Δεν μπορεί να πει κανείς, ούτε εκείνοι που υπερασπίζονται με πάθος την πολιτική των «ήρεμων νερών», ότι πέφτουμε απ’ τα σύννεφα με την εξαγγελία έπειτα από δύο χρόνια της αεροναυτικής άσκησης μεγάλης κλίμακας «Γαλάζια Πατρίδα 2025» από το τουρκικό υπουργείο Άμυνας.
Του Σάββα Καλεντερίδη
Μάλιστα, όσο και να γράφουν διάφοροι δημοσιογράφοι και αναλυτές άρθρα για την εξοικονόμηση πόρων της πολεμικής αεροπορίας και του πολεμικού ναυτικού για να μας αποδείξουν πόσο επωφελής ήταν η πολιτική αυτή, ούτε οι ίδιοι θα ήθελαν να είναι στη θέση του κ. Μητσοτάκη, του κ. Γεραπετρίτη και της κυρίας Παπαδοπούλου, που είναι υποχρεωμένοι να διαχειριστούν το επικείμενο (;) ταξίδι στην Άγκυρα, μετά τη διεξαγωγή της εν λόγω άσκησης, που είναι η εφαρμογή επιχειρησιακών σχεδίων για να ιδιοποιηθεί η Τουρκία το μισό Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Ειδικά αν η Ελλάδα αποφασίσει, επιτέλους, να κάνει διάβημα στην Τουρκία για την άσκηση, αλλά και για το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και να καταγγείλει στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. την απαράδεκτη επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας κατά της Ελλάδας και της Κύπρου.
Όμως ας αφήσουμε τη διαχείριση αυτής της κατάστασης στην προαναφερθείσα τριάδα, άλλωστε «όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια», για να δούμε τι γίνεται στην Τουρκία με τη διαχείριση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ, υπό το πρίσμα της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στη Συρία, μετά την ανατροπή του Άσαντ.
Μέχρι τώρα το πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ήταν το θέμα της διαχείρισης του προβλήματος που είχε προκύψει με την αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 από την τουρκική πολεμική αεροπορία, αφού για το θέμα των Κούρδων της Συρίας η Άγκυρα περίμενε ότι η έλευση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα οδηγούσε σε μια κάποια λύση το θέμα, όπως έγινε το 2019, με την απόφαση του Αμερικανού προέδρου, τότε, να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη ΒΑ Συρία και τη συμφωνία που εξασφάλισε η τουρκική κυβέρνηση από τον Τραμπ να πραγματοποιήσει την επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης», με εισβολή στη Β. Συρία.
Όμως τώρα, με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη Συρία μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τους τζιχαντιστές, τα πράγματα περιπλέκονται και παίρνουν τροπή που μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη για την Άγκυρα.
Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά θα επικεντρωθούμε στους δύο σοβαρότερους.
Ο ένας είναι το ενδεχόμενο το Ισλαμικό Κράτος να επωφεληθεί από τη φιλική κυβέρνηση της Δαμασκού και από την απουσία της Ρωσίας και του Ιράν και να αρχίσει να ελέγχει και πάλι εκτεταμένες περιοχές κυρίως στη κεντρική Συρία. Ήδη έχει αρχίσει να κάνει εμφανή την παρουσία του με επιθέσεις στη ΒΑ Συρία, όπου οι ΗΠΑ, ακριβώς εξ αυτού του λόγου, έχουν αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτικών που δρουν εκεί από 900 στους 2.500.
Άρα όσο και αν ο Ερντογάν τρέφει ελπίδες ότι η προσωπική σχέση που διατηρούσε με τον Τραμπ στην πρώτη του θητεία θα τον βοηθήσουν να λύσει το θέμα και να πείσει τον Αμερικανό πρόεδρο να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη ΒΑ Συρία, αυτός ο υπερδιπλασιασμός της δυνάμεως από την κυβέρνηση Μπάιντεν, έναν μήνα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων από τον Τραμπ, δεν είναι δυνατόν να έγινε χωρίς να έχει την έγκριση και του νέου πρόεδρου.
Άλλωστε, η δημιουργία, με την έλευση του νέου έτους, μόνιμης βάσης από τον αμερικανικό στρατό στην πόλη Κομπάνι, που είναι ο κύριος στόχος του Ερντογάν, είναι μια κίνηση που δείχνει ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν άλλη μια εισβολή της Τουρκίας στη Ροζάβα, όπως αποκαλούν οι Κούρδοι την αυτοδιοικούμενη από το 2016 περιοχή της ΒΑ Συρίας.
Η πολιτική αυτή των ΗΠΑ έρχεται σε αντίθεση με τον στρατηγικό στόχο της Άγκυρας, που είναι η διάλυση των δομών αυτού του οιονεί κράτους που λειτουργεί στη Ροζάβα, το οποίο είναι το πιο δημοκρατικό κράτος στην ευρύτερη περιοχή.
