Η δημοκρατία μπορεί να χαρίσει και δυσάρεστες εκπλήξεις. Είναι ευκολότερο να ξεκινήσεις έναν πόλεμο, παρά να τον τελειώσεις. Οι φιλόδοξοι στόχοι εύκολα «καίγονται».
Το έχει η… μοίρα κάθε χρόνου που τελειώνει να μπαίνει στο μικροσκόπιο των αναλύσεων και των αναμνήσεων. Να επιχειρείται ένας απολογισμός όσων έγιναν και όσων δεν έγιναν, αλλά κυρίως όσων μάθαμε και όσων δεν μάθαμε. Το 2024 ήταν μια σίγουρα ταραγμένη χρονιά, αφού συνεχίστηκαν με την ίδια σφοδρότητα οι πόλεμοι που είχαν ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς κανείς να μπορεί να προεξοφλήσει το τέλος τους και τις γενικότερες συνέπειές τους, σε έναν κόσμο που δείχνει να γίνεται πιο «κλειστός» και συντηρητικός.
Εντάλματα δίχως αντίκρισμα
Δίπλα στο παγκόσμιο (με εξαιρέσεις) ένταλμα σύλληψης του Βλάντιμιρ Πούτιν προστέθηκε και εκείνο για τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Κανένας από τους δύο δεν δείχνει να ενοχλείται ιδιαίτερα από αυτό, επιμένοντας ότι θα συνεχίσουν τις πολεμικές δραστηριότητες μέχρι να επιτύχουν τον σκοπό τους. Αυτό δεν είναι μόνο μια απαξίωση των θεσμών του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και μια πρόσκληση προς άλλους αυταρχικούς ηγέτες να συνεχίσουν να το αγνοούν, σε μια εποχή που δεν λείπουν από τον πλανήτη και άλλες εστίες συγκρούσεων, όχι λιγότερο βίαιες και αιματηρές, αλλά σαφώς λιγότερο ενδιαφέρουσες για τα ΜΜΕ του δυτικού κόσμου.
Αν υπάρχει κάποια αισιόδοξη πτυχή σε όλα αυτά είναι απλώς η διαπίστωση ότι οι απώλειες και η κόπωση όλων των μερών από τις μακρόχρονες αιματοχυσίες μπορεί να υποχρεώσουν σε κάποιου είδους ανακωχή ή ακόμα και ειρήνευση μέσα στο 2025, χωρίς πάντως να έχουν ξεριζωθεί οι αιτίες των συγκρούσεων. Αυτό που δεν θα μάθουμε ποτέ είναι αν τελικά θα μπορούσε η Ευρώπη να έχει έναν πιο ενεργό ρόλο αυτά τα χρόνια, σε μια κατεύθυνση εξομάλυνσης κρίσεων, και όχι εναλλαγής από τον ρόλο του απαθούς παρατηρητή σε εκείνον του εμμέσως εμπλεκόμενου, έστω ως «απλού» πωλητή οπλικών συστημάτων.
Η εξουσία που πηγάζει από τον λαό
Στην πρώην Ανατολική Γερμανία υπήρχε το λογοπαίγνιο που έλεγε ότι «όλη η εξουσία πηγάζει από τον λαό, αλλά το ζήτημα είναι πού εκβάλλει». Το 2024 έγιναν εκλογές σε χώρες που αφορούν περίπου τον μισό πληθυσμό του πλανήτη. Ινδία, ΗΠΑ, Ρωσία, Νότια Αφρική, Ευρωεκλογές, Γαλλία, Βρετανία και σε άλλες μικρότερες χώρες. Αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, όπως σκωπτικά σχολίαζε το εορταστικό τεύχος του περιοδικού der Spiegel, «μια καλή χρονιά για τη δημοκρατία». Γιατί ακριβώς η δημοκρατία εμπεριέχει και τη δυνατότητα απόρριψης και αλλαγής στην εξουσία. Ή ακόμα και απόρριψης της ίδιας της δημοκρατίας. Αν εξαιρέσει κανείς τη Ρωσία, όπου η διαδικασία θύμισε περισσότερο μια φιέστα επανενθρόνισης ενός «Τσάρου», σε όλες τις υπόλοιπες διαδικασίες υπήρχε ένα έντονο αντισυστημικό στοιχείο, μια έκφραση αντίδρασης και δυσθυμίας των ψηφοφόρων, έστω με έντονα στοιχεία παραδοξότητας, όπως η νίκη ενός πάμπλουτου και μισαλλόδοξου πολιτικού, ονόματι Τραμπ, στον ρόλο του εκδικητή για τις… αδικίες κατά των φτωχότερων.
