Οι νέες ζώνες γεωπολιτικής υπεροχής, η επιστροφή του έθνους – κράτους και το τέλος του οικονομικού μοντέλου που βασιζόταν στη φθηνή εργασία και τις εξαγωγές
Οι μελλοντικές εξελίξεις συμπυκνώνονται στο εξής: Εφόσον καταστεί δυνατόν να αποφευχθούν οι άμεσοι θερμοί πόλεμοι μεταξύ μεγάλων δυνάμεων που έχουν αναδυθεί στο υπό διαμόρφωση γεωπολιτικό τοπίο, τα κύρια πεδία μάχης για τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό θα είναι η οικονομία και η τεχνολογία.
Σήμερα, όλες οι μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν προστατευτικά μέτρα που ήταν σπάνια κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Φαίνεται ότι τελείωσε αυτό το φιλελεύθερο mantra ότι οι δημοκρατίες που εμπορεύονται μεταξύ του δεν πολεμούν, όπως το διατύπωσε ο Benjamin Constant το 19ο αιώνα.
Η κυβέρνηση Biden συνέχισε και ενέτεινε τους ελέγχους στις εξαγωγές και τους επενδυτικούς φραγμούς που ξεκίνησε η κυβέρνηση Trump.
Η στρατηγική με το κωδικό όνομα «μικρή αυλή, ψηλός φράχτης» στοχεύει να επιβραδύνει την πρόοδο της Κίνας στην τεχνολογία σε τομείς όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες αισθάνονται πιο ευάλωτες σε σχέση με τον κύριο ανταγωνιστή τους (κυρίως με τους ημιαγωγούς στο κρίσιμο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης).
Οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους στην Ασία και την Ευρώπη είναι επιφυλακτικοί σχετικά με τις καταστροφικές συνέπειες της πλήρους οικονομικής αποσύνδεσης από την Κίνα (decoupling), αλλά έχουν ευθυγραμμιστεί με μια στρατηγική αποφυγής κινδύνου για τη μείωση των μονομερών εξαρτήσεων.
Σε απλά ελληνικά: Οι ΗΠΑ κατάλαβαν την εποχή του COVID ότι δεν είναι δυνατόν να μην μπορούν να παράγουν χειρουργικές μάσκες… γιατί είναι φθηνότερη η εισαγωγή τους απο την Κίνα – και έθεσαν σε λειτουργία με διατάγματα που εφαρμόζονται σε καιρό πολέμου τα εργοστάσια του στρατού!
Σε απάντηση, η Κίνα επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, έθεσε φραγμούς στις εισαγωγές και γενικά έκανε πιο δύσκολες τις συνθήκες λειτουργίας για τις δυτικές εταιρείες στην αγορά της.
Η τάση είναι σαφής: ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός οδηγεί σε γεωοικονομικές αναταραχές.
Αποσύνδεση και αναδιάταξη των δυνάμεων
Μετά τη ρωσική στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία, η Ευρώπη και η Ρωσία έχουν αποσυνδέσει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομίες τους.
Η Δύση έχει χρησιμοποιήσει την κυριαρχία της στον χρηματοπιστωτικό τομέα προκειμένουν να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία και να απειλήσει δευτερεύουσες κυρώσεις σε όποιον δεν συμμορφώνεται.
Αυτό από την πλευρά του επιτάχυνε σημαντικές εξελίξεις…
Σε απάντηση, η Ρωσία έχει στραφεί προς την Κίνα και άλλες όμορες χώρες για να παρακάμψει τις δυτικές απαγορεύσεις στις εξαγωγές.
Οι νέες συμμαχίες των ομοδόξων…
Η ομάδα των BRICS ενίσχυσε τη χρήση τοπικών νομισμάτων στο διμερές εμπόριο για να προστατεύσει τις οικονομίες των μελών της από τις δυτικές κυρώσεις.
