Μπορεί να λέγονται πολλά για τον πόλεμο της Ουκρανίας, αλλά δεν πρέπει να αποκλείουμε την πιθανότητα να τελειώσει με έναν εντελώς απροσδόκητο τρόπο – με μία συμφωνία της Ουκρανίας με τη Ρωσία, χωρίς καμία δυτική εμπλοκή.
Πόσο μάλλον όταν οι ΗΠΑ έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα, αρνούμενες την περαιτέρω οικονομική της στήριξη – ενώ ο πόλεμος της Γάζας και η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, τους είναι πλέον πιο σημαντικά, από τη μοίρα της Ουκρανίας.
Με δεδομένο δε το ότι, ο πιθανότερος επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι ο D. Trump, μία δική του συμφωνία συμβιβασμού με τη Ρωσία θα ήταν χειρότερη για τους Ουκρανούς, από κάποια που θα πετύχαιναν μόνοι τους – ενώ δεν μπορούν να περιμένουν πολλά από τις δηλώσεις αλληλεγγύης της ΕΕ, εκτός από μεγάλα και κενά λόγια.
Βέβαια, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο από μία κυβέρνηση, στην οποία δεν θα συμμετείχε ο Zelensky – οπότε, εάν ακολουθούσε κάτι ανάλογο, θα ξεκινούσαν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και όλα θα εξελίσσονταν πολύ γρήγορα. Κανένας πάντως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να υπάρχουν ήδη μυστικές συζητήσεις – με κριτήριο τις τακτικές επαφές μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών στρατιωτών, χωρίς τις οποίες οι πολλές ανταλλαγές αιχμαλώτων και ο εκπληκτικά χαμηλός αριθμός θανάτων αμάχων, θα ήταν αδιανόητα.
Από την άλλη πλευρά είναι αναμενόμενο ότι, ο Putin θα αντιδρούσε συγκαταβατικά στην ενδεχόμενη προθυμία της Ουκρανίας να συνομιλήσει με τη Ρωσία – αφού δεν θα θέλει να ταπεινώσει τη χώρα, ούτε τον εξυπηρετεί κάτι τέτοιο. Όπως φαίνεται, οι βασικοί του στόχοι θα ήταν να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας σε μία δυτική συμμαχία όπως το ΝΑΤΟ, να εξασφαλίσει την πρόσβαση της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς επίσης να διασφαλίσει πως η ρωσική επιρροή στη χώρα θα παραμείνει ισχυρή.
Για να τα πετύχει όμως, χρειάζεται τη συνεργασία μεγάλων τμημάτων του ουκρανικού πληθυσμού – η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη βία, ενώ η Ρωσία δεν έχει πληθυσμιακά τη δυνατότητα ούτε να κατακτήσει την Ουκρανία, ούτε να διατηρήσει δυνάμεις κατοχής. Ως εκ τούτου, ο Putin θα αναγκασθεί να προβεί σε παραχωρήσεις – τις οποίες κανένας δεν είναι σε θέση να υποθέσει.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ήδη ξεκάθαρο πως ότι και αν συμβεί, τότε η Δύση, οι ΗΠΑ επίσης, δεν θα διαδραμάτιζαν κανένα ρόλο. Αντίθετα, η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά θα σταματούσε – ενώ η Ουκρανία, η Γεωργία, η Μολδαβία, καθώς επίσης η Μαύρη Θάλασσα, θα επέστρεφαν στη ρωσική ζώνη επιρροής.
Εκτός αυτού η αποχώρηση των ΗΠΑ από αυτές τις περιοχές, όπως άλλωστε από πολλές άλλες στο παρελθόν, θα συνοδευόταν από χειροκροτήματα εκ μέρους του «Παγκοσμίου Νότου» – ενώ θα εγκαινίαζε μία νέα εποχή στον πλανήτη.
Εν τούτοις, τίποτα από όλα αυτά δεν θα έφερνε την ειρήνη στην Ευρώπη – μία ειρήνη που τα κράτη της ΕΕ χρειάζονται περισσότερο από τη Ρωσία. Ακόμη χειρότερα, δεν έχει υπάρξει ακόμη η παραμικρή ένδειξη προβληματισμού εντός της ΕΕ ή μεταξύ των κρατών μελών της, σχετικά με το πώς θα μπορούσε να μοιάζει, καθώς επίσης να επιτευχθεί η πανευρωπαϊκή ειρήνη – αλλά μόνο ανόητες «πολεμικές ιαχές» εκ μέρους ορισμένων κρατών, όπως η Γαλλία. Όμως, τέτοιοι προβληματισμοί θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα – αφού διαφορετικά η ΕΕ θα μπορούσε να καταρρεύσει.
