Η κυβέρνηση συνασπισμού στην Γερμανία, η οποία κατέρρευσε με δραματικό τρόπο το βράδυ της Τετάρτης έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια στην εξουσία, ήταν πάντα μια περίεργη τριπλέτα.
Ένα ετερόκλιτο τρίδυμο που στηριζόταν σε μια συμφωνία τριών κομμάτων με τρία εντελώς διαφορετικά αφηγήματα και διαφορετικές προτεραιότητες, σχολιάζει ο Guardian.
Αποτελείτο από δύο σχήματα που παραδοσιακά τοποθετούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος – το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και τους Πράσινους – και από ένα κόμμα, τους φιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), που μέχρι τότε ήταν πιστός, αλλά κατώτερος, εταίρος των συντηρητικών κομμάτων.
Το πρόβλημα με το «Φανάρι»
Τα ένστικτά τους έμοιαζαν αντιφατικά: επέκταση του κράτους αλλά και συρρίκνωσή του, απελευθέρωση των επιχειρήσεων αλλά και συγκράτησή τους, επιθυμία να σπάσουν τα πράγματα αλλά και εγγύηση ότι κανείς δεν θα κοπεί από τα θραύσματα. Ακόμα και το παρατσούκλι του συνασπισμού – Ampel ή “Φανάρι”, από τα παραδοσιακά χρώματα των κομμάτων – σηματοδοτούσε σύγχυση: αν τα κόκκινα, κίτρινα και πράσινα φανάρια είναι όλα αναμμένα ταυτόχρονα, τι κάνεις; Περιμένεις ή φεύγεις;
Ωστόσο, όταν σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση, τον χειμώνα του 2021, έπειτα από 16 χρόνια διακυβέρνησης της Άνγκελα Μέρκελ, αυτή η παράξενη συμμαχία έμοιαζε με την αυγή κάτι νέου: μια κατάλληλη κυβέρνηση για ένα νέο πολιτικό τοπίο που δεν κυριαρχείται πλέον από ένα μεγάλο κόμμα στη δεξιά και ένα μεγάλο κόμμα στην αριστερά, αλλά μοιάζει με αυτό των Κάτω Χωρών, με όλο και περισσότερα μικρότερα κόμματα να παίρνουν θέσεις στο ενδιάμεσο. Και κατά τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησής της, η ανορθόδοξη σκέψη ήταν ακριβώς αυτό που απαιτούσαν οι περιστάσεις.
Εν μέσω της αναταραχής που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Άμπελ (Φανάρι), με επικεφαλής τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Όλαφ Σολτς, έδειξε την τόλμη που είχε υποσχεθεί στη συνθήκη συνασπισμού του, σταματώντας το έργο του αγωγού Nord Stream 2, ανακοινώνοντας μια ιστορική στροφή στις αμυντικές δαπάνες και απεξαρτώντας την χώρα από το ρωσικό φυσικό αέριο με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Το εισιτήριο των 9 ευρώ τον μήνα για τις εθνικές μεταφορές, που εισήχθη το καλοκαίρι του 2022 για να βοηθήσει τους πολίτες να αντιμετωπίσουν την επακόλουθη εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Όμως, όταν η ενεργειακή κρίση φάνηκε να έχει ξεπεραστεί, η κυβέρνηση αντιμετώπισε προβλήματα. Τις πρώτες ημέρες της κυβέρνησης, οι κομματικοί προπομποί είχαν τονίσει τα κοινά σημεία μεταξύ των τριών κομμάτων: οι Πράσινοι και το δημοσιονομικά συντηρητικό FDP ήταν στον πυρήνα τους αναφορικά με την βιωσιμότητα, όπως έλεγαν. Το ένα με την οικολογική έννοια, το άλλο με την οικονομική.
Το διχαστικό μέλλον της αυτοκινητοβιομηχανίας
Όμως, όταν ανέκυψε το ζήτημα με το μέλλον της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, η οικολογική και η οικονομική βιωσιμότητα υπαγόρευαν εντελώς διαφορετικές πολιτικές, και το FDP μπλόκαρε τη σταδιακή κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης που προωθούσαν οι Πράσινοι.
Στην πράξη, φάνηκε ότι η Γερμανία διοικείται τα τελευταία τρία χρόνια όχι τόσο από έναν τρικομματικό συνασπισμό, όσο από τρεις διαφορετικούς αμφίδρομους συνασπισμούς, υποστηρίζει ο Andreas Busch, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. “Το SPD και το FDP συνεργάστηκαν σε οικονομικά θέματα, το SPD και οι Πράσινοι συνεργάστηκαν σε θέματα κοινωνικής πολιτικής και οι Πράσινοι και το FDP ένωσαν τις δυνάμεις τους σε θέματα πολιτικών δικαιωμάτων, όπως η νομιμοποίηση της κάνναβης και η προστασία των δεδομένων”.
Τις περισσότερες φορές, ο τρίτος τροχός έβαζε φρένο, με αποτέλεσμα πολλές από τις πολιτικές του να είναι σταματημένες. Ο Σολτς ανακοίνωσε μια κοσμογονική στροφή σε θέματα άμυνας, αλλά στη συνέχεια ανέβαλε την εξαγωγή βαρέων όπλων στην Ουκρανία. Οι Πράσινοι πίεσαν να αντικατασταθούν οι θερμάστρες από αντλίες θερμότητας στα γερμανικά σπίτια, αλλά αναγκάστηκαν να κάνουν πίσω, αφήνοντας μια νεοσύστατη βιομηχανία σε χάος.
