Οικονομική και γεωπολιτική συντριβή της Ευρώπης έφερε η στάση της στο Ουκρανικό – Αέρας κοπανιστός η «κοινή άμυνα», αποβιομηχάνιση

Συρρίκνωση της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης και η ανεπιτυχής προσπάθεια προσαρμογής στις συνθήκες της αποπαγκοσμιοποίησης – H ζημία από τις κυρώσεις στη Ρωσία

Επί δεκαετίες, στο μεταπολεμικό διεθνές τοπίο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασιζόταν στην οικονομική επιρροή της ως υποκατάστατο της σκληρής δύναμης αφού είχε χάσει την γεωπολιτική πρωτοκαθεδρία της από τις ΗΠΑ στο διεθνές προσκήνιο.
Αλλά σε μια εποχή ανανεωμένων γεωπολιτικών εντάσεων, η ήπια ισχύς δεν αρκεί πλέον ενώ τη ίδια ώρα το οικονομικό μοντέλο της Ευρώπης πνέει τα λοίσθια όπως δείχνει και η έκθεση Draghi με τον επείγοντα χαρακτήρα tων μέτρων που προτείνει.
Οι αποδείξεις της πραγματικότητας αυτής έρχονται σε πολλές μορφές.
Εάν η συρρίκνωση της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης και η ανεπιτυχής προσπάθεια προσαρμογής στην πραγματικότητα της αποπαγκοσμιοποίησης δεν είναι αρκετά πειστικά γεγονότα, ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας σίγουρα πρέπει να είναι.
Αυτή η σύγκρουση δεν ανέτρεψε μόνο τη μακροχρόνια πεποίθηση ότι οι πόλεμοι πλήρους κλίμακας στην Ευρώπη ανήκαν στο παρελθόν, έχει επίσης αποδείξει τα όρια των οικονομικών δεσμών μεταξύ των κρατών με κυρίαρχο το ζήτημα του κοινού δανεισμού – προοπτική την οποία αρνείται διαρρήδην η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία, και οι δορυφόροι της όπως η Ολλανδία και η Αυστρία.
Παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει ένα από τα πιο επεχθέστερα καθεστώτα κυρώσεων στην ιστορία, η οικονομία της Ρωσίας αναπτύχθηκε κατά 5,4% το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και 4% το δεύτερο – πολύ πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Ένας βασικός λόγος για αυτήν την ανθεκτικότητα είναι ότι η Ρωσία έχει βρει τρόπους να παρακάμψει τις κυρώσεις και να αποκτήσει αγαθά τα οποία τελούν σε καθεστώς κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων άμυνας και υψηλής τεχνολογίας.
Πάνω από το ήμισυ του στρατιωτικού εξοπλισμού που απέκτησε η Ρωσία μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου του 2022 περιείχε εξαρτήματα κατασκευασμένα στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Και η πλειονότητα των ημιαγωγών που εξάγονται από την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ στη Ρωσία – οι διμερείς συναλλαγές έχουν δεκαπλασιαστεί από την έναρξη του πολέμου – προέρχεται από Αμερικανούς κατασκευαστές.
Οι δυτικές εταιρείες που παράγουν αυτά τα αγαθά, ωστόσο, δεν αποκομίζουν τα πλήρη κέρδη από αυτό το εμπόριο, το οποίο λαμβάνει χώρα σε μεγάλο βαθμό μέσω πολύπλοκων δικτύων που εμπλέκουν τρίτες χώρες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Γεωργία, η Τουρκία και αρκετές χώρες της Κεντρικής Ασίας έχουν αυξήσει δραστικά το εμπόριο τους τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Ευρώπη από την εισβολή του 2022.
Το Καζακστάν έχει μια σχετικά μικρή βιομηχανία τεχνολογίας, ωστόσο οι εξαγωγές τεχνολογίας του στη Ρωσία αυξήθηκαν από 40 εκατομμύρια δολάρια το 2021 σε 298 εκατομμύρια δολάρια το 2023.

Η επιτυχία της Ρωσίας στην παράκαμψη των κυρώσεων –συχνά με υψηλό κόστος για τις δυτικές επιχειρήσεις– ανάγκασε τους ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής να προσπαθήσουν να προσαρμοστούν.
Ενώ έχουν εισαχθεί 14 γύροι κυρώσεων σε δυόμισι χρόνια, οι ηγέτες της Ευρώπης δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να βρουν αποτελεσματικές λύσεις
 Το εμπόριο με τη Ρωσία είναι απλώς πολύ επικερδές για να το παρακάμψουν οι ενδιάμεσες χώρες.
Παρότι η ΕΕ θα μπορούσε να εντείνει την πίεσή της σε αυτές τις χώρες, χρησιμοποιώντας είτε καρότο (όπως πακέτα βοήθειας) είτε μαστίγιο (δευτερογενείς κυρώσεις), ο εξαναγκασμός θα δημιουργούσε τις δικές της προκλήσεις και θα μπορούσε να υπονομεύσει τα οικονομικά συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφάλειας της Ευρώπης.

