«Μα πως να μας πάρει σοβαρά ο Πούτιν εάν επεκτεινόμαστε και παράλληλα αφοπλιζόμαστε;»
Οποιαδήποτε άμεση εμπλοκή των στρατευμάτων των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας θα μπορούσε να σημαίνει «Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο», είχε πει 2022 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν θα πολεμήσουμε τον Γ’ Π.Π στην Ουκρανία».
Ωστόσο, έκτοτε, η στάση του Μπάιντεν, σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Ντάνιελ Τρέισμαν εγείρει μερικά δύσκολα ερωτήματα.
Εάν δεν είναι διατεθειμένος να διακινδυνεύσει να προκαλέσει τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν σε μια πυρηνική σύγκρουση, τότε γιατί υπόσχεται να δεσμευτεί ότι θα κάνει ακριβώς αυτό εάν χρειαστεί για να υπερασπιστεί την Ουκρανία μελλοντικά;
«Μετά την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αυτό θα απαιτεί το άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης, όπως σαφώς αναγνωρίζει ο Μπάιντεν» λέει ο Τρέισμαν σε ανάλυσή του στο Foreign Policy. «Εάν η ήττα της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ζωτικό συμφέρον των ΗΠΑ, τότε γιατί κάνουμε πίσω τώρα; Και αν δεν είναι, τότε γιατί να δεσμευτούμε ότι θα ρισκάρουμε τα πάντα για λογαριασμό της Ουκρανίας αργότερα;».
Αυτές οι ερωτήσεις σχετικά με την Ουκρανία δείχνουν μια ανησυχητική αντίφαση στον τρόπο με τον οποίο το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, λέει ο καθηγητής, παρατηρώντας πόσο πολύ έχει μειωθεί η αποτρεπτική δύναμη της Συμμαχίας.
Μπορεί στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικανοί να ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν τους Ευρωπαίους συμμάχους, αλλά μετά το 1989, ο τρόπος που αναπτύχθηκε το ΝΑΤΟ -δίχως να απειλείται ουσιαστικά- προκαλεί ερωτηματικά πόσο ζωντανή είναι αυτή η δέσμευση σήμερα.
To πρόβλημα για τον πολιτικό επιστήμονα είναι ότι η πορεία που επιλέχθηκε από το ΝΑΤΟ ήταν επέκταση και παράλληλα αφοπλισμό, κάτι που δεν έβγαζε νόημα.
«Η επέκταση του ΝΑΤΟ υποτίθεται ότι δεν θα ήταν απλώς ασφαλής αλλά και θα ήταν και φθηνή» κάτι που «οδήγησε στο περίεργο θέαμα μιας αμυντικής συμμαχίας» να επεκτείνει ταυτόχρονα την επικράτειά της και μειώνει τις δαπάνες της.
«Από το 1989, το ΝΑΤΟ έχει προσθέσει 16 χώρες. Ταυτόχρονα, τα 16 μέλη πριν από το 1989 μείωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες από ένα μέσο όρο 3,7% του ΑΕΠ τα πρώτα 40 χρόνια της συμμαχίας σε 1,9% από το 1989. Το συνολικό ανθρώπινο δυναμικό στις ένοπλες δυνάμεις των 16 χωρών μειώθηκε από 5,8 εκατ. το 1989 σε 3,5 εκατ. το 2020».
«Μετά την ένταξή τους στο κλαμπ, τα νέα μέλη μείωσαν επίσης τις δυνάμεις τους. Οι 12 που εγγράφηκαν μεταξύ 1999 και 2009 είχαν ξοδέψει 1,8% του ΑΕΠ για την άμυνα τη δεκαετία πριν από την ένταξη κατά μέσο όρο. Αυτό μειώθηκε στο 1,5% στα 10 χρόνια μετά την ένταξη» σημειώνει ο Αμερικανός ειδικός.
Πράγματι, σμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, μια δεκαετία μετά την ένταξη, το μέσο νέο μέλος είχε 75% λιγότερα άρματα μάχης, 55% λιγότερα μαχητικά αεροσκάφη και 59% λιγότερα πυροβόλα, με το συνολικό στρατιωτικό δυναμικό να έχει μειωθεί στο 1/3.
