Αμερικανικές Εκλογές: Τι άλλαξε από το 2016 μέχρι το 2024

Όποιο κι αν είναι, πάντως, το εκλογικό αποτέλεσμα, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, οι ίδιες οι ΗΠΑ και κατ’ επέκταση ο κόσμος όλος δεν θα είναι πλέον όπως πριν…

Η κρίσιμη ώρα έφτασε. Όσοι Αμερικανοί δεν ψήφισαν επιστολικά, ή παρά την πόλωση προτιμήσουν τους “καναπέδες” τους, πηγαίνουν στις κάλπες για να αναδείξουν το νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η συμμετοχή θα κινηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα. Πιθανότατα θα υπερβεί το 60%, ενώ πριν εισβάλει στην πολιτική σκηνή ο Τραμπ εκινείτο συνήθως κάτω από 40%.

Η αλήθεια είναι ότι οι τελευταίες τρεις προεδρικές εκλογές (2016, 2020 και 2024) είναι ποιοτικά διαφορετικές από όλες τις προηγούμενες. Ενώ παλαιότερα η αντιπαράθεση των δύο κυρίαρχων κομμάτων (Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού) εκινείτο στο παραδοσιακό συστημικό πλαίσιο, η υποψηφιότητα Τραμπ το 2016 άλλαξε τα δεδομένα. Κι αυτό, επειδή ο ιδιόρρυθμος και εν πολλοίς τοξικός πολυεκατομμυριούχος κατάφερε να εκφράσει το ρεύμα που αναδύεται στη “βαθιά Αμερική”. Είναι κυρίως οι συντηρητικοί μικρομεσαίοι λευκοί νοικοκυραίοι που τις τελευταίες δύο δεκαετίες εξωθούνται κοινωνικά-οικονομικά στο περιθώριο. Είναι όλοι όσοι συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς θέση στο τρένο της παγκοσμιοποίησης.

Σε διάφορες παραλλαγές το φαινόμενο έχει εκδηλωθεί και στην Ευρώπη. Ο χώρος της (νεο)φιλελεύθερης συναίνεσης μιλάει για Ακροδεξιά, αλλά μάλλον πιο δόκιμος όρος είναι το Νέα Δεξιά ή το Εναλλακτική Δεξιά, επειδή ναι μεν έχει κάποια κοινά, αλλά επίσης διαφοροποιείται ποιοτικά από την παραδοσιακή Ακροδεξιά. Όπως, όμως, κι αν αποκληθεί αυτό το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα είναι γεγονός ότι κερδίζει συνεχώς εκλογικό και κατ’ επέκταση και πολιτικό έδαφος. Στην πραγματικότητα, οι διάφορες εκδοχές της Νέας Δεξιάς στη Δύση είναι προϊόν της κρίσης του δίδυμου: (νεο)φιλελευθερισμός και δικαιωματισμός. Η ορατή δια γυμνού οφθαλμού υποχώρηση, εάν όχι παρακμή, της Δύσης τροφοδοτεί περαιτέρω το φαινόμενο.

Θα μπορούσε άραγε πριν 30 χρόνια ο Τραμπ να είχε εκλεγεί πρόεδρος και να διεκδικεί και πάλι την προεδρία; Προφανώς, όχι. Τότε, δεν υπήρχε ακόμα το μεγάλο ρήγμα στην αμερικανική κοινωνία που του επιτρέπει τα τελευταία χρόνια να παίζει τον ρόλο που παίζει στο πολιτικό σύστημα. Σε άλλες ιστορικές συνθήκες, το διογκούμενο αντισυστημικό ρεύμα ειδικά στην Ευρώπη θα μπορούσε να το είχε εκφράσει η Αριστερά, αλλά η σημερινή Αριστερά περί άλλων τυρβάζει. Έχοντας προσχωρήσει απολύτως στον δικαιωματισμό έχει εν μέρει μετατραπεί σε ιδιότυπο ιδεολογικό δεκανίκι της (νεο)φιλελεύθερης συναίνεσης και κατά συνέπεια έχει καταστεί μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης.

Δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη

Ας πάμε, όμως, στην αμερικανική πολιτική-εκλογική σκηνή. Από τη σύνθεση των τελευταίων δημοσκοπήσεων προκύπτει η εξής πρόβλεψη: Ο Τραμπ θα εξασφαλίσει 287 εκλέκτορες με απόκλιση + ή -25. Η Χάρις θα εξασφαλίσει 252 με ίδια απόκλιση. Αυτό σημαίνει ότι το ανώτερο όριο για τον Τραμπ είναι 312 και το κατώτερο 251 εκλέκτορες. Αντιστοίχως για τη Χάρις είναι 276 το ανώτερο και 226 το κατώτερο. Οι πιθανότητες το αποτέλεσμα είναι εντός αυτών των ορίων είναι 90%. Αυτό μεταφράζεται σε 58% πιθανότητες να εκλεγεί (προσοχή όχι εκλογικό ποσοστό) ο Τραμπ και 42% η Χάρις.

Ας σημειωθεί ότι το αντίστοιχο νούμερο για τις πιθανότητες εκλογής του Τραμπ το 2016 ήταν 20% και παρόλα αυτά εξελέγη. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι και το 2016 και το 2020 οι δημοσκοπήσεις έδιναν ποσοστά αρκετά κατώτερα από αυτά που έδωσαν οι κάλπες. Αυτό εξηγείται από δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι οι δημοσκοπήσεις στη “βαθιά Αμερική” δεν έχουν πάντα άνετη πρόσβαση στους περιθωριοποιημένους “αξιολύπητους”, όπως τους είχε χαρακτηρίσει με περιφρόνηση η Χίλαρι Κλίντον το 2016. Ο δεύτερος είναι ότι ορισμένα αστικά στρώματα αποφεύγουν να εκφράσουν την προτίμησή τους στον Τραμπ, επειδή στο κλίμα πόλωσης μπορεί να εισπράξουν απαξιωτικές αντιδράσεις από το περιβάλλον τους.

Είναι ειρωνεία της Ιστορίας ότι ένας πολυεκατομμυριούχος τοξικός τύπος σαν τον Τραμπ έχει καταφέρει να εκφράσει τους μη προνομιούχους της “βαθιάς Αμερικής”. Σ’ αυτό συνέβαλε το συντηρητικό και δεξιόστροφο ιδεολογικό πρόσημο αυτών των στρωμάτων. Τον δρόμο για τον Τραμπ, άλλωστε, είχε ανοίξει το περιβόητο υπερσυντηρητικό Tea Party. Η οικονομική-κοινωνική κρίση στρέφει αυτά τα στρώματα προς το παρελθόν, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν οικονομικά-πολιτικά στη διεθνή σκηνή κι αυτά τα στρώματα περισσότερο ή λιγότερο ευημερούσαν.

Τοξική ρητορική

Ο Τραμπ θα είχε καθαρίσει το παιχνίδι εάν είχε μία πιο επεξεργασμένη ρητορική ειδικά στο μεταναστευτικό. Η παράνομη μετανάστευση ενοχλεί τη “βαθιά Αμερική” και κατά συνέπεια η επιθετική ρητορική του Τραμπ την συσπειρώνει πίσω του. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι ΗΠΑ είναι μία χώρα μεταναστών. Μπορεί οι απόγονοι των παλαιών μεταναστών να μην θέλουν τους νέους, αλλά η σημερινή ή η χθεσινή γενιά μεταναστών απωθείται, ενώ θα μπορούσε να προσελκυστεί από την υπόλοιπη ατζέντα του. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς Αφροαμερικανούς, οι οποίοι διαβλέπουν στον λόγο του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου οσμή ρατσισμού και ως εκ τούτου απωθούνται.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Βανς, που πρεσβεύει μία πολύ πιο επεξεργασμένη και σοφιστικέ εκδοχή της Νέας Δεξιάς, προσπάθησε και σε κάποιον βαθμό επέτυχε να προσελκύσει τέτοια κοινά στη βάση της λαϊκότητας, αλλά ο Τραμπ με ρητορικές ακρότητες μάλλον έδιωξε πολλούς. Δεδομένου, όμως, ότι ο Τραμπισμός έχει έρθει για να μείνει στις ΗΠΑ, επόμενος εκφραστής του, ο Βανς, έχει όλες τις προϋποθέσεις να το καθαρίσει από την τοξικότητα του ίδιου του Τραμπ και να τον αναβαθμίσει ως ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα.

