Κίνα – ΗΠΑ: Σινο-αμερικανικός ανταγωνισμός, ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος

Αλέξανδρος Καψύλης

Η Ιστορία δεν θα επαναληφθεί. Η Κίνα δεν θα γνωρίσει την τύχη που είχε η ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του μεταπολεμικού Ψυχρού Πολέμου. Δεν κινδυνεύει δηλαδή με διάλυση. Κι αυτό επειδή παρά τον κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, τις κυρώσεις, την ακραία ρητορική και τις απειλές, οι σινοαμερικανικές σχέσεις πόρρω απέχουν από τις αμερικανοσοβιετικές της δεκαετίας του 1950, που ήταν εξάλλου ανύπαρκτες. Στην εποχή μας οι σινοαμερικανικές οικονομικές διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις Ουάσιγκτον και Πεκίνου μοιάζουν με Γόρδιο Δεσμό, που μόνο με το σπαθί ενός Μεγαλέξανδρου θα μπορούσαν να κοπούν. Κάτι που θα ήταν καταστροφικό για αμφότερες τις σύγχρονες υπερδυνάμεις του πλανήτη.

Αυτή είναι η θέση που υποστηρίζει σε έκτακτη μελέτη του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Μια έρευνα με τον τίτλο «Αλλάζοντας τους Διεθνείς Συσχετισμούς: Ένας Νέος Ψυχρός Πόλεμος;», που υπογράφουν δύο κορυφαία στελέχη του διεθνούς οργανισμού, η βοηθός γενική γραμματέας Τζίτα Γκοπινάθ και ο επικεφαλής οικονομολόγος Πιερ-Ολιβιέ Γκουρενσάς.

Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι στην έρευνά τους οι Γκοπινάθ και Γκουρενσά συμπεριλαμβάνουν και τον παράγοντα «Ρωσία», θεωρώντας ότι μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία Μόσχα και Πεκίνο ήλθαν de facto πιο κοντά και οικονομικά και γεωπολιτικά, βοηθούσης ασφαλώς της προϋπάρχουσας εδώ και μια δεκαετία σχεδόν σινοαμερικανικής καχυποψίας που συν τω χρόνω εξελίχθηκε σε ανοικτό πόλεμο με εμπορικές κυρώσεις και εκατέρωθεν δασμολογήσεις ή και απαγορεύσεις στις εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων και τεχνολογίας από και προς τον αντίπαλο.

Ένας κόσμος κομμένος στα δύο

Οι συγγραφείς της μελέτης συμφωνούν ότι τα δύο αντίπαλα μπλοκ του καιρού μας, η Κίνα και η Ρωσία από τη μια πλευρά και οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Δυτικοί σύμμαχοί τους από την άλλη, αναβιώνουν τις μνήμες του Ψυχρού Πολέμου της δεκαετίας του 1950.

Παρενθετικά παρατηρεί κανείς ότι στην έκθεση δεν γίνεται αναφορά στην Ινδία, που συνιστά μια αδιαμφισβήτητη οικονομική, γεωπολιτική δύναμη με πληθυσμό που έχει ξεπεράσει ακόμα και την Κίνα (1,4 δισεκατομμύρια). Οι συγραφείς αποφεύγουν να την κατατάξουν είτε στο ένα είτε στο άλλο μπλοκ (παρά τη σύσφιγξη των ινδο-ρωσικών οικονομικών σχέσεων μετά τον πόλεμο), ίσως λόγω της ινδικής καταγωγής της Γκίτα Γκοπινάθ.

Τοποθετώντας ιστορικά και περιγράφοντας τον Ψυχρό Πόλεμο οι Γκοπινάθ και Γκουρενσάς σημειώνουν ότι «αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ προς τις κομμουνιστικές χώρες εντάθηκε με την επιβολή υψηλών δασμών, τη διενέργεια ελέγχων στις εξαγωγές κυρίως σε στρατιωτικά και στρατηγικής σημασίας προϊόντα και με την επιβολή ειδικών κυρώσεων συμπεριλαμβανομένου του πλήρους εμπορικού εμπάργκο που κήρυξε η αμερικανική κυβέρνηση κατά της Βόρειας Κορέας και της Κίνας».

Το αποτέλεσμα ήταν οι εμπορικές συναλλαγές των ΗΠΑ και των συμμάχων τους με τις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ να συρρικνώνονται διαρκώς και να φτάσουν από το περίπου 25% του συνόλου των εμπορικών συναλλαγών της Δύσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο περίπου 10% στα τέλη του 1989, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου.

«Οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αν και θυμίζουν την πρόσφατη μεταπολεμική Ιστορία, δεν θα οδηγήσουν στις ίδιες συνέπειες», εκτιμούν οι ερευνητές του ΔΝΤ. «Δεν πρέπει να περιμένουμε ότι η παγκόσμια οικονομία θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, όπως κατά την αντίθεση των δυτικών δημοκρατιών με τον κομμουνιστικό κόσμο υπό την κυριαρχία της ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1950. Σήμερα, η δυναμική είναι διαφορετική και ο κατακερματισμός των παγκόσμιων εμπορικών σχέσεων θα πρέπει να είναι μικρότερος», εξηγούν.