Η ρωσική οικονομία
Ειδικά όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της Ρωσίας, είναι πολύ καλύτερη από αυτήν που προβλεπόταν – παρά τις 19.000 περίπου διαφορετικές κυρώσεις που της επιβλήθηκαν (πηγή), ενώ μόνο η ΕΕ από μόνη της έχει υιοθετήσει 13 πακέτα κυρώσεων που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τομέων (απαγόρευση δανεισμού σε ευρώ, αποκλεισμός πολλών ρωσικών τραπεζών από συναλλαγές πληρωμών SWIFT, περιορισμούς εξαγωγών σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, μηχανημάτων και εξοπλισμού, εμπάργκο εισαγωγής ρωσικού αργού πετρελαίου, πάγωμα των συναλλαγματικών αποθεμάτων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, καθώς επίσης των περιουσιακών στοιχείων Ρώσων πολιτικών και Ολιγαρχών, κλείδωμα λογαριασμών ρωσικών προσωπικοτήτων, απαγόρευση των μέσων ενημέρωσης της στην ΕΕ κλπ.).
Εν προκειμένω, ένας από τους λίγους που είχαν προβλέψει ότι, δεν θα κατέρρεε οικονομικά η χώρα, ήταν ο Αμερικανός οικονομολόγος James Galbraith (πηγή) – ο οποίος πολύ σωστά υποστήριξε πως μία μεγάλη και σχετικά προηγμένη τεχνολογικά οικονομία, όπως αυτή της Ρωσίας, μπορεί πραγματικά να ωφεληθεί από την αποσύνδεση της από τη Δύση και από την απόσυρση των δυτικών εταιριών. Εύλογα, αφού κάτι τέτοιο θα προσέφερε στις ρωσικές εταιρίες νέες ευκαιρίες στην αγορά που δεν υπήρχαν πριν – όπως τελικά συνέβη.
Υπήρξε βέβαια ένα σοκ στη ρωσική οικονομία τους δύο πρώτους μήνες, το ρούβλι υποτιμήθηκε μαζικά, οι εισαγωγές σταμάτησαν και κλάδοι όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, στους οποίους κυριαρχούσε το δυτικό κεφάλαιο, σχεδόν κατέρρευσαν – ενώ ακόμη και σήμερα οι επιπτώσεις των κυρώσεων εξακολουθούν να γίνονται αισθητές σε μεμονωμένους τομείς.
Για παράδειγμα, η Ρωσία δεν διαθέτει ανταλλακτικά για δυτικά αεροσκάφη ή για stent που χρειάζονται για εγχειρήσεις καρδιάς – ενώ το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο ifo ανέφερε μεν πως συνεχίζει να λαμβάνει μόνο το 37% των προϊόντων που εισήγαγε, απευθείας από την ΕΕ (πηγή), αλλά ένα μεγάλο μέρος από αυτά εισάγονται μέσω άλλων κρατών.
Όσον αφορά τις ενεργειακές κυρώσεις, το εμπάργκο της ΕΕ στο ρωσικό πετρέλαιο και το ανώτατο όριο τιμών για παραδόσεις σε τρίτες χώρες, είχαν μεν αξιοσημείωτα αποτελέσματα στους πρώτους μήνες, αλλά η Ρωσία κατάφερε να ανακατευθύνει τις εξαγωγές πετρελαίου προς την Ασία, ιδίως προς την Κίνα και την Ινδία – αν και με χαμηλότερες τιμές πώλησης που μείωσαν τα κρατικά της έσοδα (πηγή).
Εν τούτοις, παρά τις δυτικές αυτές επιτυχίες, η ρωσική οικονομία δεν κατέρρευσε – ενώ ακόμη και οι εξαγωγές φυσικού αερίου συνεχίσθηκαν προς τη Δύση, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου κατά την εννεάμηνη περίοδο Ιούνιος 2023/Φεβρουάριος 2024, οι εισαγωγές ρωσικού αερίου μέσω αγωγών και LNG της Ελλάδας ξεπέρασαν κατά τουλάχιστον 30% αυτές της αντίστοιχης εννεάμηνης περιόδου Ιούνιος 2021/ Φεβρουάριος 2022, πριν από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία (γράφημα).
