Βαρύ θα είναι το κόστος της «πράσινης μετάβασης», σύμφωνα με την BlackRock, η οποία εκτίμησε ότι θα απαιτεί 4 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030, απαιτώντας περισσότερες συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ειδικά στην Ασία.
Η πρόβλεψη προέρχεται από το τελευταίο «Σενάριο Μετάβασης του Ινστιτούτου Επενδύσεων» της BlackRock, το οποίο αναλύει τον τρόπο με τον οποίο είναι πιο πιθανό να διαδραματιστεί η μετάβαση με χαμηλές εκπομπές άνθρακα και τον πιθανό αντίκτυπό της στα χαρτοφυλάκια.
Το ποσό των 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είναι διπλάσιο από τις προηγούμενες προσδοκίες των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως και θα απαιτήσει αυξήσεις στα κεφάλαια τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τον Michael Dennis, επικεφαλής της APAC Alternatives Strategy & Capital Markets της BlackRock.
«Η APAC βρίσκεται πραγματικά στο επίκεντρο της ευκαιρίας για επενδύσεις σε ενέργεια και το βλέπουμε σε πολλούς τομείς, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες αγορές», είπε ο Dennis, μιλώντας στην ετήσια Ecosperity Week της Σιγκαπούρης την περασμένη εβδομάδα.
Το πρόβλημα των κεφαλαίων
Πέρυσι, 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν σε έργα που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση, από 33 δισεκατομμύρια δολάρια το 2004 με περίπου 19 τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν επενδυθεί μέχρι σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η BlackRock.
«Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης και το ποσό του κεφαλαίου που επενδύεται είναι προς τη σωστή κατεύθυνση», δήλωσε ο Dennis, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις εναλλακτικές επιχειρήσεις της BlackRock στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών, των hedge funds και των ιδιωτικών κεφαλαίων. «Ωστόσο, ενώ η επένδυση έχει αυξηθεί, υπάρχει ακόμη ένα κενό 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για να φτάσουμε εκεί που πρέπει μέχρι το 2030», πρόσθεσε.
Το κενό κεφαλαίου υπάρχει σε διαφορετικές κατηγορίες κινδύνου: από επενδύσεις χαμηλού κινδύνου σε βασικές ενεργειακές υποδομές, έως προσπάθειες υψηλότερου κινδύνου όπως επιχειρηματικά κεφάλαια όψιμου σταδίου και ιδιωτικά κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Dennis, τα κεφάλαια για να καλυφθεί αυτό το κενό υπάρχουν.
Μια έρευνα της BlackRock σε 200 θεσμικούς επενδυτές πέρυσι διαπίστωσε ότι το 56% σχεδιάζει να αυξήσει τις χορηγήσεις μετάβασης τα επόμενα 1 έως 3 χρόνια, με το 46% να λέει ότι η πλοήγηση στη μετάβαση είναι η πιο σημαντική επενδυτική τους προτεραιότητα την ίδια χρονική περίοδο.
Ωστόσο, η πραγματοποίηση επενδύσεων σε ιδιωτικές και δημόσιες αγορές θα απαιτήσει «ευθυγράμμιση μεταξύ της κυβερνητικής δράσης, των εταιρειών και των συνεργασιών με τις κοινότητες», είπε ο Dennis.
Δημόσιες επενδύσεις
Όσον αφορά τη δημόσια πολιτική, νομοθεσία όπως ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού, που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2022 στις ΗΠΑ, μπόρεσε να συγκεντρώσει δισεκατομμύρια σε δημόσιους πόρους που θα διατεθούν για έργα μείωσης του θερμοκηπίου.
