Με την σπορά όπλων από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, τα οποία τώρα δεν ενοχλούν ως ακριβό βαρίδι για τις επόμενες γενιές και χωρίς σαφές σχέδιο για το μέλλον, η ΕΕ εισέρχεται σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο.
Οι Ευρωπαίοι πολίτες, αφού βομβαρδίζονται από τους ηγέτες τους με πολεμικά ανακοινωθέντα και προειδοποιήσεις για την απειλή που είναι προ των πυλών, δείχνουν να εγκρίνουν τις εξαγγελίες.
Οι φόβοι για τα δανεικά, που θα επιβαρύνουν τις επόμενες γενιές, δεν έχουν πια θέση στον δημόσιο διάλογο. Ούτε οι μεγαλοστομίες άλλων δεκαετιών για την «soft power», την Ευρώπη ως ήπια δύναμη που κερδίζει κύρος και αναγνώριση χάρη στην προσήλωσή της στην ειρήνη και στην ευημερία των πολιτών της, δομημένη πάνω σε ένα σθεναρό κοινωνικό κράτος-υπόδειγμα.
Το σύνθημα του Charles de Gaulle, που υιοθέτησε ο Conrad Adenauer και χρησιμοποίησε αργότερα και ο Gorbachev στα χρόνια της Περεστρόικα, για μια Ευρώπη της ειρήνης και της συμφιλίωσης «από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια» φαντάζει ξεπερασμένη φαντασίωση κάποιων αφελών ρομαντικών.
Το πλάνο τώρα, ασαφές ακόμη στις λεπτομέρειές του και έωλο σε σχέση με το χρόνο υλοποίησής του, προβλέπει πυραύλους, άρματα μάχης, αεροδρόμια, συστοιχίες αντιαρματικών και στρατόπεδα από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια.
Μέχρι και η Γερμανία που επιβίωσε επί δεκαετίες άοπλη, ακόμη και στις πιο «θερμές» περιόδους του ψυχρού πολέμου έχει καταληφθεί πλέον από μια εμμονή να βλέπει τον εαυτό της γυμνό και απειλούμενο. Και δηλώνει αποφασισμένη να εξοπλιστεί. Με όποιο κόστος.
Άλλη μια «ιστορική» σύνοδος
Οι Ευρωπαίοι, πλην Orban και κάποιων μικρών που σιγομουρμουρίζουν για τα ψιλά γράμματα του σχεδίου αλλά δεν μιλούν, επαίρεται για μια σύνοδο «ιστορικών αποφάσεων», που όμως έρχεται από τη μια βιαστικά, ταυτόχρονα όμως με καθυστέρηση. Δεν είναι απλώς ότι ο πόλεμος έχει κλείσει ήδη τρία χρόνια και όλοι ξέρουν ότι δεν μπορεί να κερδηθεί, όπως τουλάχιστον επιμένει να το φαντάζεται ο Zelensky.
Είναι ότι ο Donald Trump είχε δείξει τις διαθέσεις του εδώ και μια οκταετία. Και εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο έμοιαζε σίγουρη. Γιατί λοιπόν τώρα αυτή η έξαψη; Μπορεί μια ήπειρος εκατομμυρίων να ετεροκαθορίζεται από τις περιστασιακές διαθέσεις ενός αφερέγγυου «συμμάχου»;
H εποχή που ο Putin μιλούσε ως επίσημος προσκεκλημένος στη Μπούντεσταγκ στο Βερολίνο το 2001, μοιάζει βεβαίως να μην υπήρξε ποτέ. Κάποιοι συνήθιζαν ωστόσο να θυμίζουν τις προειδοποιήσεις του το 2007, στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου του ίδιου έτους, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν.
Η Ευρώπη μοιάζει με ασθενή, που ξυπνάει μετά από χρόνια από το κώμα και πετάγεται από το κρεβάτι για να τρέξει σε αγώνα ταχύτητας. Το πιο πιθανό είναι να καταρρεύσει.