Στην Ινδία και τη Νότια Αφρική τα άλλοτε πανίσχυρα κυβερνητικά κόμματα έχασαν τις απόλυτες πλειοψηφίες τους. Στη Βρετανία καταποντίστηκαν οι Συντηρητικοί μετά από χρόνια παντοδυναμίας και στη Γαλλία βυθίστηκαν στον βάλτο της πολιτικής στασιμότητας τα όνειρα του ονειροπόλου Μακρόν. Το άρωμα της τιμωρίας ήταν έντονο και στις δύο χώρες.
Στις ευρωεκλογές μπορεί η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων να μην έφτασε στα ύψη που είχαν φοβηθεί κάποιοι, αλλά η κάθε άλλο παρά αδιαμφισβήτητη πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, χρειάστηκε να βαφτίσει «κεντρώους» πρώην λάτρεις του φασισμού, όπως η Τζόρτζια Μελόνι, πριν μπει σε διαπραγμάτευση μαζί τους, για να εξασφαλίσει ένα πλειοψηφικό μαξιλαράκι ασφαλείας. Και οι νίκες ακροδεξιών στην Αυστρία ή σε κρατίδια της Γερμανίας επιβεβαίωσαν την τάση αμφισβήτησης ουσιαστικά της ίδιας της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, που μοιάζει αβοήθητη απέναντι στην ικανότητα εθνικιστών λαϊκιστών να πολιτεύονται με ψευδείς ειδήσεις, συνωμοσιολογίες και απλοϊκές θεωρίες που χωρούν σε βιντεάκια μερικών δευτερολέπτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ιδρώνουμε, αλλά αντέχουμε;
Το 2024 ήταν η χρονιά που γκρεμίστηκε με κρότο ο στόχος που υποτίθεται έχει τεθεί εδώ και εννέα χρόνια στο Παρίσι. Η μέση ετήσια θερμοκρασία του πλανήτη θα ξεπεράσει ήδη φέτος κατά 1,5 βαθμό Κελσίου τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής. Αυτό θα μπορούσε να ήταν και περιστασιακό, αν το 2024 δεν ήταν η θερμότερη χρονιά που ακολούθησε το 2023, που είχε κερδίσει ακριβώς τον ίδιο χαρακτηρισμό. Άρα πρόκειται για μια σταθερή και ανοδική τάση. Για μια ακόμα φορά η ετήσια διάσκεψη για το κλίμα, η COP29, που έγινε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν διέψευσε τις προσδοκίες, ειδικά των χωρών του Παγκόσμιου Νότου, που συνειδητοποιούν ότι ο πλούσιος Βορράς δεν είναι έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες του και να πληρώσει το κόστος από τις συνέπειες των επί δεκαετιών δράσεών του.
Το ίδιο περίπου είχε συμβεί και πέρσι στα Εμιράτα, στην COP28. Η επιλογή των χωρών μάλλον λέει πολλά, όπως και το γεγονός ότι ειδικά φέτος στο Μπακού αυτοί που έδειχναν να παίζουν «εντός έδρας» ήταν οι εκατοντάδες εκπρόσωποι των λόμπι των ορυκτών καυσίμων. Οι προσδοκίες παίρνουν λοιπόν ξανά μετάθεση για του χρόνου, στο Μπελέμ της Βραζιλίας. COP30 και η ελπίδα είναι ότι δεν θα καούμε ήδη πριν από το… 31. Δεν θα τιμωρηθούμε δηλαδή από το γεγονός ότι συχνά δείχνουμε «σαν να μην μάθαμε τίποτα». Αυτό δεν δείχνει πάντως και πολύ πιθανό.