Η αλήθεια είναι ότι ο Τραμπ έχει ανοίξει πλέον διάπλατα τον δρόμο, όποιο κι αν θα είναι το εκλογικό αποτέλεσμα. Ενώ το 2016, ήταν “μαύρο πρόβατο” για την ελίτ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, σήμερα την έχει εκτοπίσει, με αποτέλεσμα να το ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι νεοσυντηρητικοί του Μπους αποτελούν παρελθόν. Η εξέλιξη αυτή συνιστά από μόνη της μία πολιτική επανάσταση στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Εξ ου και το “βαθύ κράτος” στηρίζει κατά απόλυτο τρόπο την Χάρις και θα στήριζε όποιον θα ήταν απέναντι στον Τραμπ. Αυτό σημαίνει ότι πίσω από την υποψήφια των Δημοκρατικών δεν συσπειρώνονται μόνο τα παραδοσιακά ερείσματα του κόμματος (Μίντια, πανεπιστήμια, Χόλιγουντ κλπ), αλλά και μηχανισμοί και συμφέροντα που άλλοτε στήριζαν Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους. Παρόλα αυτά, δεν έχει πλειοψηφικό εκλογικό ρεύμα.

Από το 2016 στο 2024

Είναι αξιοσημείωτο πως για πρώτη φορά έχει ανοίξει στις ΗΠΑ μία συζήτηση για το αν πρέπει να αντικατασταθεί ο σχεδόν απόλυτος δικομματισμός, αυτός που παραδοσιακά θεωρείτο εγγύηση σταθερότητας του πολιτικού συστήματος. Τώρα, όμως, πολλοί θεωρούν πως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει πέσει σε “λάθος χέρια” και ως εκ τούτου λειτουργεί αντισυστημικά, αμφισβητώντας τη “θεότητα” της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του δικαιωματισμού.

Ο Τραμπ του 2024 μπορεί να μην έχει αλλάξει αισθητά από τον Τραμπ του 2016, αλλά σε ό,τι αφορά στο πολιτικό πλαίσιο υπάρχουν σημαντικές αλλαγές. Την πρώτη την έχω ήδη αναφέρει, σήμερα ελέγχει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ως εκ τούτου, έχει πολλές περισσότερες επιλογές για να στελεχώσει την κυβέρνησή του, εάν βεβαίως εκλεγεί. Δεύτερη αλλαγή είναι ότι μπορεί η (νεο)φιλελεύθερη συναίνεση που κυριαρχεί στην Ευρώπη να νοιώθει πολύ άβολα με τον Τραμπ, όπως και το 2016, αλλά σήμερα στην Ευρώπη ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος έχει πολλές φίλιες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες προσδοκούν στην εκλογή του για να βοηθηθούν οι ίδιες, αλλά και να τον βοηθήσουν.

Η τρίτη αλλαγή είναι ότι η αμερικανική επιχειρηματική ελίτ τον αντιμετωπίζει πλέον ως μία πολιτική πραγματικότητα κι όχι σαν ενοχλητική παρένθεση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μία μερίδα του κεφαλαίου, ειδικά του βιομηχανικού, να τον βλέπει με θετικό μάτι. Αντιθέτως, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και ειδικά τα μεγάλα funds παραμένουν κατά κανόνα εχθρικά απέναντί του. Εχθρικό παραμένει και το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, κυρίως λόγω Ουκρανίας.

Γιατί ένας Αμερικανός θα ψήφιζε Τραμπ

Στις σημερινές προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ θα ψήφιζε κάποιος τον Ντόναλντ Τράμπ εάν ήταν Αμερικανός. Διότι είναι ο πρώτος πολιτικός μετά τον Ρούσβελτ το 1929, που έβαλε τον αμερικανικό λαό ως πρώτη προτεραιότητα της προεδρίας του 2016-20.

Ο Ντόναλντ Τραμπ σταμάτησε τους πολέμους των ΗΠΑ στο εξωτερικό ως “παγκοσμίου χωροφύλακος”, που εκτός από τις εκατόμβες αυτοχθόνων προκάλεσαν αρκετές εκατοντάδες νεκρών και τραυματιών μελών Αμερικανικών οικογενειών, οι οποίες ορφάνευσαν. Εναντιώθη στους διεθνείς οργανισμούς που παρέκκλιναν της αποστολής των, ως ΟΗΕ, ΠΟΥ, Ουνέσκο και απέβησαν σπείρες μεγαλοσχημόνων οι οποίοι τρέφονται από υψηλούς μισθούς και συνήθως αποδύονται σε καταστροφικό έργο, όπως κατ’ αντιστοιχία: την διάλυση της Αφρικής, την διάδοση του Κινεζοϊού και επικινδύνων εμβολίων, την παρακράτηση των γλυπτών του Παρθενώνος από το Βρεταννικό μουσείο κ.α.π.

