Πώς το σχέδιο του οικονομικού «γκουρού» της Ε.Ε. για την «ανάσταση» της ανταγωνιστικότητας θα δώσει τη χαριστική βολή στις λαβωμένες οικονομίες των κρατών-μελών της Ένωσης
Της Κύρας Αδάμ
Στην ακριβοπληρωμένη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Εκθεση Ντράγκι, 400 σελίδων, για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός και πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Ε.Ε. παρουσιάζει μια μελανή προοπτική για τη θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη σκηνή της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, επισημαίνει τους τομείς και τις αιτίες της καθυστέρησης αυτής, και εκτιμά ότι η Ε.Ε. οφείλει να βρει άμεσα 800 δισ. ευρώ για επείγουσες επενδύσεις, αν θέλει έστω και καταϊδρωμένη να ακολουθεί τις ΗΠΑ και την Κίνα (αλλά και τη Ρωσία) στην κούρσα της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας.
Το επείγον θέμα της χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι αφηρημένο, ούτε αφορά αορίστως «τους άλλους», αλλά πέφτει ολόκληρο πάνω στα κεφάλια, στην τσέπη και στο μέλλον καθενός από τους Ευρωπαίους πολίτες, άρα και στους πτωχευμένους Ελληνες, που θα κληθούν να πληρώσουν το «μάρμαρο» των 800 δισ. ευρώ.
Ο εκτελών χρέη «γκουρού» της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μάριο Ντράγκι έχει επιμελώς υπολογίσει το τεράστιο απαιτούμενο ποσό των 800 δισ. ευρώ (σ.σ.: απροσδιόριστο αν αυτό το ποσό είναι ετήσιο ή για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα), αλλά δεν λέει από πού θα εξοικονομηθεί το ποσό αυτό. Στη συνέντευξη Τύπου απέφυγε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα, αλλά περιέγραψε την κατάσταση, αναφερόμενος στην αναγκαιότητα να υπάρξουν μια άνευ προηγουμένου συνεργασία ανάμεσα στα κράτη-μέλη και μια συνεκτική μεταρρύθμιση όλων των θεσμών, ώστε να εφαρμοστούν οι υποδείξεις της Εκθεσής του.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο επταετής κοινοτικός προϋπολογισμός ανέρχεται σε 2,1 τρισ. ευρώ (άρα 300 δισ. ευρώ ετησίως), οι Βρυξέλλες πρέπει να ξύσουν τον πάτο του βαρελιού ώστε με «μόχλευση», δηλαδή με περικοπές από τις δαπάνες των ετήσιων προϋπολογισμών, να εξοικονομηθούν τα ποσά αυτά. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη και κυρίως οι φτωχότερες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, θα βλέπουν όλο και λιγότερα χρήματα στο εθνικό πορτοφόλι τους από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται αυτό για την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε βασικούς τομείς, όπως π,χ, η αγροτική πολιτική ή πολιτική συνοχής, τα μεγάλα έργα και η αναβάθμιση των καθυστερημένων περιοχών, όπως π.χ. η Μακεδονία.
Στις εισαγωγικές παρατηρήσεις η Εκθεση επισημαίνει μεταξύ άλλων: Εχουν περάσει ήδη αρκετά χρόνια -από τις αρχές του 21ου αιώνα- που η Ευρώπη ανησυχεί για την επιβράδυνση της ανάπτυξής της. Αν και έχουν εφαρμοστεί πολλές στρατηγικές με την ελπίδα ότι θα υπάρξει επιτάχυνση της ανάπτυξης, η τροχιά παραμένει αμετάβλητη.
Ωστόσο, όλοι οι διαφορετικοί δείκτες συγκλίνουν προς μία τάση: έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό χάσμα στην αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ της Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως λόγω της πιο έντονης επιβράδυνσης της ανάπτυξης της παραγωγικότητας στην Ευρώπη. Τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά πλήρωσαν το τίμημα της απώλειας στο επίπεδο διαβίωσης, όπου το πραγματικό διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα έχει αυξηθεί σχεδόν δύο φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι στην Ενωση από το 2000. Κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου η επιβράδυνση της ανάπτυξης θεωρήθηκε μειονέκτημα – αλλά ποτέ πραγματική καταστροφή.