Το αρχικό σοκ λοιπόν αποδείχθηκε βραχύβιο – ενώ έκτοτε η οικονομία της χώρας ευρίσκεται ξανά σε πορεία ανάκαμψης. Το 2022, το ΑΕΠ της Ρωσίας μειώθηκε μόλις κατά 1,2% – ενώ το 2023 ανέκαμψε, με το ρυθμό ανάκαμψης στο 3,6%. Δεν υπάρχει δε καμία αμφιβολία για την αξιοπιστία αυτών των στοιχείων – αφού επιβεβαιώνονται, μεταξύ άλλων, από ανεξάρτητες εκτιμήσεις που βασίζονται στο Google Trends. Οι εκτιμήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Μελετών της Βιέννης – έχοντας καταλήξει σε δεδομένα, παρόμοια με τα επίσημα ρωσικά στατιστικά στοιχεία.
Η στρατιωτική πλευρά
Συνεχίζοντας, η Ρωσία έχει ακόμη αρκετά χρήματα για να αυξήσει την παραγωγή όπλων και να συνεχίσει τον πόλεμο – ενώ είναι δυστυχώς πρόθυμη να χρησιμοποιήσει πυρηνικά, εάν υπάρξει σοβαρή απειλή από μία εμπλοκή του ΝΑΤΟ. Όσον αφορά δε τα κρίσιμα εξαρτήματα, όπως τα τσιπ ημιαγωγών, εισάγονται μέσω τρίτων χωρών – όπως η Κίνα ή το Χονγκ Κονγκ.
Οι χώρες του «Παγκοσμίου Νότου» δε, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας, της Τουρκίας, του Καζακστάν, της Αρμενίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, δεν έχουν ενταχθεί στις δυτικές κυρώσεις – ενώ λειτουργούν ως σημαντικοί κόμβοι για τη μεταπώληση δυτικών αγαθών (συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων), στη Ρωσία. Η Κίνα προμηθεύει όλο και περισσότερο τη χώρα με αυτοκίνητα δικής της παραγωγής, έχοντας πλέον μερίδιο αγοράς άνω του 50% – ενώ έχει το 45% των ρωσικών εισαγωγών και το 28% των εξαγωγών, όταν πριν από τον πόλεμο ήταν 27% και 13% αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά, οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν μετατραπεί στην πιο σημαντική κινητήρια δύναμη ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας, όπως είχαμε προβλέψει – όπου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του φινλανδικού ινστιτούτου οικονομικής έρευνας BOFIT, συνέβαλαν το 2023 κατά 60% στην αύξηση της παραγωγής στη μεταποιητική βιομηχανία και κατά 40% στην οικονομική ανάπτυξη.
Εύλογα, αφού οι αμυντικές εταιρίες επωφελούνται αφενός μεν από τις γενναιόδωρες κρατικές παραγγελίες, αφετέρου από τους ειδικούς όρους δανεισμού – σε αντίθεση με αυτές που δραστηριοποιούνται στην πολιτική παραγωγή.
Η έκρηξη τώρα στην παραγωγή όπλων, ωφελεί έμμεσα πολλούς άλλους τομείς – όπως στο παράδειγμα του διπλασιασμού των μισθών στον αμυντικό τομέα που είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο των μέσων πραγματικών μισθών (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού) κατά 7,8% το 2023, οπότε επωφελήθηκαν το λιανικό εμπόριο, η εστίαση κοκ.
Με το ποσοστό ανεργίας δε στο ιστορικό χαμηλό του 2,9%, θα δημιουργηθούν κίνητρα για επενδύσεις σε τεχνολογίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας – επιτρέποντας έτσι τη βιώσιμη αύξηση των μισθών. Παρεμπιπτόντως εδώ, αντί να κάνει η Ελλάδα το ίδιο, η κυβέρνηση επέλεξε την εισαγωγή φθηνών αλλοδαπών – κάτι που υπερβαίνει τα όρια της ανοησίας.
Εν προκειμένω, η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων στη Ρωσία, θα οδηγήσει με τη σειρά της στην άνοδο της ζήτησης, οπότε σε περαιτέρω επενδύσεις – προκαλώντας έναν ανοδικό κύκλο αυξανομένων επενδύσεων και εισοδημάτων, παρόμοιο με αυτόν στη Δυτική Ευρώπη τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όπου υπήρχε επίσης έλλειψη εργατικού δυναμικού (πηγή).