Μετά τις αναταράξεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας και την ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω του ψηφιακού αυτοματισμού, οι βιομηχανικές οικονομίες έχουν αρχίσει να δίνουν έμφαση στην ανθεκτικότητά τους και οδηγήθηκαν στην αναδιάταξη των αλυσίδων εφοδιασμού.
Τώρα, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός επιταχύνει αυτές τις τάσεις και προωθεί τη «συνεργασία μεταξύ φίλων» που βασίζονται στις κοινές αξίες.
Η τάση είναι σαφής: ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός προκαλεί γεωοικονομικές αναταράξεις.
Συνολικά, αυτές οι τάσεις αλλάζουν τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας.
Το κυρίαρχο οικονομικό παράδειγμα μετατοπίζεται από την αποτελεσματικότητα στην ανθεκτικότητα απέναντι σε ένα περιβάλλον διαρθρωτικών αλλαγών.
Τα νέα εμπορικά μπλοκ και η επιστροφή του έθνους – κράτους
Η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζει τάσεις αναστροφής, επισημαίνει ο Marc Saxe του ιδρύματος Friedrich-Ebert-Stiftung (FES)
Το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι η πλήρης απο-παγκοσμιοποίηση, αλλά μάλλον η «περιφερειοποίηση», η οποία δυνητικά χαρακτηρίζεται από αναδυόμενα εμπορικά μπλοκ.
Τα συμφέροντα της αγοράς δεν κυριαρχούν πλέον αλλά στην πολιτική ενισχύονται άλλες πρόνοιες πέραν της αποτελεσματικότητας.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, η υπεροχή των συμφερόντων εθνικής ασφάλειας επέστρεψε.
Το κράτος που έχει τέθει εδώ και καιρό στο περιθώριο, επιβεβαιώνει εκ νέου τον έλεγχό του επί της πολιτικής.
Οι εταιρείες προσαρμόζονται με ταχύτητα σε αυτό το νέο περιβάλλον.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο είναι και επίσημα νεκρό.
Oι ανατροπές στα οικονομικά μοντέλα
Πέρα από τα αποσπασματικά μέτρα, οι μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις έχουν αρχίσει να αλλάζουν τα αναπτυξιακά τους μοντέλα.
Η Κίνα, έχοντας επίγνωση των γεωπολιτικών ενάντιων ανέμων στις δυτικές αγορές, προσπαθεί να στραφεί σε μια οικονομία «διπλής κατεύθυνσης».
Ωστόσο, το σοκ από τα μέτρα Covid-19 και η αβεβαιότητα για το μέλλον έχουν οδηγήσει σε μείωση των καταναλωτικών δαπανών.
Η υποτονική εγχώρια ζήτηση έχει επιδεινώσει τα υπάρχοντα προβλήματα στον μεταποιητικό τομέα και στην αγορά ακινήτων, συμβάλλοντας σε μια λανθάνουσα κρίση στον τραπεζικό κλάδο.
Οι προσπάθειες των τοπικών κυβερνήσεων για τη διαχείριση αυτής της κατάστασης θα μπορούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω τα προβλήματα χρέους που αντιμετωπίζουν τόσο οι ιδιωτικές εταιρείες όσο και το κράτος και θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν στον ίδιο στασιμοπληθωρισμό που χαρακτήρισε την οικονομία της Ιαπωνίας.
Η Κίνα τελεί υπό πίεση να επικεντρωθεί περισσότερο στις εξαγωγές για να διοχετεύσει την πλεονάζουσα παραγωγή.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμπορικούς φραγμούς από μεγάλες οικονομίες όπως αυτές της ομάδας των G7, πυροδοτώντας ενδεχομένως έναν νέο γύρο στον εμπορικό πόλεμο.
Η στρατηγική της Κίνας να προστατεύσει από κυρώσεις την οικονομία της με το να γίνει τεχνολογικά αυτάρκης θα μπορούσε να επιδεινώσει ακούσια το ζήτημα της πλεονάζουσας παραγωγικής της ικανότητας.