Το παλιό παγκόσμιο παράδειγμα εξαφανίζεται. Οι εταιρίες της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα τόσο τον αυξημένο ανταγωνισμό από το εξωτερικό όσο και την πιο περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Η εποχή της γρήγορης ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου φαίνεται να έχει τελειώσει. Η Ευρώπη έχασε ξαφνικά τον κύριο προμηθευτή της ενέργειας – τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, η γεωπολιτική σταθερότητα αποδυναμώνεται και οι εξαρτήσεις μας γίνονται τρωτά σημεία.
Χάθηκε η ψηφιακή επανάσταση
Η τεχνολογική αλλαγή επιταχύνεται ραγδαία. Η Ευρώπη κατά ένα μεγάλο μέρος έχασε την ψηφιακή επανάσταση του διαδικτύου και δεν επωφελήθηκε από κέρδη παραγωγικότητας τα οποία θα μπορούσε να έχει. Ως αποτέλεσμα: το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ της Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τη σημασία αυτού του τομέα. Η Ενωση είναι αδύναμη στις αναδυόμενες τεχνολογίες, που θα αποτελέσουν ωστόσο την κινητήρια δύναμη της μελλοντικής ανάπτυξης – μόνο τέσσερις από τις κορυφαίες 50 εταιρίες τεχνολογίας στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές.
Εάν η Ευρώπη δεν καταφέρει να γίνει πιο παραγωγική θα είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε. Δεν μπορούμε ταυτόχρονα να είμαστε ηγέτης στις νέες τεχνολογίες, φάρος ευθύνης για το κλίμα, και ανεξάρτητος παίκτης στην παγκόσμια σκηνή. Ούτε θα μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε το κοινωνικό μας μοντέλο. Θα πρέπει να αναθεωρήσουμε προς τα κάτω ορισμένες από τις φιλοδοξίες μας – αν όχι όλες. Είναι μια υπαρξιακή πρόκληση.
Οι θεμελιώδεις αξίες της Ευρώπης είναι η ευημερία, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η ειρήνη και η δημοκρατία, σε ένα βιώσιμο περιβάλλον. Το νόημα της Ενωσης είναι να διασφαλίσει ότι οι Ευρωπαίοι θα μπορούν πάντα να επωφελούνται από όλα αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα: αν η Ευρώπη δεν θα ήταν πλέον σε θέση να τα εγγυηθεί στους πολίτες της -ή αν έβλεπε τον εαυτό της αναγκασμένο να διαλέξει ανάμεσα σε μερικά μόνο από αυτά- θα έχανε τον λόγο ύπαρξής της. Ο μόνος τρόπος για να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση είναι να αναπτυχθεί και να γίνει πιο παραγωγική, διατηρώντας παράλληλα τις αξίες της ισότητας και της κοινωνικής ένταξης. Αλλά για να γίνει αυτό είναι απαραίτητη μια ριζική αλλαγή.
Οι τρεις τομείς δράσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη
- ΠΡΟΗΓΜΕΝΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Πρώτα απ’ όλα -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- η Ευρώπη πρέπει κυρίως να επικεντρώσει εκ νέου τις συλλογικές της προσπάθειες στη γεφύρωση του χάσματος που τη χωρίζει από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, όσον αφορά την καινοτομία, ιδιαίτερα στον τομέα προηγμένης τεχνολογίας.