Οι αλυσίδες που παράγουν αξία

Ο σημερινός κόσμος είναι θεμελιωδώς διαφορετικός από εκείνον πριν από την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου (1947-1952), το παγκόσμιο εμπόριο μεταποιημένων προϊόντων αντιστοιχούσε μόνο στο 12% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Την τελευταία πενταετία (2019-2023), το ποσοστό ήταν γύρω στο 44%.
Από την άλλη πλευρά, την πρώτη πενταετία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το εμπόριο πρώτων υλών αντιπροσώπευε σε όγκο περισσότερο από το 40% του συνολικού διεθνούς εμπορίου εκείνη την εποχή. Τώρα αντιπροσωπεύει μόνο το 14% των διασυνοριακών ροών αγαθών.

Αυτό αντανακλά την αύξηση των ανταλλαγών ενδιάμεσων και τελικών αγαθών που συνδέονται με τις αλυσίδες παραγωγής αξίας που δημιουργούν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Η οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των χωρών είναι πολύ μεγαλύτερη σήμερα. Ταυτόχρονα το κόστος του εμπορίου έχει μειωθεί σημαντικά για λόγους όπως η μεγάλη μείωση των δασμών ή η θεαματική βελτίωση και πρόοδο των τεχνολογιών στις θαλάσσιες μεταφορές.

«Σήμερα, η παραγωγή μοιράζεται γεωγραφικά και συντελείται μέσα από πολύ πιο περίπλοκες παγκόσμιες αλυσίδες αξίας από όσο πριν από εβδομήντα χρόνια», υπογραμμίζουν οι συγγραφείς της έρευνας.

Ο ρόλος των «Αδεσμεύτων»

Σημαντικός για τη διαδικασία διεξαγωγής του διεθνούς εμπορίου στις μέρες μας είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν οι λεγόμενες αδέσμευτες οικονομίες, επισημαίνουν η Τζίτα Γκοπινάθ και ο Πιερ-Ολιβιέ Γκουρενσάς. Εν προκειμένω εκμεταλλεύονται την σινοαμερικανική διαμάχη παίζοντας ένα ρόλο μεσάζοντα.

«Τη δεκαετία του 1950, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το εμπόριο με τις αδέσμευτες οικονομίες είχε μειωθεί κατά περίπου 40%», παρατηρούν. Η κάμψη δηλαδή του διεθνούς εμπορίου μεταξύ των αντιμαχόμενων μπλοκ Ανατολής και Δύσης επηρέαζαν και τις τρίτες χώρες.

Σήμερα οι αμερικανικές εισαγωγές από την Κίνα έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, προς όφελος όμως άλλων αγορών. Έχουν αντικαταστασθεί από εισαγωγές από το Μεξικό, τον Καναδά άλλες ασιατικές χώρες, ιδίως από το Βιετνάμ.

Αλλά και το Πεκίνο δεν θεωρεί τον εαυτό του αποκλεισμένο από την αμερικανική αγορά. Η Κίνα παρακάμπτει τις τελωνειακές κυρώσεις των ΗΠΑ χάρη στις άμεσες ξένες επενδύσεις από τις ίδιες αδέσμευτες, τρίτες χώρες, με τις οποίες έχει επίσης αναπτύξει στενούς εμπορικούς δεσμούς.

«Υπάρχει μια ευθεία σχέση μεταξύ της αύξησης της κινεζικής παρουσίας σε μια χώρα – μιας σχέσης που μετριέται είτε από τις εξαγωγές είτε με τις νέες επενδύσεις που ανακοινώθηκαν στη χώρα αυτή – και της αύξησης των εξαγωγών της συγκεκριμένης χώρας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρει η μελέτη.

Ο αδύνατος προστατευτισμός

Αυτή η παρατήρηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προ δεκαετιών εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου. Ρόλο μεσάζοντα οι τρίτες, ουδέτερες και αμέτοχες στην κεντρική εμπορική και γεωπολιτική διαμάχη χώρες δεν έπαιζαν. Οι πολιτικά αδέσμευτες οικονομίες της εποχής δεν παρενέβησαν για να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού μπλοκ.

«Στο τρέχον στάδιο η έκταση του οικονομικού και εμπορικού κατακερματισμού παραμένει σχετικά χαμηλή. Η εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου με την εμπορική αποσύνδεση των αντίπαλων γεωπολιτικών μπλοκ υποδηλώνει ότι θα μπορούσε, ωστόσο, να επιδεινωθεί σημαντικά και σήμερα και να περιοριστούν ο όγκος και η αξία του διεθνούς εμπορίου, εάν επιμείνουν οι γεωπολιτικές εντάσεις και ενταθούν οι περιοριστικές εμπορικές πολιτικές», προειδοποιούν οι Τζίτα Γκοπινάθ και Πιερ-Ολιβιέ Γκουρενσάς.

«Ένα πράγμα φαίνεται σίγουρο στα μάτια τους: όσο περισσότερες διασυνοριακές εμπορικές ροές διέρχονται από ενδιάμεσες χώρες, τόσο λιγότερο αποτελεσματικές είναι οι πολιτικές προστατευτισμού, όπως ο περιορισμός των εξαγωγών και η αύξηση των δασμών, που ευνοούν τον οικονομικό και οικονομικό κατακερματισμό του πλανήτη», συνοψίζει ο Ρισάρ Ιό που αναλύει την έκθεση του ΔΝΤ στη γαλλική οικονομική εφημερίδα «Les Echos».

Σε κάθε περίπτωση, όσοι εργαλειοποιούν το διεθνές εμπόριο μετατρέποντάς το σε διπλωματικό όπλο, καλό θα είναι να έχουν κατά νου τη διάσημη ρήση του αμερικανού προέδρου Αβραάμ Λίνκολν: «Τα σύνορα που δεν τα διαπερνούν εμπορεύματα, τα διασχίζουν στρατεύματα».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.