Εάν η Κίνα δεν μπορεί να ενισχύσει την καταναλωτική εμπιστοσύνη μέσω βελτίωσης του επιπέδου διαβίωσης και της υγειονομικής περίθαλψης, το σχέδιό της να εξισορροπήσει την ανάπτυξη των εξαγωγών με την αυξημένη εγχώρια κατανάλωση είναι πολύ πιθανό να αποτύχει.
Αυτό θα άφηνε την ανάπτυξη της Κίνας ευάλωτη στους αντίθετους ανέμους του γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Τα δεδομένα που ανατρέπονται
Η μετάβαση από ένα μοντέλο που επικεντρώνεται στην ταχεία αύξηση του ΑΕΠ μέσω κρατικών διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης και έργων υποδομής σε μια πιο ισορροπημένη οικονομία είναι πρόκληση, ειδικά όταν τα τρέχοντα κίνητρα υποκινούνται από την πολιτική επιταγή διατήρησης του ελέγχου στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Ομοίως, ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού σηματοδοτεί την επιστροφή της βιομηχανικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και το τέλος μιας μεκαράς περιόδου αποβιομηχάνισης.
Όπως όλες οι μεγάλες οικονομίες, οι ΗΠΑ υποφέρουν από υποτονική καταναλωτική ζήτηση.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα καταλάβει τον Λευκό Οίκο το επόμενο έτος, ο σκεπτικισμός ως προς το ελεύθερο εμπόριο και ο στόχος της παραγωγής θέσεων εργασίας στις αμερικανικές ενδοχώρα θα τεθουν στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής.
Ομοίως, τα συμφέροντα όσον αφορά την ασφάλεια έχουν καταλάβει πλέον την πρώτη θέση στις οικονομικές προοπτικές όλων των οικονομιών του ΟΟΣΑ.
Αυτή η αλλαγή μεταβάλλει τις δομές ευκαιριών για ανάπτυξη παγκοσμίως.
Φυσικά, ο αντίκτυπος των γεω-οικονομικών διαταραχών θα ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφία, τη θέση, τις γεωπολιτικές ευπάθειες και τη θέση στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας.
Για ορισμένους εξαγωγείς εμπορευμάτων, η πολιτικοποίηση της αγοράς μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική.
Άλλοι στοχεύουν να επωφεληθούν από τα απροσδόκητα κέρδη του γεωπολιτικού ανταγωνισμού και να αξιοποιήσουν ευκαιρίες σύμπηξης συμμαχιών.
Ωστόσο, για εκείνους που βασίζονται στο ιστορικά επιτυχημένο μοντέλο της φθηνής εργασίας, της εκβιομηχάνισης που καθοδηγείται από τις εξαγωγές, μπορεί να καταστεί πιο δύσκολο το έργο της ανάταξης της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας με ρομπότ, αλγόριθμους και Τεχνητή Νοημοσύνη στις αναπτυγμένες οικονομίες διαβρώνει το συγκριτικό πλεονέκτημα της φθηνής εργασίας.
Ταυτόχρονα, η πτώση της καταναλωτικής ζήτησης και ο αυξανόμενος προστατευτισμός αυξάνουν τα διακυβεύματα για την πρόσβαση στις εξαγωγικές αγορές.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η μεταφορά τεχνολογίας και των αλυσίδων εφοδιασμού έχουν καταστεί γεωπολιτικά όπλα υπονομεύει την ικανότητα των αναπτυσσόμενων χωρών στην πορεία τους προς την εκβιομηχάνιση.
Το dumping της πλεονάζουσας παραγωγής της Κίνας στις τοπικές ασιατικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιφεριακή αποβιομηχάνιση, όπου οι εγχώριες βιομηχανίες αγωνίζονται να ανταγωνιστούν και μπορεί ακόμη και να καταρρεύσουν.