Η ήπειρός μας έχει κολλήσει σε μια στατική βιομηχανική δομή. Στην πραγματικότητα, καμιά ευρωπαϊκή εταιρία της οποίας η κεφαλαιοποίηση υπερβαίνει τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ δεν έχει δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων, ενώ το ίδιο διάστημα δημιουργήθηκαν οι έξι αμερικανικές εταιρίες των οποίων η αποτίμηση ξεπερνά τα 1.000 δισεκατομμύρια ευρώ, και «γεννήθηκαν» όλα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Στην Ευρώπη δεν λείπουν οι ιδέες ή οι φιλοδοξίες – δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Πολλοί ταλαντούχοι ερευνητές και επιχειρηματίες υποβάλλουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας στην ήπειρό μας. Αλλά η καινοτομία είναι αποκλεισμένη στο επόμενο στάδιο: δεν μπορούμε να το μεταφράσουμε σε εμπορευματοποίηση. Ο καινοτόμες εταιρίες που επιθυμούν να αναπτυχθούν στην Ευρώπη δυσκολεύονται σε κάθε βήμα από ασυνεπείς κανονισμούς και περιοριστικά μέτρα.
Πολλοί Ευρωπαίοι επιχειρηματίες προτιμούν χρηματοδότηση από εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου Ηνωμένων Πολιτειών και να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους στην αμερικανική αγορά. Μεταξύ 2008 και το 2021 σχεδόν το 30% των «μονόκερων» που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη -εταιρίες των οποίων η αξία ξεπέρασε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια- έχει μεταφέρει την έδρα του στο εξωτερικό, η συντριπτική πλειονότητα εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
- ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Ο δεύτερος τομέας δράσης είναι ένα κοινό σχέδιο για την απανθρακοποίηση και την ανταγωνιστικότητα. Εάν οι φιλόδοξοι κλιματικοί στόχοι της Ευρώπης συνοδεύονται από ένα σχέδιο για την επίτευξή τους, η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θα είναι μια ευκαιρία. Αλλά αν αποτυγχάνουμε να συντονίσουμε τις πολιτικές μας, κινδυνεύουν να επιβραδυνθούν η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη.
Παρόλο που οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με στις κορυφές τους, οι εταιρίες της Ενωσης συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι 2 έως 3 φορές υψηλότερες από αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ οι τιμές στο φυσικό αέριο είναι 4 έως 5 φορές υψηλότερες. Αυτές οι διαφορές εξηγούνται κυρίως από την έλλειψη φυσικών πόρων στην ήπειρό μας αλλά και από βασικά προβλήματα που συνδέονται με την κοινή μας αγορά ενέργειας.
Οι κανόνες της αγοράς εμποδίζουν τις βιομηχανίες και τα νοικοκυριά να μεταφέρουν στους λογαριασμούς τους όλα τα οφέλη της καθαρής ενέργειας. Υψηλοί φόροι και τα ενοίκια που καταλαμβάνουν οι χρηματοπιστωτικοί φορείς αυξάνουν το κόστος ενέργειας για την οικονομία μας. Μεσοπρόθεσμα, η απαλλαγή από τον άνθρακα θα βοηθήσει στην καθοδήγηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε καθαρές, ασφαλείς και φθηνές πηγές ενέργειας.
Αλλά για το υπόλοιπο της δεκαετίας τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να παίζουν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό των τιμών της ενέργειας. Ελλείψει σχεδίου να μεταφερθούν τα οφέλη της απανθρακοποίησης στους τελικούς χρήστες, οι τιμές της ενέργειας θα συνεχίσουν να βαραίνουν την ανάπτυξη.
Η παγκόσμια διαδικασία απανθρακοποίησης είναι επίσης μια ευκαιρία ανάπτυξης για τον κλάδο παραγωγής της Ενωσης, ο οποίος είναι παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα των καθαρών τεχνολογιών, όπως οι ανεμογεννήτριες, οι ηλεκτρολύτες και τα καύσιμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα: περισσότερο από το 1/5 των καθαρών και βιώσιμων τεχνολογιών στον κόσμο έχει αναπτυχθεί στην Ενωση. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η Ευρώπη θα αδράξει αυτή την ευκαιρία.
