στη δημοσίευση των στοιχείων ανά περιφέρεια, ανά έργο και ανά κοινωνική ομάδα, ώστε να ενισχυθεί η λογοδοσία και ο δημόσιος έλεγχος.
  • Ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής στον σχεδιασμό των ευρωπαϊκών πολιτικών: τα προγράμματα δεν μπορούν να υλοποιούνται χωρίς κοινωνική συναίνεση και τοπική ιδιοκτησία.

Η Ελλάδα βρίσκεται – για μία ακόμη φορά – ενώπιον ενός παραθύρου ευκαιρίας αλλά και κινδύνου. Τα κονδύλια της Ε.Ε. είναι διαθέσιμα. Οι ανάγκες της κοινωνίας είναι πιεστικές. Όμως, η διαμεσολάβηση ανάμεσα στις δύο αυτές πραγματικότητες περνά μέσα από ένα σύστημα που χρειάζεται επειγόντως θεσμική και πολιτική ανανέωση.

Το πρόγραμμα “SFC2021 – DT/MM 06/2025/01 P GR” αποκαλύπτει, πίσω από την τεχνική ορολογία και τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις, μια πραγματικότητα που αγγίζει τον πυρήνα της κοινωνικής συνοχής και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης: τα ευρωπαϊκά κονδύλια διοχετεύονται με τρόπο που, αντί να γεφυρώνει τις ανισότητες, συχνά τις εντείνει. Η Ελλάδα του 2025 καλείται να διαχειριστεί πολύτιμους πόρους μέσω του ΕΣΠΑ και του Next Generation EU, όμως το πώς γίνεται αυτή η διαχείριση αποκαλύπτει θεσμικά ελλείμματα, κοινωνικούς αποκλεισμούς και σκόπιμες αστοχίες.

Η έκθεση προόδου του Ιουνίου 2025, όπως καταγράφεται στο επίσημο αρχείο του SFC (Shared Fund Management Common System), παρουσιάζει αριθμούς και δείκτες που στην επιφάνειά τους αποπνέουν κανονικότητα: 71.000 εντάξεις ωφελούμενων, 53.000 πιστοποιήσεις δεξιοτήτων, 30.000 προσλήψεις. Όμως πίσω από αυτούς τους αριθμούς, ποιοι πραγματικά ευνοούνται; Και – πιο κρίσιμο – ποιοι μένουν έξω από το «ευρωπαϊκό όνειρο» της ανάκαμψης;

Από το ταμείο ανάκαμψης στην καθημερινή επιβίωση

Οι δράσεις αφορούν κυρίως σε “ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης”, προγράμματα κατάρτισης και συμβουλευτικής, με συνδυασμό ευρωπαϊκής και εθνικής χρηματοδότησης. Στη θεωρία, πρόκειται για στοχευμένες ενέργειες ενίσχυσης των ευάλωτων ομάδων. Στην πράξη, όμως, προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα:

  • Γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των ωφελούμενων προέρχεται από αστικά κέντρα και όχι από αγροτικές, ακριτικές ή μειονεκτούσες περιοχές;
  • Πώς εξηγείται ότι μόλις το 18% των εντάξεων αφορά μακροχρόνια ανέργους άνω των 50 ετών, ενώ αυτή είναι η πλέον ευάλωτη ηλικιακή ομάδα στην αγορά εργασίας;
  • Γιατί μόλις το 7% αφορά ΑμεΑ, παρά τις προβλέψεις για ίση πρόσβαση;
  • Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής των παρόχων κατάρτισης και ποια η διαφάνεια στη μοριοδότησή τους;

Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας, σε συνεργασία με την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης, παρουσιάζει την πορεία υλοποίησης ως «πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις». Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι σημαντικές κοινωνικές ομάδες μένουν εκτός πλαισίου στήριξης – είτε λόγω αδιαφανούς στόχευσης, είτε λόγω εμποδίων πρόσβασης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωρίζει – και σιωπά;

Η έκθεση υποβλήθηκε μέσω του επίσημου SFC portal στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με όλους τους προβλεπόμενους δείκτες και πίνακες. Όμως η ίδια η Επιτροπή έχει περιορισμένο ρόλο ελέγχου σε επίπεδο εφαρμογής. Η ευθύνη για την επιλογή δράσεων και ομάδων στόχου ανήκει στα κράτη-μέλη.

Έτσι, παρά τις προβλέψεις των Κανονισμών 1060/2021 και 1303/2013 για «κοινωνική συνοχή», «μη διάκριση» και «εδαφική σύγκλιση», η εφαρμογή παραμένει στα χέρια εθνικών κυβερνήσεων που, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, λειτουργούν με πελατειακά ή επικοινωνιακά κριτήρια.

Η Επιτροπή περιορίζεται στο να εγκρίνει «τη δομή» – όχι την ουσία. Και αυτή η «ουσία» είναι ότι η κοινωνική συνοχή δεν διασφαλίζεται με reports και πίνακες, αλλά με πολιτική βούληση και πραγματική ένταξη των αόρατων κοινωνικών στρωμάτων.