«Πέρα από αυτό, πρέπει να δούμε αλλαγή πολιτικής σχετικά με την τιμολόγηση της ενέργειας και την απορρύθμιση των ενεργειακών αγορών», είπε ο Dennis, προσθέτοντας ότι στις αναδυόμενες αγορές, περίπου το 60% του απαραίτητου κεφαλαίου αναμένεται να προέλθει από τον ιδιωτικό τομέα. Η BlackRock προσδιορίζει τη μεικτή χρηματοδότηση ως έναν άλλο βασικό επενδυτικό μοχλό, ιδιαίτερα μεταξύ των αναδυόμενων αγορών. Η μικτή χρηματοδότηση ορίζεται ως η στρατηγική χρήση αναπτυξιακών κεφαλαίων για την κινητοποίηση πρόσθετης χρηματοδότησης προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
«Η μικτή χρηματοδότηση είναι πραγματικά κρίσιμη, όχι μόνο για το αρχικό στάδιο των έργων, αλλά για να γίνουν επενδυτικά τα [πράσινα] περιουσιακά στοιχεία στις τρέχουσες δομές χαρτοφυλακίου», είπε ο Dennis, προσθέτοντας ότι μπορεί να βοηθήσει στην αξιοποίηση τρισεκατομμυρίων κεφαλαίων από ευρύτερες κεφαλαιαγορές.
Άλλοι παράγοντες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων πράσινης χρηματοδότησης στον κόσμο περιλαμβάνουν την ανάπτυξη καλύτερων ταλέντων σε διαφορετικούς τομείς του οικοσυστήματος και τη μετατόπιση των πλαισίων κινδύνου για επενδύσεις πράσινων έργων, σύμφωνα με την BlackRock.
«Ταφόπλακα» στην πράσινη μετάβαση (και) από τη JP Morgan
Για σημαντική καθυστέρηση ή και ματαίωση των υπαρχόντων κρατικών σχεδίων για ενεργειακή μετάβαση, προειδοποιεί ο κορυφαίος αναλυτής της JP Morgan, Christyan Malek, επικαλούμενος την επιδείνωση των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας, εν μέσω γεωπολιτικής αβεβαιότητας, υψηλού πληθωρισμού και αυστηρής νομισματικής πολιτικής.
Μιλώντας στους Financial Times (FT) και αναφερόμενος σε σχετική έκθεση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας, απηύθυνε έκκληση για… «έλεγχο της πραγματικότητας» από τα κράτη, σχετικά με τη στροφή τους σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. «Ενώ ο στόχος για μηδενικές εκπομπές ρύπων είναι ακόμα μακριά, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα: οι προοπτικές έχουν αλλάξει», δήλωσε.
Η έκθεση της JP Morgan αναφέρει ότι τα υψηλότερα επιτόκια, ο πληθωρισμός και οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, ήταν όλοι παράγοντες που λειτπύργησαν αρνητικά για την πράσινη μετάβαση το 2023. Εν τω μεταξύ, η έκθεση -και η συνέντευξη του κ. Malek στους FT- συνέπεσε με μια άλλη αναφορά, αυτή του Reuters, που μεταδίδει πως αναλυτές της Rystad Energy προειδοποιούν για τις αρνητικές επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων στους κατασκευαστές αιολικής και ηλιακής ενέργειας. «Λόγω του χαρακτήρα έντασης κεφαλαίου (Capex) των ΑΠΕ, είναι εγγενώς πιο επιρρεπείς σε υψηλά επιτόκια», δήλωσε ο επικεφαλής ΑΠΕ της Rystad Energy, Vegard Wiik Volset.
Την ίδια στιγμή, η Wood Mackenzie έχει επίσης προειδοποιήσει ότι τα υψηλότερα επιτόκια έχουν αρνητική επίδραση στις επενδύσεις αιολικής και ηλιακής ενέργειας, καθώς μια αύξηση των συντελεστών κατά 2% μπορεί να ωθήσει το ισοπεδωμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για αυτές τις δύο πηγές έως και 20% υψηλότερο.
«Τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά». «Το δημόσιο χρέος είναι σημαντικά μεγαλύτερο και το γεωπολιτικό τοπίο είναι διαφορετικό. Τα 3 τρισεκ. έως 4 τρισεκ. δολάρια που θα κοστίζουν κάθε χρόνο, έρχονται σε διαφορετικό μακροοικονομικό περιβάλλον», είπε επίσης ο κ. Malek στους Financial Times.
Λόγω αυτών των προκλήσεων, προβλέπει ότι οι κυβερνήσεις θα περιορίσουν την ώθηση για μετάβαση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια, καθώς μειώνονται οι οικονομικοί τους πόροι. Οι FT αναφέρουν ως παράδειγμα την πρόσφατη απόφαση του κοινοβουλίου της Σκωτίας να εγκαταλείψει τον στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 75% έως το 2030, παραδεχόμενο ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί.