Πρόκειται για στρατηγικό σήμα πίεσης προς το Κίεβο, το οποίο υποδηλώνει ότι η συνέχιση της υποστήριξης των ΗΠΑ δεν θεωρείται πλέον δεδομένη
Τρία και πλέον χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, και ενώ το τοπίο στο διεθνές σύστημα έχει μεταβληθεί δραματικά, η συνάντηση μεταξύ του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Sergei Lavrov και του Αμερικανού ομολόγου του Marco Rubio στο περιθώριο της συνόδου ASEAN την Πέμπτη (10/7/2025), έρχεται να αναδείξει μια κρίσιμη μετατόπιση: την επαναφορά της διπλωματίας ως εργαλείου επίλυσης της σύγκρουσης.
Για πρώτη φορά, ένας κορυφαίος Αμερικανός αξιωματούχος δηλώνει δημοσίως ότι έλαβε «νέες και διαφορετικές ρωσικές προτάσεις για την Ουκρανία», οι οποίες δεν είχαν ακουστεί στο παρελθόν στην Ουάσιγκτον.
Αν και καμία πλευρά δεν κάνει λόγο για ειρηνευτικό σχέδιο πλήρους αποδοχής, η παραδοχή ότι υπάρχει αντικείμενο συζήτησης ανατρέπει τον παγωμένο διπολισμό που επικρατούσε μέχρι τώρα.
Η επιλογή του Rubio συνομιλήσει με τον Lavrov –και να το δημοσιοποιήσει– δεν είναι διπλωματική φιλοφρόνηση, αλλά σαφής πολιτική απόφαση.
Σε μια περίοδο που ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump εκφράζει ανοιχτά την απογοήτευσή του για την «στασιμότητα» στην Ουκρανία, και η αμερικανική κοινή γνώμη δείχνει κόπωση από τον «πόλεμο δια αντιπροσώπου», η Ουάσινγκτον στέλνει μήνυμα ότι αναζητά εναλλακτικές.
Ο Rubio ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει ακόμη πολιτική απόφαση για διακοπή των εξοπλισμών προς την Ουκρανία, αλλά τόνισε πως πρόκειται για «προσωρινή παύση για επανεξέταση».
Πρόκειται για στρατηγικό σήμα πίεσης προς το Κίεβο, το οποίο υποδηλώνει ότι η συνέχιση της υποστήριξης δεν θεωρείται πλέον δεδομένη.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τη συνάντηση ο Rubio δήλωσε πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν τις επαφές με τη Μόσχα για την προετοιμασία μίας συνάντησης κορυφής Trump – Putin.
«Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με τη ρωσική πλευρά.
Αν μπορέσουμε να αλληλεπιδράσουμε μαζί τους, θα το κάνουμε», πρόσθεσε με νόημα.
H συνάντηση Lavrov – Rubio είναι δρόμος προς αποφάσεις για να σταματήσει η τρέλα στην Ουκρανία ανακοίνωσε με τη σειρά του το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών.
Αλλαγή γλώσσας: Διπλωματία αντί πολεμικής ρητορικής
Η γλώσσα των δύο πλευρών, τόσο στη δημόσια τοποθέτηση του Lavrov όσο και στη διατύπωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών αντικατοπτρίζει σαφή απομάκρυνση από το ύφος της αντιπαλότητας που κυριάρχησε τις προηγούμενες χρονιές.
Το Κρεμλίνο κάνει λόγο για «ειλικρινή και αμοιβαία σεβαστή ανταλλαγή απόψεων», ενώ επισημαίνει ότι ο διάλογος θα συνεχιστεί σε διαρκή βάση.
Το μήνυμα είναι σαφές: η Ρωσία, σε αυτή τη φάση, δεν αναζητεί πλήρη νίκη στο πεδίο, αλλά πλαίσιο πολιτικής συμφωνίας που θα σέβεται τους δικούς της όρους ασφαλείας. Και αυτή τη φορά, οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να απορρίπτουν την πρόταση εκ των προτέρων.
Η ASEAN ως εναλλακτικό διπλωματικό κανάλι
Η επιλογή του πλαισίου – το πολυμερές φόρουμ της ASEAN – δεν είναι τυχαία.
Η Ουάσινγκτον και η Μόσχα επιχειρούν να αποδεσμεύσουν τη διαπραγμάτευση από τα παραδοσιακά, ψυχροπολεμικά σχήματα (ΝΑΤΟ–G7–BRICS), επιλέγοντας ουδέτερες, περιφερειακές πλατφόρμες που επιτρέπουν πιο ευέλικτο διάλογο.
Η παρουσία και άλλων μεγάλων δυνάμεων (Κίνα, Ινδία, Ινδονησία) δημιουργεί ένα διπλωματικό κλίμα σταθερότητας και σχετικής αποφόρτισης, που διευκολύνει την επαναπροσέγγιση.