Η εικόνα της Δημόσιας Διοίκησης που προκύπτει από την έκθεση είναι εκείνη ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού που αποδίδει δείκτες – χωρίς να αξιολογεί την κοινωνική επίδραση. Οι δομές απασχόλησης, τα ΚΠΑ και οι φορείς κατάρτισης φαίνεται να λειτουργούν αποσπασματικά, χωρίς συνεκτικό σχεδιασμό σε επίπεδο περιφερειακής στρατηγικής. Χαρακτηριστικά:

  • Σε περιοχές όπως η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, με υψηλή ανεργία και έντονα δημογραφικά προβλήματα, οι ωφελούμενοι είναι δυσανάλογα λιγότεροι από περιοχές όπως η Αττική.
  • Στους Ρομά και σε πληθυσμούς μειονοτήτων, η συμμετοχή στα προγράμματα είναι κάτω του 4%, παρά τα ειδικά κονδύλια.
  • Οι μικροί δήμοι δεν διαθέτουν διοικητική ικανότητα να ενταχθούν ως φορείς υλοποίησης ή να υποστηρίξουν ενεργά τους κατοίκους τους.

Το αποτέλεσμα είναι ένα δίκτυο υποστήριξης με κενά, ασυμμετρίες και – σε κάποιες περιπτώσεις – σκόπιμη απαξίωση των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων.

«Επιταγές κατάρτισης»: Eργαλείο ανάπτυξης ή πεδίο διασπάθισης;

Στο κέντρο πολλών δράσεων του SFC προγράμματος βρίσκεται το μοντέλο της «επιταγής κατάρτισης» (voucher). Το μοντέλο αυτό – σχεδιασμένο ως μηχανισμός ενίσχυσης της απασχολησιμότητας – έχει αποδειχθεί προβληματικό:

  • Ο έλεγχος των παρόχων κατάρτισης είναι ελλιπής, ενώ σε πολλές περιπτώσεις έχουν διαπιστωθεί αναθέσεις σε «κολλητούς».
  • Τα προγράμματα είναι συχνά τυποποιημένα, χωρίς να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των ανέργων ή της τοπικής αγοράς.
  • Οι αξιολογήσεις ποιότητας είναι προσχηματικές ή ανύπαρκτες.

Αποτέλεσμα: χιλιάδες ευρώ δαπανώνται για σεμινάρια αμφίβολης αξίας, χωρίς μετρήσιμο κοινωνικό αποτύπωμα. Η κοινωνία των πολιτών έχει ουσιαστικά αποκλειστεί από τη διαδικασία σχεδιασμού και ελέγχου.

Από την ανάλυση των στοιχείων που υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκύπτει ένα μοτίβο:

  • Οι περισσότερες εντάξεις προέρχονται από περιοχές με ισχυρούς μηχανισμούς δήμων, ΜΚΟ και φορέων κατάρτισης.
  • Επαναλαμβάνονται συχνά τα ίδια ΚΕΚ και ΙΕΚ ως πάροχοι, χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες με πραγματική αξιολόγηση.
  • Οι αγροτικές και ορεινές περιοχές παραμένουν εκτός, εξαιτίας κόστους, απόστασης, και έλλειψης τεχνικής υποστήριξης.

Στον αντίποδα, άνεργοι που δεν διαθέτουν πρόσβαση σε δομές πληροφόρησης ή δικτύωση, μεταναστευτικοί πληθυσμοί, χαμηλής εκπαίδευσης ομάδες και πολύτεκνες οικογένειες παραμένουν σταθερά εκτός της εμβέλειας των προγραμμάτων. Η κοινωνική πολιτική γίνεται όχημα ανισότητας.

Και τώρα; Ποιος λογοδοτεί;

Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο τι περιέχει η έκθεση – αλλά τι αποσιωπά. Το γεγονός ότι δεν αναφέρονται ευάλωτες ομάδες με ονομαστικό τρόπο, η απουσία ποιοτικής αποτίμησης των επιπτώσεων, η μη σύγκριση ανά περιφέρεια, είναι αποκαλυπτικά της πολιτικής πρόθεσης: η έκθεση δεν γράφτηκε για τους πολίτες, αλλά για να «καλύψει» θεσμικά την απαίτηση της Επιτροπής.

Η ευθύνη βαραίνει τόσο την κυβέρνηση όσο και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Ελλάδα οφείλει να δημιουργήσει:

  • μηχανισμούς πραγματικής παρακολούθησης της κοινωνικής επίπτωσης των πολιτικών,
  • θεσμούς λογοδοσίας με συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών,
  • ενιαίο μητρώο ωφελούμενων ανά περιφέρεια, φύλο, ηλικία, ευαλωτότητα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, δεν μπορεί να παριστάνει τον αμέτοχο θεατή. Αν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ δεν συμβάλουν στην κοινωνική συνοχή, τότε πρόκειται για μια χαμένη ιστορική ευκαιρία – ή ακόμα χειρότερα, για συνειδητή επιλογή δημιουργίας μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.