Η πλοήγηση σε μια παγκόσμια οικονομία που είναι εύθραυστη, κατακερματισμένη και επιρρεπής σε κραδασμούς, θέτει υπό αμφισβήτηση τα συμβατικά οικονομικά μοντέλα και καθιστά τις κρίσεις χρέους ακόμη χειρότερες.
Η εκβιομηχάνιση με φθηνό εργατικό δυναμικό η οποία θα καθοδηγείται από τις εξαγωγές θα είναι δύσκολη σε έναν κόσμο ο οποίος πλήττεται από γεωοικονομικές διαταραχές.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη να προσαρμοστούν ανάλογα τα αναπτυξιακά μοντέλα.
Για την προετοιμασία αυτής της απαραίτητης στρατηγικής συζήτησης, απαιτείται μια διεξοδική ανάλυση των πιθανών επιπτώσεων των γεωοικονομικών διαταραχών και της ικανότητας τόσο του κρατικού όσο και του ιδιωτικού τομέα να ανταποκριθούν.
Εξίσου σημαντικό, κάθε ρεαλιστική πρόταση για ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εγχώρια πολιτική οικονομία.
Οι αλλαγές στα μονοπάτια της ανάπτυξης δημιουργούν νέους νικητές και ηττημένους.
Ως εκ τούτου, η αντίσταση στην αλλαγή από εκείνους που πρόκειται να χάσουν είναι αναμενόμενη.
Δεδομένης της επιρροής πολλών δυνάμεων του status quo στην οικονομία, αυτή η αντίσταση μπορεί να εκτροχιάσει τις προσπάθειες προσαρμογής στο νέο οικονομικό περιβάλλον.
Αυτό εξηγεί γιατί οι χώρες όπου οι ελίτ έχουν καταλάβει το κράτος για δικό τους όφελος συχνά υστερούν στην κούρσα της ανάπτυξης.
Επομένως, η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης δεν πρέπει να είναι μια καθαρά ακαδημαϊκή άσκηση, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων.
Κατευθυντήριες αρχές
Συνεπώς, δεν υπάρχει ενιαία λύση για όλους και κάθε χώρα θα πρέπει να αναπτύξει μια προσαρμοσμένη προσέγγιση που να ευθυγραμμίζεται με τις ιδιαίτερες συνθήκες της.
Ωστόσο, μερικές κατευθυντήριες αρχές μπορούν να βοηθήσουν σε αυτές τις συζητήσεις.
Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός παρουσιάζει ευκαιρίες.
Οι στρατηγικές διαχείρισης του κινδύνου και διαφοροποίησης των δυτικών χωρών φέρνουν επενδύσεις σε κράτη που θεωρούνται φιλικά.
Η στρατηγική «εξόδου» των κινεζικών ιδιωτικών εταιρειών στη ασιατική αγορά μπορεί επίσης να ωφελήσει τα οικοσυστήματα των τοπικών οικονομιών.
Ωστόσο, η επιλογή εταίρου για έργα υποδομής –είτε στον τομέα της συνδεσιμότητας, των τηλεπικοινωνιών ή της ενέργειας– μπορεί να επηρεάσει τις επενδυτικές ευκαιρίες, τους όρους του εμπορίου και την πρόσβαση στην αγορά από άλλες χώρες.
Η υπερβολική κλίση προς τη μία πλευρά μπορεί επίσης να οδηγήσει στο να θεωρείται δεδομένο.
Ως εκ τούτου, οι περισσότερες χώρες στην περιοχή της Ινδίας – Ειρηνικού , με μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, υιοθετούν στρατηγικές εξισορρόπησης για να αποφύγουν να πάρουν θέση.
Οι ενέργειες, ακόμα κι αν οδηγούνται καθαρά από επιχειρηματικά συμφέροντα, αντιμετωπίζονται πλέον με γεωπολιτικό πρίσμα.
Η ρητορική που απευθύνεται σε εγχώριο κοινό έχει διαφορετική απήχηση στους διεθνείς επενδυτές.