Τα σύνορα του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία στη Βαλτική παρέμειναν ιδιαίτερα ευάλωτα. Η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία είχαν μεταξύ τους τρία άρματα μάχης όταν εντάχθηκαν το 2004 — και ακόμη μόνο τρία τανκς 10 χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με πολεμικά παίγνια, τα ρωσικά στρατεύματα θα μπορούσαν να βρεθούν στο Ταλίν και τη Ρήγα μέσα σε 36 έως 40 ώρες.
«Από νωρίς υπήρχε μια αίσθηση μη πραγματικότητας για την όλη επιχείρηση» λέει ο Τρέισμα, επικρίνοντας το γεγονός ότι «οι δυτικοί ηγέτες ήθελαν να επεκτείνουν το αποτύπωμα της Δύσης στα φθηνά. Και τα νέα μέλη πίστευαν ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να υποκαταστήσει την οικοδόμηση μιας επαρκούς συμβατικής άμυνας», ωστόσο «η εισβολή στην Ουκρανία αποκάλυψε τους ευσεβείς πόθους σε αυτές τις θέσεις».
Έτσι ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας, καταλήγει ότι σήμερα αυτή η κληρονομιά δεν μπορεί να αγνοηθεί από της Δύση, όσον αφορά την Ουκρανία.
Για την Ουκρανία, η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα συνέδεε τον λογισμό της πυρηνικής κλιμάκωσης με οποιαδήποτε μελλοντική ρωσική επίθεση. Αλλά αν ο Πούτιν υποψιαστεί ότι η ετοιμότητα της Δύσης να αντιμετωπίσει τον αφανισμό για το Κίεβο είναι αποσπασματική, μπορεί να θεωρήσει το μικροπολιτικό παιχνίδι των δυτικών εύκολο να το κερδίσει.
«Δεδομένου του στόχου του να υπονομεύσει τη συνοχή του ΝΑΤΟ, η ένταξη της Ουκρανίας θα είχε επίσης έναν νέο στόχο στην πλάτη της. Η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ θα κινδύνευε να γίνει, στα μάτια του Πούτιν, το αδύναμο σημείο της πρώτης γραμμής της συμμαχίας» λέει ο Τρέισμαν.
Το βασικό, λοιπόν, ερώτημα για τον ίδιο είναι είναι εάν άλλα μέλη της συμμαχίας -όχι μόνο οι ελίτ της εξωτερικής πολιτικής τους αλλά και το ευρύ κοινό- είναι έτοιμα, σύμφωνα με τα λόγια του Μπάιντεν, να «πολεμήσουν τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο» για την Ουκρανία.
«Εάν δεν είναι, τότε η η ένταξη του Κιέβου μετά το τέλος του πολέμου μπορεί στην πραγματικότητα να κάνει τόσο το ίδιο όσο και τη Δύση λιγότερο ασφαλή. Θα προκαλέσει τον Πούτιν να υποκινήσει και να διερευνήσει με την ελπίδα να αναζωπυρώσει τις δυτικές διαιρέσεις» εκτιμά.
Από την άλλη ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, θεωρεί ότι η απόρριψη της προσφοράς της Ουκρανίας για ένταξη τώρα θα κατέστρεφε το ηθικό και θα πυροδοτούσε σκληρές αντεγκλήσεις.
«Έχοντας υποσχεθεί πρόωρα αυτό το 2008, η Δύση δεν μπορεί να ανακαλέσει με ασφάλεια τη δέσμευσή της. Αλλά σε αυτό το σημείο, ο Μπάιντεν μπορεί να έχει δίκιο που καθυστερεί την [ένταξη]. Η εστίαση στο ζήτημα του ΝΑΤΟ κινυνδεύει να χάσει η Ουκρανία αυτό που πραγματικά χρειάζεται και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από το αναπτύξει μια σοβαρή συμβατική αμυντική ισχύ, εκτιμά ο Τρέισμαν.