Απέσυρε επίσης ο Τράμπ  την Αμερική από  ζημιογόνες εμπορικές και πολιτικές συμφωνίες ως η ΝΑΦΤΑ και για τα πυρηνικά του Ιράν. Διαφώνησε με την συνθήκη των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή και  το παραμύθι της ανθρωπογενούς υπερθερμάνσεως του πλανήτου. Τέλος  αλλ’ όχι τελειωτικώς, εμπόδισε την είσοδο λαθρομεταναστών στις ΗΠΑ από τα σύνορα με το Μεξικό και ανέγειρε ένα φράκτη όπως κι η Ελλάς στον ποταμό Έβρο που το 2019 απέτρεψε την εισβολή “φτωχοδιαβόλων”, τους οποίους εξαπέστειλε ο Ερντογάν κι ο Χακάν Φιντάν – αρχηγός τότε της ΜΙΤ προαχθείς εν συνεχεία εις υπουργόν Εξωτερικών της Τουρκίας με τον οποίον συνομιλεί σήμερα ο κ. Γεραπετρίτης.

Εάν τελικώς ο Τράμπ επιβιώσει θα αποδειχθή σημαντικός πρόεδρος των ΗΠΑ, μειώνοντας το τεράστιο εξωτερικό χρέος της χώρας επιβάλλοντας δασμούς, απολύοντας χιλιάδες κηφήνες του ομοσπονδιακού κράτους και αίροντας την προστασία του κράτους στις εκφυλιστικές οργανώσεις, όπως διάφορες παρακμιακές ΜKΟ και η παρά φύσιν WOKE CULTURE

Θα σταματήσει τον πόλεμο ο Τραμπ;

Πρώτο ζήτημα της προεδρίας του Τράμπ θα είναι ο τερματισμός του πολέμου Ρωσσίας και Ουκρανίας  που προκάλεσε η διεύρυνση των ορίων του ΝΑΤΟ. Επόμενος στόχος ο εξαναγκασμός των εταίρων του ΝΑΤΟ να πληρώνουν τον λογαριασμό που επωμίζεται μέχρι τούδε ο Αμερικανός φορολογούμενος και τρίτος ακριβώς, η ελάφρυνση του από την επαχθή φορολογία για εισοδήματα άνω των 200.000 δολλαρίων ετησίως που σήμερα δεν επιτρέπει την αποταμίευση και συνεπώς την υγιή επένδυση – χωρίς δανεικά.

Για την πατρίδα μας, ο Τράμπ διάκειται φιλικά, άσχετα αν τον μέμφονται πώς ισχυρίσθη ότι είναι «περισσότερο Έλληνας από τον  Γιάννη Αντετοκούμπο». Στην πραγματικότητα αυτό που εννοούσε ήταν ότι αμφότεροι αισθάνονται σαν ΄Ελληνες. Άλλωστε κι ο βασιλιάς της Αγγλίας Κάρολος ο β’ επανέλαβε τον στίχο του Άγγλου ποιητού Πέρσι Σέλλευ(*) «Τώρα είμαστε όλοι ΄Ελληνες» επ’ ευκαιρία της 200στής επετείου της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821 κατά της Οθωμανικής δουλείας.

Όποιο κι αν είναι, πάντως, το εκλογικό αποτέλεσμα, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, οι ίδιες οι ΗΠΑ και κατ’ επέκταση ο κόσμος όλος δεν θα είναι πλέον όπως πριν. Άλλωστε, η τεκτονική αλλαγή που συντελείται ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί, είναι προϊόν της διπλής κρίσης: της οικονομικής και της κρίσης που αντιμετωπίζει η αμερικανική ηγεμονία με τη μετάβαση από το καθεστώς της μοναδικής υπερδύναμης σε πολυπολικό διεθνές σύστημα.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.