Έτσι η έλλειψη εργατικού δυναμικού δημιουργεί ευκαιρίες, όταν μία χώρα δρομολογεί μία σωστή μακροοικονομική πολιτική, προς όφελος των Πολιτών της – όχι των ολιγαρχικών ελίτ που επιλέγουν τη μείωση των εξόδων και την αύξηση των κερδών τους, με την εισαγωγή φθηνών εργαζομένων.
Οι κυρώσεις
Περαιτέρω, η τρέχουσα αναπτυξιακή πορεία της ρωσικής οικονομίας θα μπορούσε να έχει διάρκεια – ενώ το σίγουρο είναι πως η κυβέρνηση της χώρας είναι απίθανο να αντιμετωπίσει σύντομα οικονομικά προβλήματα που θα την εμπόδιζαν να συνεχίσει τον πόλεμο.
Πόσο μάλλον όταν, παρά τις σχετικά υψηλές πολεμικές δαπάνες που αναμένεται να φτάσουν στο 6% του ΑΕΠ το 2024, τα δημοσιονομικά ελλείμματα παρέμειναν αρκετά χαμηλά, στο 2% του ΑΕΠ τα τελευταία δύο χρόνια – οπότε μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τα αποθεματικά του κράτους (=το κρατικό ταμείο προνοίας) ή με δανεισμό από τις εγχώριες τράπεζες.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα είναι λιγότερο το πόσον καιρό η οικονομία μπορεί να συνεχίσει να υποστηρίζει τον πόλεμο και πολύ περισσότερο τι θα συμβεί, εάν ο πόλεμος τελειώσει – αφού η οικονομία έχει πλέον συνηθίσει στη δημοσιονομική τόνωση που σχετίζεται με τον πόλεμο και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα σοκ από την πλευρά της ζήτησης, εάν δεν χρειάζονται πλέον εξοπλισμοί στον ίδιο βαθμό.
Η ανθεκτικότητα λοιπόν της ρωσικής οικονομίας στις κυρώσεις, έχει οδηγήσει τις δυτικές κυβερνήσεις σε αδιέξοδο. – αφού η διάλυση των οικονομικών δεσμών με τη Δύση τα τελευταία δύο χρόνια, έκανε τη ρωσική οικονομία ακόμη πιο ανθεκτική σε περαιτέρω κυρώσεις από ό,τι πριν από τον πόλεμο. Κάτι ανάλογο είχε άλλωστε συμβεί και το 2014, με τις πρώτες κυρώσεις – όπου είχαν ως αποτέλεσμα να ανακτήσει η χώρα την τροφική της επάρκεια και να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν ότι, οι κυρώσεις δεν έχουν μόνο οικονομική αλλά και πολιτική διάσταση. Ειδικότερα, σε πολλές περιπτώσεις έχουν μια «αντιπαραγωγική» παρενέργεια: ενισχύεται η υποστήριξη του πληθυσμού προς την κυβέρνηση της χώρας που υπόκεινται σε κυρώσεις, γεγονός που καθιστά λιγότερο πιθανή την αλλαγή πορείας.
Αυτό το αποτέλεσμα συμβαίνει, όταν οι κυρώσεις θεωρούνται ως μια εχθρική στάση εναντίον της χώρας στο σύνολό της (=συγκέντρωση γύρω από τη σημαία) – όπως συμβαίνει σήμερα με τη Ρωσία, σύμφωνα με έρευνα του διάσημου «Levada Center» που λειτουργεί ανεξάρτητα από τη ρωσική κυβέρνηση.
Η μοναδική λύση της ΕΕ θα ήταν η αλλαγή πορείας πριν ξεκινήσουν οι συζητήσεις της Ουκρανίας με τη Ρωσία – οι διαπραγματεύσεις, με στόχο το τέλος του πολέμου και την οικοδόμηση μίας βιώσιμης αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη, όσο και αν κατηγορεί εύλογα κανείς τη Ρωσία, για την παράνομη εισβολή της στην Ουκρανία.
Αυτό προστάζει η realpolitik – την οποία φαίνεται πως έχει ξεχάσει η ΕΕ, υπηρετώντας μονομερώς τα συμφέροντα του βαθέως κράτους, του στρατιωτικού/βιομηχανικού συμπλέγματος δηλαδή των ΗΠΑ.