Το «μισοψημένο» χασίς
“Περιμέναμε τη δημιουργική καταστροφή, αλλά αντ’ αυτού πήραμε καταστροφή και καθόλου δημιουργικότητα”, λέει ο Busch. Ακόμη και οι χρήστες χασίς είναι δυσαρεστημένοι με μια νομιμοποίηση της κάνναβης που είναι, ελλείψει άλλης λέξης, «μισοψημένη».
Η κατοχή και η οικιακή καλλιέργεια κάνναβης για προσωπική χρήση έχει αποποινικοποιηθεί, αλλά η κυβέρνηση έκανε πίσω από τα σχέδια να επιτρέψει την πώλησή της μέσω φαρμακείων, ενώ η διανομή του χόρτου μέσω εγγεγραμμένων “λεσχών κάνναβης” παρεμποδίζεται από τη γραφειοκρατία.
Κατά καιρούς, ήταν σαν τα τρία κόμματα να νόμιζαν ότι κυβερνούσαν τρεις εντελώς διαφορετικές χώρες: οι Πράσινοι πίστευαν σε μια Γερμανία που θα μπορούσε να γίνει σκανδιναβική, συσπειρωμένοι πατριωτικά γύρω από μια κοινή οικολογική υπόθεση. Οι Σοσιαλδημοκράτες πίστευαν ότι ηγούνταν μιας Γερμανίας της δεκαετίας του 1970, με τον Σολτς να κάνει κουμάντο σαν σύγχρονος Χέλμουτ Σμιτ.
Και το FDP πίστευε ότι κυβερνούσε μια Γερμανία του μέλλοντος, όπου τα γερμανικά αυτοκίνητα ήταν μια εξαγωγική επιτυχία επειδή έτρεχαν με φιλικά προς το περιβάλλον, αλλά οικονομικά προσιτά ηλεκτρονικά καύσιμα που όμως δεν έχουν ακόμη εφευρεθεί.
Τα δημοσιονομικά τους διέλυσαν
Στο τέλος τα τρία κόμματα δεν μπόρεσαν να βρουν κοινό έδαφος ούτε στην δημοσιονομική πολιτική. Αρχικά, η κυβέρνηση είχε προγραμματίσει να χρηματοδοτήσει πρόσθετες δαπάνες για την άμυνα και για τα μέτρα για το κλίμα με αναξιοποίητες πιστώσεις έκτακτης ανάγκης που είχαν αρχικά εξασφαλιστεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Όμως, μια απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου τον Νοέμβριο του 2023 ακύρωσε αυτό το σχέδιο και άφησε το «Φανάρι» να τσακώνεται όλο και πιο έντονα για το πώς θα καλύψει την προκύπτουσα τρύπα πολλών δισεκατομμυρίων στον προϋπολογισμό του 2025.
Αφού ο Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, την Τετάρτη, επέκρινε τον φιλελεύθερο πολιτικό επειδή επέμεινε ότι η βοήθεια για την Ουκρανία πρέπει να αντληθεί από τον τακτικό προϋπολογισμό. Ο Λίντνερ απάντησε ότι η χαλάρωση του μηχανισμού για την συγκράτηση του χρέους θα ερχόταν σε αντίθεση με τον “όρκο στο αξίωμά του” – ισχυρισμός του οποίου την ακρίβεια αμφισβητούν νομικοί και οικονομικοί εμπειρογνώμονες.
Η αυστηρή δέσμευση της Γερμανίας για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς είναι γνωστή ως ένα “φρένο χρέους” που περιορίζει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ και κατοχυρώθηκε στο σύνταγμα το 2009. Αλλά για το FDP, ένα φιλελεύθερο κόμμα που κινεί τα νήματα στο υπουργείο Οικονομικών, η εξισορρόπηση των βιβλίων (οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) αποτελεί άρθρο πίστης.
“Για το FDP, το φρένο του χρέους είναι μια σανίδα σωτηρίας στην οποία το κόμμα προσκολλάται ενώ αγωνίζεται στις δημοσκοπήσεις”, δήλωσε ο Rolf Langhammer, ειδικός σε θέματα εμπορίου στο Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία.
Ακόμη και αν ο Λίντνερ επιστρέψει στη θέση του σε έναν πιο συμβατικό, συντηρητικό συνασπισμό μετά τις εκλογές του επόμενου έτους, θα πρέπει να σπάσει το ίδιο δημοσιονομικό καρύδι. “Μετά την εκλογή του Τραμπ, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί στην Ευρώπη θα πρέπει να αυξηθούν και το φρένο χρέους δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με την τρέχουσα μορφή του”, εξήγησε ο Langhammer.”Θα πρέπει να χαλαρώσει ή τουλάχιστον να μεταρρυθμιστεί”.
Με το φανάρι να έχει κολλήσει στο κόκκινο, μια νέα αρχή για τη Γερμανία μπορεί κάλλιστα να είναι αυτό που απαιτείται. Αλλά όποιος συνασπισμός και αν προκύψει θα πρέπει να βρει ανορθόδοξες λύσεις.