Τι ακριβώς λοιπόν δικαιολογεί τον ισχυρισμό «ιστορική σύνοδος»;
Τα δάνεια των 150 δισεκατομμυρίων, που με κάποιο μαγικό τρόπο θα γίνουν 800 για να υλοποιήσουν το σχέδιο; Και πώς προκύπτει αυτό το νούμερο; Βάσει ποιου σχεδίου και με ποια θεσμική κατοχύρωση από μια Κομισιόν, που τουλάχιστον με βάση τις συνθήκες δεν δικαιούται να χρηματοδοτεί την άμυνα.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αναλαμβάνει δράση μόνο στους τομείς στους οποίους την έχουν εξουσιοδοτήσει τα κράτη μέλη της, βάσει των Συνθηκών της ΕΕ» γράφει ακόμη η ιστοσελίδα της Κομισιόν. Η χρηματοδότηση στρατιωτικών δραστηριοτήτων δεν αναφέρεται πουθενά.
Ποια επόμενη μέρα
Το πιο ανησυχητικό ωστόσο είναι ότι δείχνει να απουσιάζει παντελώς μια στρατηγική για το μέλλον, όχι μόνο το άμεσο, σε σχέση με το πώς θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία, που οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να τον κάνουν δικό τους, ακολουθώντας και τότε την τακτική του ετεροκαθορισμού από τις αποφάσεις της προηγούμενης διοίκησης των ΗΠΑ.
Αυτό που κανείς δεν δείχνει διάθεση να περιγράψει είναι η σχέση με την γείτονα Ρωσία, αλλά και με τις ΗΠΑ του Trump.
Η Ευρώπη γλιστράει σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο, χωρίς όμως τους ξεκάθαρα μοιρασμένους ρόλους της εποχής του διπολισμού, που φέρνει ανασφάλεια και νέα χρέη, που δεν επιτρέπει καμιά αισιοδοξία για το μέλλον των επόμενων γενεών.
Γιατί εγκαταλείπεται κάθε προσπάθεια αποφασιστικής «παρεμβολής» σε αυτόν τον αλλόκοτο διάλογο Trump – Putin που δείχνει να παγιδεύει την ΕΕ σε ένα αδιέξοδο; Πώς συμβαδίζουν οι υπερφίαλες δηλώσεις αυτοθαυμασμού για το REARM με το σχεδόν υποτακτικό ύφος Ευρωπαίων πολιτικών, που συνεχίζουν να εκφράζουν την πίστη τους στην σημασία της συνεργασίας με τις ΗΠΑ; Είναι όντως αποφασισμένοι να «αυτονομηθούν» ή πιστεύουν ότι μπλοφάρουν και θα αναγκάσουν τον Αμερικανό πρόεδρο να κάνει πίσω;
Υπάρχει καμιά σκέψη για την μετά-Τραμπ, αλλά και για την μετά-Πούτιν εποχή; Θα υπάρξει πάλι επιστροφή σε μια ομαλή διατλαντική σχέση; Θα διαδεχτεί το καθεστώς Πούτιν ένας ανάλογος ή ακόμη χειρότερος δικτάτορας; Και πόσο θα επηρεαστεί η διαμόρφωσή όλων αυτών από τη σημερινή στάση των Ευρωπαίων; Θα συζητηθούν και θα εγκριθούν από τα ακόμη (τουλάχιστον στα χαρτιά) αρμόδια εθνικά κοινοβούλια οι επιπτώσεις για τις κοινωνίες της διοχέτευσης τιτάνιων κονδυλίων σε στρατιωτικούς σκοπούς;
Όλα αυτά είναι ζητήματα που θα πρέπει κάποια στιγμή να τεθούν επί τάπητος πέρα από ιαχές και μικρομεγαλισμούς. Και κυρίως πρέπει η συζήτηση να ξεκινήσει από το πρώτο και θεμελιώδες ερώτημα. Μπορεί η Ευρώπη να στοχεύει στην μετατροπή της σε μια στρατιωτική υπερδύναμη, που θα μπορεί να κοιτάει στα μάτια τις ΗΠΑ, την Ρωσία, ακόμη και την αχανή Κίνα; Ποιο κόστος και πόσο χρόνο θα απαιτήσει αυτό; Είναι πολλοί αυτοί που αμφισβητούν έτσι κι αλλιώς τη ρεαλιστικότητα ενός τέτοιου σχεδίου. Ακόμη και κάτω από την πυρηνική ομπρέλα, που απλόχερα προσφέρει ο Emmanuel Macron.
www.bankingnews.gr