Ο κινεζικός ανταγωνισμός εντείνεται στους τομείς των καθαρών τεχνολογιών και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων χάρη σε έναν ισχυρό συνδυασμό από βιομηχανικές πολιτικές και μαζικές επιδοτήσεις, ταχεία καινοτομία, έλεγχο των πρώτων υλών και της ικανότητας παραγωγής σε κλίμακα ευρωπαϊκή. Η Ενωση αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Η αυξημένη εξάρτηση από την Κίνα μπορεί σίγουρα να είναι το λιγότερο ακριβό και πιο αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη των στόχων μας για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές. Αλλά ο κινεζικός ανταγωνισμός, υποστηριζόμενος από το κράτος, αποτελεί επίσης απειλή για τους δικούς μας παραγωγικούς τομείς καθαρής τεχνολογίας και αυτοκινητοβιομηχανίας.
Είναι για το καλό του πλανήτη μας ότι η απανθρακοποίηση είναι απαραίτητη. Αλλά έτσι ώστε να γίνει και πηγή ανάπτυξης για την Ευρώπη θα χρειαστούμε ένα κοινό σχέδιο, που θα καλύπτει τις βιομηχανίες που παράγουν ενέργεια και αυτές που επιτρέπουν την απανθρακοποίηση.
- ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Ο τρίτος τομέας δράσης είναι η ενίσχυση της ασφάλειας και η μείωση των εξαρτήσεων. Η ασφάλεια είναι προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη. Η αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων μπορεί να αυξήσει την αβεβαιότητα και να επιβραδύνει τις επενδύσεις, ενώ μεγάλα γεωπολιτικά σοκ ή ξαφνικές διακοπές συναλλαγών μπορεί να είναι εξαιρετικά επιβλαβή.
Καθώς βγαίνουμε από την εποχή της γεωπολιτικής σταθερότητας, ο κίνδυνος από μία αυξανόμενη ανασφάλεια γίνεται απειλή για την ανάπτυξη και την ελευθερία.
Η Ευρώπη είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη. Βασιζόμαστε σε μια χούφτα προμηθευτές βασικών πρώτων υλών, ιδιαίτερα από την Κίνα.
Αυτές οι εξαρτήσεις είναι συχνά αμφίδρομες -η Κίνα, για παράδειγμα, υπολογίζει ότι η Ενωση θα απορροφήσει την πλεονάζουσα βιομηχανική της παραγωγική ικανότητα-, αλλά άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, προσπαθούν ενεργά να την ξεφορτωθούν. Αν δεν ενεργήσουμε, εκτιθέμεθα σε εξαναγκασμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα χρειαστούμε μια πραγματική «εξωτερική οικονομική πολιτική» της Ενωσης για τη διατήρηση της ελευθερίας μας. Η Ενωση θα πρέπει να συντονίσει τις προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες και άμεσες επενδύσεις με πλούσιες χώρες σε πόρους, συσσώρευση αποθεμάτων σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, και δημιουργία βιομηχανικών συνεργασιών για την εξασφάλιση της αλυσίδας προμήθειας βασικών τεχνολογιών. Μόνο «μαζί» θα μπορέσει να δημιουργήσει την απαραίτητη μόχλευση στην αγορά.
Η ειρήνη είναι ο πρωταρχικός στόχος της Ευρώπης. Αλλά οι απειλές για την ασφάλεια αυξάνονται και πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτό. Συλλογικά, η Ενωση έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο – αλλά αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στη δύναμη της αμυντικής βιομηχανικής μας ικανότητας.
Η αμυντική βιομηχανία είναι πολύ κατακερματισμένη, εμποδίζοντας την ικανότητά της να παράγει σε μεγάλη κλίμακα, και υποφέρει από έλλειψη τυποποίησης και διαλειτουργικότητας εξοπλισμού, η οποία αποδυναμώνει την ικανότητα της Ευρώπης να λειτουργεί ως ομοιογενής δύναμη. Εκεί που παράγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες μία μόνο γραμμή αρμάτων μάχης, έχουμε δώδεκα μεταξύ των κρατών μας μέλη.
Δημοσιεύεται στην «κυριακάτικη δημοκρατία»