Το πραγματικό διακύβευμα: Πολιτική λύση χωρίς ταπεινωτική παράδοση
Ο έγκυρος γεωπολιτικός αναλυτής Alexandr Asafov έχει δίκιο όταν σημειώνει ότι «η ουσία παραμένει πίσω από κλειστές πόρτες».
Κανείς δεν περιμένει επίσημο ειρηνευτικό σχέδιο άμεσα.
Ωστόσο, η ίδια η διατύπωση «καινούριες προτάσεις» σηματοδοτεί το κρίσιμο: και οι δύο πλευρές αναζητούν διέξοδο που να μην εκληφθεί ως ήττα.
Για τις ΗΠΑ, η συνέχιση του πολέμου χωρίς στρατηγικό στόχο φθείρει το κύρος τους και αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη συμμάχων και πολιτών.
Για τη Ρωσία, η διατήρηση της στρατιωτικής υπεροχής στο πεδίο δεν μεταφράζεται εύκολα σε πολιτική επικράτηση χωρίς συμφωνία με τη Δύση.
Η διπλωματία επιστρέφει
Σαφέστατα η συνάντηση Lavrov – Rubio δεν είναι το τέλος του πολέμου.
Είναι όμως η αρχή μιας αναγκαίας και ώριμης στροφής.
Σε έναν κόσμο όπου οι πόροι εξαντλούνται, οι κοινωνίες δυσανασχετούν και οι κρίσεις πολλαπλασιάζονται, η επιστροφή της διπλωματίας είναι δείγμα υπευθυνότητας — όχι αδυναμίας.
Η Ουκρανία δεν θα κερδηθεί ούτε θα χαθεί με ένα τηλεφώνημα ή έναν πύραυλο.
Αλλά ίσως μπορέσει να σταθεροποιηθεί μέσω μιας δύσκολης, πολύπλευρης και έντιμης διαπραγμάτευσης.
Zelensky: Ρωσία – Ουκρανία να ξεκινήσουν συζητήσεις, είμαι έτοιμος να δω τον Putin
Η Μόσχα και το Κίεβο ενδέχεται να ξεκινήσουν συζητήσεις για τη συνάντηση μου με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Vladimir Putin, μετά την ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου και των σορών των στρατιωτικών σύμφωνα με τις συμφωνίες της Κωνσταντινούπολης, δήλωσε ο Volodymyr Zelensky.
«Πρέπει να ολοκληρώσουμε ό,τι συμφώνησαν τα δύο μέρη στη δεύτερη συνάντηση.
Να ολοκληρώσουμε τις ανταλλαγές που συμφωνήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Νομίζω ότι οι σχετικές κινήσεις θα πραγματοποιηθούν στο εγγύς μέλλον.
Και μόνο μετά από αυτό, οι ομάδες μπορούν να συζητήσουν μια αποτελεσματική επιλογή για την προετοιμασία μιας συνάντησης ηγετών», δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος.
Πρόσθεσε ότι η επιθυμητή μορφή της συνάντησης προβλέπει τη συμμετοχή όχι μόνο του Κιέβου και της Μόσχας, αλλά και της Ουάσινγκτον.
Είπε επίσης ότι το Βατικανό, η Αυστρία, η Ελβετία και η Τουρκία προσφέρονται να οργανώσουν διαπραγματεύσεις με τον Ρώσο πρόεδρο.
Ο Zelensky δήλωσε ότι έλαβε μηνύματα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Donald Trump σχετικά με την επανέναρξη της βοήθειας.
Η στρατηγική των ΗΠΑ και οι δηλώσεις Trump για βομβαρδισμό
Αποδεικνύεται περίτρανα ότι οι δηλώσεις Trump περί «βομβαρδισμού της Μόσχας μέχρι την Κόλαση» εάν η Ρωσία εξαπoλύσει επίθεση κατά της Ουκρανίας, δεν αποτελούν μια παρορμητική έκρηξη, αλλά μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής πίεσης των Ηνωμένων Πολιτειών — όχι μόνο προς τη Μόσχα, αλλά και προς τους ίδιους τους συμμάχους τους.
Αυτό υποστηρίζει η πρώτη αναπληρώτρια πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Δούμας, Svetlanda Zhurova, μιλώντας στο Pravda.Ru.
Σύμφωνα με τη Ρωσίδα αξιωματούχο, τέτοιες επιθετικές δηλώσεις εντάσσονται σε μια μακροχρόνια στρατηγική των ΗΠΑ, στην οποία η Ρωσία και η Κίνα αντιμετωπίζονται ως οι κύριοι γεωπολιτικοί αντίπαλοι.
Παρά τις φαινομενικές αλλαγές ρητορικής και τις διαπραγματεύσεις, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως απειλή – κάτι που για τη Μόσχα δεν είναι νέο, αλλά αποκτά ιδιαίτερη σημασία εν όψει της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης.