Οι μεσάζοντες διακινούν επίσης αγαθά προς την αντίθετη κατεύθυνση: καθώς η ΕΕ επιδίωξε να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία, συχνά καταλήγει να εισάγει επεξεργασμένα ρωσικά καύσιμα σε διογκωμένες τιμές μέσω τρίτων χωρών, όπως η Ινδία.
Ακόμη και όσον αφορά τις άμεσες εισαγωγές ενέργειας, πολλές χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να βασίζονται στη Ρωσία.
Η Αυστρία λαμβάνει τώρα το εκπληκτικό 98% του φυσικού της αερίου από τη ρωσική κρατική ενεργειακή εταιρεία Gazprom, με το μερίδιο να έχει αυξηθεί από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Επιπλέον, οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου της ΕΕ από τη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 37,7% μεταξύ 2021 και 2023.
Δεδομένου ότι το LNG είναι ιδιαίτερα ακριβό, αυτό έχει επιδεινώσει περαιτέρω το ενεργειακό κόστος – και τις εσωτερικές διαφωνίες στην ΕΕ καθώς μεσοσταθμικά η τιμή του αμερικανικού LNG είναι περίπου 25%.

Η πολεμική οικονομία και άλλα παραμύθια…

Η αποτυχία της ΕΕ να επικαιροποιήσει το κατακερματισμένο ενεργειακό της πλαίσιο την άφησε ανίκανη να εξισορροπήσει τις γεωπολιτικές εεξελίξεις με την οικονομική πραγματικότητα.
Αυτό όχι μόνο έχει διαβρώσει την ήπια δύναμη του μπλοκ – συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς αξιοπιστίας και της οικονομικής ανταγωνιστικότητάς του – αλλά έχει επίσης υπονομεύσει την ικανότητά του να επενδύει στην ενίσχυση της σκληρής του ισχύος.
Αυτή η κατάσταση απαιτεί μια θεμελιώδη επανεξέταση των προτεραιοτήτων και των πολιτικών της Ευρώπης, υποστηρίζει ο Mario Draghi, πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρωθυπουργός της Ιταλίας, σε μια έκθεση που μόλις κυκλοφόρησε.
Για παράδειγμα, προτείνει ότι η ΕΕ θα πρέπει να σταματήσει τη συνήθεια να μπλοκάρει τις συγχωνεύσεις λόγω ανταγωνιστικών ανησυχιών –μια πρακτική που συχνά κρατούσε τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πολύ μικρές για να ανταγωνιστούν παγκοσμίως– και αντ’ αυτού να εισαγάγει ένα νέο καθεστώς για την παρακολούθηση δυνητικά προβληματικών συγχωνεύσεων μετά την πραγματοποίησή τους.
Γενικότερα, ο Draghi υποστηρίζει ότι η ΕΕ πρέπει επειγόντως να ενισχύσει τη βιομηχανική της βάση, να απλοποιήσει το ρυθμιστικό της πλαίσιο και να αυξήσει τις επενδύσεις στην άμυνα και την καινοτομία.
Χωρίς αυτές τις μεταρρυθμίσεις –που έχουν σχεδιαστεί προσεκτικά και εφαρμόζονται γρήγορα– η ΕΕ κινδυνεύει να διολισθήσει ακόμη περισσότερο στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Οι αδυναμίες

Η έκθεση του Draghi εντοπίζει σωστά πολλές από τις αδυναμίες της Ευρώπης στην άμυνα.
Πρώτον, ενώ υπήρξε αύξηση των αμυντικών δαπανών από την στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία, το συνολικό επίπεδο παραμένει χαμηλό, δεδομένων των σημερινών απειλών που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και της μειωμένης δαπάνης τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Οι δαπάνες για Ε&Α (Έρευνα και Ανάπτυξη) στην Άμυνα είναι ιδιαίτερα υποτονικές σταθερά εδώ και πολλά χρόνια, γεγονός που εμποδίζει την ικανότητα της Ευρώπης να αναπτύξει στρατιωτικό εξοπλισμό επόμενης γενιάς και να συμβαδίσει με την καινοτομία στη αμυντική τεχνολογία – ενώ ακόμη και το Ιράν έχει εξελιχθεί π.χ. στη κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων και drones.
Οι χαμηλές αμυντικές δαπάνες Ε&Α περιορίζουν επίσης τις θετικές επιπτώσεις σε άλλους οικονομικούς τομείς.
Δεύτερον, ο Draghi έχει, επίσης, δίκιο ότι οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες είναι κατακερματισμένες και αναποτελεσματικές.
Παρά την ύπαρξη κοινών διαδικασιών σχεδιασμού στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τα κράτη-μέλη πραγματοποιούν τις αμυντικές προμήθειες σε μεγάλο βαθμό με ασυντόνιστο τρόπο, οδηγώντας σε κατακερματισμό της ζήτησης.
Ταυτόχρονα, η αμυντική βιομηχανική βάση της Ευρώπης παραμένει κατακερματισμένη σε εθνικές γραμμές, εμποδίζοντας την αποτελεσματικότητα τνω οικονομών κλίμακας που θα προσέφεραν οι μαζικής παραγγελίες.
Ως αποτέλεσμα, ο εξοπλισμός παράγεται αργά και με απαγορευτικό κόστος και οι Ευρωπαίοι παίρνουν λιγότερα χρήματα για τα λεφτά τους από τις ΗΠΑ.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες αγοράζουν μεγάλο μέρος του αμυντικού τους εξοπλισμού από ξένους προμηθευτές, ειδικά από τις ΗΠΑ.