Και θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο φόβος της Τουρκίας δεν έχει να κάνει με τον κίνδυνο διαμελισμού της, αλλά με τον «κίνδυνο» εκδημοκρατισμού της. Δηλαδή, ο Ερντογάν αλλά και όλο το πολιτικό σύστημα μαζί με το κράτος φοβούνται ότι, αν δημιουργηθεί ένα δεύτερο αυτόνομο κουρδικό κράτος στη Συρία, θα αυξήσει την πίεση για αναγνώριση ανάλογων δικαιωμάτων και στα 25 εκατομμύρια Κούρδων της Τουρκίας. Όμως αυτό σημαίνει εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, ο οποίος θα καταστρέψει άπαξ διά παντός το τουρκικό κράτος, το οποίο είναι οικοδομημένο με τέτοιο τρόπο που αυτό χαράσσει στρατηγική και την επιβάλλει στις κυβερνήσεις.
Αν αλλάξει το υφιστάμενο τουρκικό κράτος και αντικατασταθεί από ένα δημοκρατικό κράτος στο οποίο θα έχουν ισότιμο ρόλο Τούρκοι και Κούρδοι, ίσως και άλλοι λαοί που κατοικούν στη χώρα, τότε πραγματικά θα μιλάμε για μια άλλη Τουρκία και μια εντελώς διαφορετική εξωτερική πολιτική. Ας ελπίσουμε ότι υπάρχουν Έλληνες στρατηγιστές που επεξεργάζονται αυτήν την προοπτική και συμβουλεύουν αναλόγως τις ελληνικές κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία.
Στον τίτλο του άρθρου μας υπάρχει μια λέξη, Δρούζοι. Όμως τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η ξεχωριστή εθνο-θρησκευτική ομάδα της Συρίας με τα σχέδια της Τουρκίας να καταλύσει το οιονεί αυτόνομο κουρδικό κράτος της Ροζάβα;
Οι Δρούζοι είναι ένας ανυπότακτος λαός, που δεν έσκυψε το κεφάλι και διατήρησε την αυτονομία του στη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μάλιστα, η αντίσταση των Δρούζων έπαιξε ρόλο στην ήττα των Οθωμανών και την πτώση της Δαμασκού, τον Οκτώβριο του 1918.
Τώρα, λοιπόν, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους τζιχανιστές του Τζολάνι, οι Δρούζοι διεκδικούν μαχητικά την αυτονομία τους. Όταν τα τέλη του έτους δυνάμεις ασφαλείας της νέας κυβέρνησης της Δαμασκού επιχείρησαν να εισέλθουν στην περιφέρεια Σουάιντα, που κατοικείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από μισό εκατομμύριο Δρούζους, οι ένοπλες ομάδες των Δρούζων τούς απαγόρεψαν την είσοδο, απειλώντας με κανονικό πόλεμο. Οι δυνάμεις ασφαλείας του Τζολάνι επέστρεψαν άπρακτες στη Δαμασκό, με τον πνευματικό ηγέτη των Δρούζων, σεΐχη Χικμέτ Αλ-Χίτζρι, να δηλώνει ότι οι Δρούζοι θα καταθέσουν τα όπλα μόνο όταν διασφαλιστούν τα δικαιώματά τους με το νέο Σύνταγμα της Συρίας.
Οι Δρούζοι, που υποστηρίζονται από το Ισραήλ, διεκδικούν αυτονομία. Η Τουρκία, εκβιάζοντας τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους της, επικαλούμενη τη στρατηγική της αξία, δεκαετίες τώρα εξασφαλίζει υποχωρήσεις και διατηρεί το κράτος που έχει στο DNA του τις εθνοκαθάρσεις και τις γενοκτονίες. Και τώρα, επικαλούμενη θέματα ασφαλείας που θα κληθεί να αντιμετωπίσει αν δημιουργηθεί αυτόνομο κουρδικό κράτος στα νότια σύνορά της, απαιτεί να εισβάλει στη Ροζάβα και να διαπράξει άλλη μια εθνοκάθαρση, όπως έκανε στο Αφρίν και στη Σερεκάνιγιε-Γκίρε Σπι.
Όμως η Τουρκία δεν μπορεί αν επικαλεστεί τις ίδιες δικαιολογίες για την παραχώρηση αυτονομίας στους Δρούζους. Και φυσικά, αν κερδίσουν την αυτονομία τους οι Δρούζοι, δεν μπορεί η Δαμασκός να αρνηθεί την de jure αυτονομία και στους Κούρδους της Ροζάβα, που την έχουν κερδίσει de facto εδώ και μια δεκαετία και μάλιστα με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Δυσκολεύουν τα πράγματα για την «υπερδύναμη» Τουρκία.