Ξεγραμμένος ο Μητσοτάκης για Μόσχα και Ουάσιγκτον;

Η εξωτερική πολιτική του Έλληνα πρωθυπουργού έχει καταφέρει να αποξενώσει τη χώρα από δύο από τις μεγαλύτερες υπερδυνάμεις του κόσμου και αυτό θα έχει συνέπειες για τη χώρα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο

Τα τελευταία δύο χρόνια, πλήθος διεθνών φορέων και ενώσεων συντακτών έχει καταγγείλει τα αμφιλεγόμενα μέτρα λογοκρισίας και φίμωσης της δημοσιογραφίας που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ως αποτέλεσμα, η «ενημέρωση 108» στην Ελλάδα έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό, ακόμα και στη Ρωσία.

Ειδικότερα, η αυθαίρετη απόφαση του Υπουργείου Εξωτερικών να απορρίψει την επέκταση διαπιστεύσεων για συντάκτες των ρωσικών πρακτορείων Ria και RT καθιστά σαφές ότι οι σχέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τη Ρωσία βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο. Παράλληλα, η εμμονή της Ελλάδας να υποστηρίζει το καθεστώς του Κιέβου απειλεί να καταστρέψει οριστικά τους ιστορικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς δεσμούς της Μόσχας με την Αθήνα.

Δεν ήταν καθόλου τυχαία η χθεσινή οργισμένη τοποθέτηση της εκπροσώπου του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, Maria Zakharova, η οποία κατήγγειλε ότι η Ελλάδα «έχει επιλέξει να εισέλθει σε τροχιά σύγκρουσης» με τη Ρωσία.

Η Zakharova ανέφερε ότι η απόφαση αυτή αποτελεί μία ακόμη εκδήλωση της πολιτικής αντιπαράθεσης που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στη Ρωσία. Επιπλέον, τόνισε ότι η Αθήνα παραβιάζει τις διεθνείς υποχρεώσεις της, αψηφώντας τη διασφάλιση της πολυφωνίας των ΜΜΕ και την ελευθερία πρόσβασης στην πληροφόρηση, κλείνοντας ρωσικά μέσα ενημέρωσης και δυσχεραίνοντας την εργασία των δημοσιογράφων.

Αναφερόμενη στην άρνηση παράτασης της διαπίστευσης του ανταποκριτή του MIA “Russia Today” στην Ελλάδα, η Ρωσίδα διπλωμάτισσα σημείωσε ότι αυτή η ενέργεια δεν θα περάσει χωρίς απάντηση από τη Μόσχα. Υπογράμμισε ότι η Ρωσία θα προχωρήσει σε αντίμετρα, που ενδέχεται να είναι και ασύμμετρα.

Η Zakharova κατήγγειλε επίσης την άρνηση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών να παρατείνει τη διαπίστευση του ανταποκριτή του ρωσικού πρακτορείου «Rossiya Segodnya», G. Melnik, ο οποίος εργαζόταν στην Αθήνα από το 2013. Όπως ανέφερε, το πρακτορείο «Ria Novosti» αναγκάστηκε να κλείσει το γραφείο του στην Ελλάδα, μετά από 20 χρόνια συνεχούς λειτουργίας, ενώ αυτό δεν αποτελεί την πρώτη αντιρωσική ενέργεια της Αθήνας εναντίον Ρώσων δημοσιογράφων.

Επιπλέον, η Zakharova ανέφερε την άρνηση διαπίστευσης των ανταποκριτών των εφημερίδων της ρωσικής Βουλής Parlamentskaya Gazeta και Rossiiskaya Gazeta, καθώς και το κλείσιμο του γραφείου του Sputnik στην Αθήνα το 2022.

Η εκπρόσωπος της Ρωσίας υποστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί μια γραμμή αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, περιφρονώντας τις διεθνείς υποχρεώσεις της για την εξασφάλιση της ελευθερίας του Τύπου και την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση, και κατηγόρησε την κυβέρνηση Μητσοτάκη για καταπίεση της ελευθερίας του λόγου και καταστολή της διαφορετικής σκέψης.

Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (EFJ) καταδίκασε την απόφαση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών να αρνηθεί την παράταση της διαπίστευσης του δημοσιογράφου του RIA Novosti. Συγκεκριμένα, το υπουργείο ανάγκασε το RIA Novosti να κλείσει το γραφείο του στην Ελλάδα, αρνούμενο την παράταση της διαπίστευσης του ανταποκριτή του, Gennady Melnik, χωρίς να δώσει εξηγήσεις. Ως αποτέλεσμα, το γραφείο έκλεισε μετά από πάνω από 20 χρόνια λειτουργίας.

Ο γενικός γραμματέας της EFJ, Ricardo Gutierres, επεσήμανε ότι η Ομοσπονδία καταδικάζει την απόφαση αυτή, ενώ ανέφερε και την αντίστοιχη άρνηση των ρωσικών αρχών να παρατείνουν τη διαπίστευση του ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Le Monde στη Μόσχα.

Η EFJ τόνισε τη σημασία της ελευθερίας του Τύπου και καταδίκασε τις ενέργειες που περιορίζουν τη δημοσιογραφική εργασία, όπως αυτή του ελληνικού υπουργείου. Παράλληλα, η αντίδραση από την πλευρά του ελληνικού ΥΠΕΞ ενδέχεται να σχετίζεται με την κίνηση των χιλιάδων bots που κατέκλυσαν το ελληνικό διαδίκτυο, σε ένα πιθανό αντισταθμιστικό μέτρο για το ζήτημα των ρωσικών μέσων ενημέρωσης.

Η άρνηση της Ελλάδας να ανανεώσει τη διαπίστευση του επικεφαλής ανταποκριτή του RIA Novosti συνιστά, σύμφωνα με τη ρωσική πρεσβεία, κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων και των δημοκρατικών αξιών. Όπως αναφέρεται σε δήλωση της διπλωματικής αποστολής στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων, αυτή η απόφαση αποτελεί «άμεση παραβίαση του δικαιώματος των δημοσιογράφων να ασκούν το επαγγελματικό τους έργο». Η πρεσβεία τονίζει ότι οι ενέργειες της Αθήνας παραβιάζουν τις αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας του λόγου και το δικαίωμα των πολιτών να αποκτούν ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση.

Η πρεσβεία υπογραμμίζει πως αυτή η απόφαση εντάσσεται σε έναν γενικότερο εκτοπισμό των Ρώσων δημοσιογράφων από το ελληνικό έδαφος, γεγονός που ενισχύει την αντίθεση της Ελλάδας με τις θεμελιώδεις αξίες της ελευθερίας του Τύπου.

Στις 12 Μαρτίου, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών αρνήθηκε να παρατείνει τη διαπίστευση του Gennady Melnik για το 2025, με αποτέλεσμα το γραφείο του RIA Novosti στην Αθήνα να κλείσει, έπειτα από πάνω από 20 χρόνια λειτουργίας. Σημειώνεται ότι το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας δεν παρείχε καμία εξήγηση ή λεπτομέρειες για την απόφαση αυτή.

Παράλληλα, το ρωσικό ειδησεογραφικό portal gazeta.ru αναφέρει ότι πρόσφατα το YouTube απαγόρευσε δύο γερμανικά κανάλια του RT, με την αρχισυντάκτρια του RT, Margarita Simonyan, να τονίζει ότι το RT DE ήταν το τέταρτο πιο επιδραστικό γερμανόφωνο μέσο ενημέρωσης, με 21 εκατομμύρια προβολές τον Ιούνιο του 2021.

Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις και ότι οι πολιτικές αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχουν οδηγήσει τη χώρα σε ένα κρίσιμο σημείο, με ιδιαίτερη ένταση στις σχέσεις με δύο από τις μεγαλύτερες υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.