Η προσέγγιση Draghi για την ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας

Η έκθεση Draghi ορίζει μια πολύπλευρη προσέγγιση για να αντιμετωπιστεί αυτό, μεγάλο μέρος της οποίας περιέχεται ήδη στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική που εκπόνησε η Επιτροπή τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους.
Πολλές από τις συνταγές του θα είναι γνωστές στους αμυντικούς αναλυτές της ΕΕ.
Πρώτον, ο Draghi υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να συναθροίσουν τη ζήτηση και να προωθήσουν την ενοποίηση των αμυντικών τους βιομηχανιών. Ο γενικός στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία αυτού που ο Draghi αποκαλεί «ολοκληρωμένη ενιαία αγορά αμυντικών προϊόντων».
Ο Draghi υποστηρίζει ότι η πολιτική ανταγωνισμού της ΕΕ θα πρέπει να επιτρέπει την πραγματοποίηση συγχωνεύσεων αμυντικών εταιρειών.
Δεύτερον, ο Draghi τονίζει ότι απαιτείται περισσότερη χρηματοδότηση για να βοηθήσει αυτή τη διαδικασία βιομηχανικού αποκατακερματισμού, μεταξύ άλλων με τη χαλάρωση των υφιστάμενων περιορισμών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στον δανεισμό στον αμυντικό τομέα και με τη διευκρίνιση της εφαρμογής των κανόνων Περιβαλλοντικής Κοινωνικής και Διακυβέρνησης στην άμυνα.
Οι πόροι, επιμένει ο Draghi, θα πρέπει να επικεντρωθούν σε συγκεκριμένα έργα κοινού ενδιαφέροντος και υψηλού αντίκτυπου.
Τρίτον, προτείνει να δοθεί στην ΕΕ ένας συντονιστικός ρόλος σε όλα αυτά.