«Μπορείς να συνομιλήσεις με τον πρόεδρό μας, να διαπραγματευτείς, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα – συνεχίζουν να μας θεωρούν απειλή», δήλωσε χαρακτηριστικά η Zhurova.
Πίεση Trump σε ΝΑΤΟ – Ευρώπη
Η επιθετική ρητορική του Trump σύμφωνα με τη Zhurova δεν περιορίζεται μόνο σε απειλές κατά της Ρωσίας.
Υπηρετεί και έναν δεύτερο, ίσως πιο ουσιαστικό στόχο: την πίεση προς τις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες υπέρ του ΝΑΤΟ και, φυσικά, υπέρ της αμερικανικής στρατιωτικής βιομηχανίας.
Η πρωτοβουλία για αύξηση των συνεισφορών των ευρωπαϊκών χωρών στο ΝΑΤΟ έως και 5% απαιτεί ένα ισχυρό επιχείρημα.
Οι δηλώσεις τρόμου, οι απειλές και η προβολή της Ρωσίας ως άμεσου κινδύνου λειτουργούν ως μηχανισμός κινητοποίησης και πειθούς.
Οι ΗΠΑ, με εργαλεία τον φόβο και την αβεβαιότητα, προσπαθούν να παρουσιάσουν την ενίσχυση της αμυντικής συμμαχίας όχι ως επιλογή, αλλά ως επιτακτική ανάγκη.
«Πρέπει να εξηγηθεί γιατί η Ευρώπη πρέπει να πληρώνει περισσότερα.
Χρησιμοποιούνται λοιπόν τέτοιες ιστορίες τρόμου – για τη Ρωσία, για την Κίνα. Οι δηλώσεις του Trump δεν είναι αυθόρμητες», εξηγεί η Ρωσίδα αξιωματούχος.
Όπλα, εκλογές και στρατηγική προπαγάνδας
Η συγκεκριμένη ρητορική, σύμφωνα με την ίδια, εξυπηρετεί διττό σκοπό: ενισχύει την εικόνα του Trump στο εσωτερικό ακροατήριο, ως «σκληρού» ηγέτη που δεν διστάζει να απειλήσει, αλλά και λειτουργεί ως μοχλός πίεσης προς τους Ευρωπαίους συμμάχους, που καλούνται να αγοράσουν αμερικανικά οπλικά συστήματα.
Απέναντι σε αυτού του είδους την πίεση, η Ρωσία δεν σκοπεύει να απαντήσει με λόγια, αλλά με πράξεις.
Η Zhurova επισημαίνει ότι η Μόσχα επικεντρώνεται στην ενίσχυση των αμυντικών της δυνατοτήτων και στην επιχειρησιακή ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
«Δεν πρέπει να χαλαρώσουμε.
Πρέπει απλώς να κάνουμε τη δουλειά μας.
Έχουμε την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση, ο στρατός λειτουργεί, η αμυντική βιομηχανία δουλεύει διαφορετικά από πριν. Και είμαστε έτοιμοι για τις απειλές», τόνισε.
Η απειλή βομβαρδισμού της Μόσχας δεν είναι απλώς μια σκληρή δήλωση. Είναι μια συνειδητή στρατηγική επιλογή.
Ο Trump, είτε από προσωπική πεποίθηση είτε ως μέρος ευρύτερης γεωπολιτικής τακτικής, ενισχύει το αφήγημα του διαρκούς κινδύνου.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, δεν πέφτει στην παγίδα της ρητορικής, αλλά επιλέγει την ενίσχυση της στρατιωτικής της αυτάρκειας.
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: πόσο επικίνδυνο είναι να χρησιμοποιούνται τέτοιες απειλές για πολιτικά ή εκλογικά κέρδη — και σε τι κόσμο θα μας οδηγήσει αυτή η νέα μορφή ψυχρού πολέμου;
Σενάριο προσάρτησης όλης της Ουκρανίας από τη Ρωσία
Ο Trump κάνει αντιφατικές δηλώσεις για τη Ρωσία, καθώς φαίνεται να μη θέλει να αναγνωρίσει τα προφανή γεγονότα στην Ουκρανία, δήλωσε ο γεωπολιτικός αναλυτής Patrick Henningsen.
«Νομίζω ότι είναι απλώς μια απροθυμία να αναγνωρίσουμε τα γεγονότα και μια απροθυμία να πούμε στις αρχές του Κιέβου ότι δεν θα πάρουν πίσω τα εδάφη τους.
Τα έχασαν», δήλωσε ο ειδικός.
Πρόσθεσε επίσης ότι αν αυτό συνεχιστεί και ο Αμερικανός πρόεδρος δεν μεταφέρει στις ουκρανικές αρχές τα προφανή πράγματα, τότε η Ρωσία μπορεί να το εκλάβει ως το πράσινο φως για να προχωρήσει περαιτέρω.