Η διαχείριση των σχέσεων με τις ΗΠΑ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει προκαλέσει απογοήτευση στην Ουάσιγκτον, ειδικά μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και την ακολουθούμενη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει ουδέτερη στάση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, αλλά και οι απαξιωτικοί σχολιασμοί του Κυριάκου Μητσοτάκη για τον τότε πρόεδρο Trump, φαίνεται ότι έχουν δημιουργήσει ένταση και έφεραν την Ελλάδα στη λίστα των «μη φιλικών κυβερνήσεων». Η έλλειψη διπλωματικής ευφυΐας και η μη εκτίμηση της ανάγκης για ισχυρές διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ, τη στιγμή που η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει έναν κρίσιμο στρατηγικό εταίρο, ήταν καθοριστικά λάθη στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Αντίστοιχα, οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι σε χαμηλότερο σημείο από ποτέ. Η Ελλάδα, αντί να ακολουθήσει μια στάση υπέρ της ειρηνικής επίλυσης του Ουκρανικού ζητήματος, επιλέγει να υποστηρίξει την Ουκρανία στρατιωτικά, μέσω αποστολών όπλων, χωρίς να εξισορροπεί τη στάση της με τη ρωσική πλευρά, με αποτέλεσμα να αποξενωθεί από έναν ιστορικό και στρατηγικό εταίρο, τη Ρωσία. Ειδικότερα, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να συμμετάσχει στο στρατόπεδο των «πολεμοκάπηλων» χωρών, που τώρα συνειδητοποιούν ότι η Ουκρανία έχει ηττηθεί σε όλα τα επίπεδα (στρατιωτικά, διπλωματικά και πολιτικά) από τη Ρωσία. Η επιλογή να στηριχθεί μια κυβέρνηση όπως του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, που χαρακτηρίζεται από κάποιους ως απατεώνας, και η καταπάτηση μιας μακροχρόνιας φιλίας με τη Ρωσία, θεωρείται από πολλούς ως στρατηγικό λάθος. Η Ρωσία, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, θεωρείται ότι βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας, ενώ η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από τις θεμελιώδεις αξίες της διπλωματίας και της ελευθερίας του λόγου, υποστηρίζοντας μία πλευρά που φαίνεται να έχει ήδη ηττηθεί.

Η αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής φτάνει στο αποκορύφωμά της στο Ουκρανικό. Αντί η Ελλάδα να πάρει μια σαφή θέση υπέρ της ανθρωπιστικής βοήθειας (π.χ. αποστολή ιατροφαρμακευτικής βοήθειας και ανθρωπιστικών προγραμμάτων), επέλεξε να στείλει όπλα, κάτι που, με την πάροδο του χρόνου, αποδείχθηκε ότι ήταν αποτυχημένο στρατηγικά. Η στήριξη στον Ουκρανικό λαό ήταν αμφισβητήσιμη, καθώς η Ελλάδα δεν στήριξε την ειρηνική λύση, αλλά την ακραία πολεμική διαδικασία, η οποία τώρα φαίνεται να καταλήγει σε ήττα για την Ουκρανία.

Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να στηρίξει την Ουκρανία και να συμμετάσχει στον πόλεμο αντί να αναζητήσει ειρηνικές λύσεις έχει πλέον αρνητικά αποτελέσματα για τη χώρα. Η Ελλάδα είναι τώρα μέρος της ομάδας των αποτυχημένων, των χωρών που υποστήριξαν μια αποτυχημένη στρατηγική στην Ουκρανία, και αυτό θα έχει συνέπειες για τη χώρα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας υπό την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει καταφέρει να αποξενώσει τη χώρα από δύο από τις μεγαλύτερες υπερδυνάμεις του κόσμου, με την πολιτική της να χαρακτηρίζεται από λανθασμένες επιλογές και στρατηγικές που δεν εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Αντί να επενδύσει σε διπλωματικές σχέσεις και να διατηρήσει έναν ρόλο ηγετικής δύναμης στην περιοχή της, η Ελλάδα φαίνεται να έχει καταλήξει να είναι μέρος μιας αποτυχημένης διεθνούς ομάδας, με τις συνέπειες αυτών των επιλογών να είναι σοβαρές για το μέλλον της χώρας.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.