Οι χώρες πρέπει να αξιολογήσουν προσεκτικά τη στάση τους και να διαμορφώσουν μια συνεκτική στάση μέσα από τη ρητορική τους.
Γεωπολιτικές ευθυγραμμίσεις
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι διαρθρωτικές τάσεις θα μπορούσαν να αναγκάσουν τις χώρες να επιλέξουν πλευρές ενάντια στα οικονομικά συμφέροντά τους.
Τα γεωπολιτικά γεγονότα μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις οδούς οικονομικής ανάπτυξης και αντιστρόφως, οι γεωοικονομικές διαταραχές μπορεί να ωθήσουν τις χώρες σε γεωπολιτικές ευθυγραμμίσεις.
Σε περίπτωση μείζονος περιφερειακής σύγκρουσης θα μπορούσε να υπάρξει έντονη πίεση για ευθυγράμμιση με ένα στρατόπεδο.
Ακόμη και χώρες που δεν εμπλέκονται άμεσα σε εδαφικές διενέξεις ή στρατιωτικές συγκρούσεις θα αντιμετωπίσουν διακοπές στις αλυσίδες εφοδιασμού τους και άλλες έμμεσες συνέπειες.
Σε ένα σενάριο νέου Ψυχρού Πολέμου, ο τεχνολογικός διχασμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικό κόστος και να δημιουργήσει εξαρτήσεις , ωθώντας τις χώρες να περιορίσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και την υποδομή τους για να ευθυγραμμιστούν με τον έναν τεχνολογικό κόσμο έναντι του άλλου.
Για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες που βαρύνονται με χρέος, η ανάγκη για προγράμματα διάσωσης ή αναδιάρθρωσης του θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτικές πιέσεις για ευθυγράμμιση με κάποιο μπλοκ.
Τα κράτη με σαφή στάση στην εξωτερική τους πολιτική θα είναι σε καλύτερη θέση για να αποφύγουν τις εξωτερικές παρεμβάσεις και να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Η αναδυόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων είναι απίθανο να είναι τόσο ξεκάθαρη όσο κατά τη διάρκεια του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου.
Οι σημερινές μεγάλες οικονομίες είναι βαθιά αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες.
Αν δεν συμβεί ένας μεγάλος θερμός πόλεμος, το κόστος της πλήρους οικονομικής αποσύνδεσης θα ήταν απαγορευτικό για όλους τους «παίκτες».
Για παράδειγμα, εάν μια μελλοντική κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεχίσει τη στρατηγική «μικρή αυλή, ψηλοί φράχτες», μεγάλα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας θα παραμείνουν διασυνδεδεμένα.
Επιπλέον, οι στρατηγικές αποφυγής κινδύνου που βασίζονται στον ψηφιακό αυτοματισμό στο εσωτερικό και στη διαφοροποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας στο εξωτερικό έχουν εγγενείς περιορισμούς από το κόστος της μετάβασης από το μοντέλο που βσίζεται στο φθηνό εργατικό δυναμικό.
Οι αναμενόμενες επιπτώσεις μακροπρόθεσμων στρατηγικών όπως η αποδολαριοποίηση μπορεί επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο.
Ωστόσο, η νέα παγκόσμια οικονομία μπορεί να γίνει πιο κατακερματισμένη και περιφερειακή, με αυξημένη ευπάθεια σε κρίσεις και αναταράξεις.
Οι χώρες πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους και να προσαρμοστούν με ταχύτητα σε αυτό το εξελισσόμενο τοπίο.
Η επίτευξη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ των οικονομιών από την πλευρά της προσφοράς και της ζήτησης θα συμβάλει στην προσαρμογή στις γεωοικονομικές διαταραχές, ενώ η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ όλων των εγχώριων ενδιαφερόμενων μερών θα διευκολύνει την επιβίωση σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
www.bankingnews.gr