Τα πολιτικά εμπόδια 

Κατ’ αρχήν, η ιδέα του κοινού αμυντικού σχεδιασμού και προμηθειών και μιας ολοκληρωμένης αμυντικής αγοράς της ΕΕ έχει οικονομική και στρατηγική λογική.
Ωστόσο, τα πολιτικά εμπόδια στην εφαρμογή των συστάσεων του είναι ανυπέρβλητα.
Ορισμένα κράτη μέλη δεν θα συμφωνήσουν πλήρως με την ανάλυση του Draghi.
Ειδικότερα, ορισμένοι αναλυτές έχουν αμφισβητήσει την αξιοπιστία των στοιχείων που χρησιμοποιεί σχετικά με την εξάρτηση της ΕΕ από τον αμερικανικό εξοπλισμό.
Στην πραγματικότητα, τα κράτη μέλη δεν επιθυμούν να δώσουν τον έλεγχο της πολιτικής τους στον τομέα των αμυντικών προμηθειών στην ΕΕ.
Η μεγαλύτερη πρόκληση, ωστόσο, θα είναι η εφαρμογή ορισμένων από τις προτεινόμενες λύσεις.
Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει μεγάλη αντίθεση με την ιδέα να κατευθυνθούν κάποια κονδύλια της ΕΕ προς την άμυνα, για παράδειγμα για να βοηθηθούν οι εταιρείες να επεκτείνουν τις εγκαταστάσεις παραγωγής.
Και η ΕΕ προσπαθεί εδώ και πολλά χρόνια να προωθήσει μια πιο συντονισμένη προσέγγιση στον αμυντικό σχεδιασμό, μέσω εργαλείων όπως το Σχέδιο Ανάπτυξης Δυνατοτήτων ή η Συντονισμένη Ετήσια Ανασκόπηση της Άμυνας.
Ορισμένες από τις συγκεκριμένες ιδέες του Draghi για το πώς να επιτευχθεί αυτό, όπως η βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση για την αμυντική βιομηχανία, δεν θα είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες. Πράγματι, ορισμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει, με την ΕΤΕπ να χαλαρώνει πρόσφατα τους κανόνες της σχετικά με τις επενδύσεις στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών διπλής χρήσης.
Η πρόταση του Draghi να μην επιτρέψει στην πολιτική ανταγωνισμού να παρεμποδίσει τις συγχωνεύσεις φαίνεται λιγότερο σχετική, δεδομένου ότι το κύριο εμπόδιο στην ενοποίηση είναι η επιθυμία των κρατών μελών να διατηρήσουν τον έλεγχο στις αμυντικές τους βιομηχανίες και ο φόβος τους ότι η ενοποίηση μπορεί να σημαίνει απώλεια θέσεων εργασίας.
Ορισμένες προτάσεις θα είναι αμφιλεγόμενες.
Ο Draghi μιλά για έναν «μηχανισμό ιεράρχησης σε επίπεδο ΕΕ για τη διαχείριση καταστάσεων κρίσης», για παράδειγμα διασφαλίζοντας την προνομιακή πρόσβαση της αμυντικής βιομηχανίας σε πρώτες ύλες και ενέργεια.
Ο Draghi δεν διευκρινίζει πλήρως πώς θα λειτουργούσε ο μηχανισμός, αλλά αναφέρεται σε πρόσφατες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που στην πραγματικότητα θα επέτρεπαν στην αμυντική παραγωγή να έχει προτεραιότητα έναντι άλλων τύπων παραγωγής.
Τα κράτη μέλη είναι δύσπιστα σχετικά με αυτό και απρόθυμα να μοιραστούν με την Επιτροπή ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού τους στο πεδίο της άμυνας.
Ο Draghi μιλά επίσης για τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις για την προώθηση μιας «αρχής της ευρωπαϊκής προτίμησης» στις δημόσιες συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης ενδεχομένως της μεταρρύθμισης της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις.
Αυτή η πρόταση αντικατοπτρίζει επίσης την προσέγγιση της Επιτροπής για μείωση της εξάρτησης από προμηθευτές εκτός ΕΕ, όπως οι ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο, πολλά κράτη μέλη δεν έχουν την ίδια αρνητική άποψη για την εξάρτηση από προμηθευτές εκτός ΕΕ και θέλουν να συνεχίσουν να αγοράζουν στρατιωτικό εξοπλισμό από αυτούς.
Στιγμιότυπο_οθόνης_2024-09-28_154927.png
Στιγμιότυπο_οθόνης_2024-09-28_154906.png
Θα υπάρξει επίσης ευρεία αντίθεση στις μεταρρυθμίσεις στις δημόσιες συμβάσεις που δένουν τα χέρια των κρατών-μελών.
Η πιο αμφιλεγόμενη πρόταση είναι η δημιουργία μιας «αμυντικής αρχής της ΕΕ» για την εκτέλεση «κοινού αμυντικού προγραμματισμού και προμηθειών της ΕΕ». Αν και αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί, είναι πιθανό να μην είναι αρχή, καθώς τα κράτη μέλη ανησυχούν μήπως η Επιτροπή παραβιάζει τις επιλογές τους για τον αμυντικό εξοπλισμό να αγοράσει και σε ποιον να τον πουλήσει.
Η πολιτική πραγματικότητα είναι ότι τα κράτη μέλη δεν επιθυμούν να δώσουν τον έλεγχο της πολιτικής τους στον τομέα των αμυντικών προμηθειών στην ΕΕ και δεν εμπιστεύονται ακόμη πλήρως την Επιτροπή ως αμυντικό παράγοντα. Αντιστέκονται στον κοινό αμυντικό σχεδιασμό και πολλοί θέλουν να αγοράσουν προϊόντα εκτός ΕΕ για διάφορους νόμιμους λόγους.
Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική ολοκλήρωση μπορεί να εξελιχθεί με οργανικό τρόπο, καθώς η χρηματοδότηση της ΕΕ διαμορφώνει ολοένα και περισσότερο τις κυβερνητικές και επιχειρηματικές επιλογές, καθιστώντας σταδιακά τη συνεργασία και την εδραίωση την προφανή επιλογή.
Αλλά αυτό απαιτεί μεγάλης κλίμακας χρηματοδότηση – που μπορεί να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του Draghi.
Το διακύβευμα θα γίνει δυσχερέστερο μόνο εάν ο Donald Trump επιστρέψει για δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, κάτι που σίγουρα θα οδηγήσει στο να γίνουν οι ΗΠΑ ένας πολύ λιγότερο σίγουρος εταίρος, αφήνοντας την ασφάλεια και την οικονομία της Ευρώπης ακόμη πιο ευάλωτες από ό,τι είναι ήδη.

www.bankingnews.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.