Οι πρωτόγνωρες αγροτικές κινητοποιήσεις στο σύνολο της ΕΕ βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Για τις χώρες του Νότου ήταν λίγο ως πολύ αναμενόμενες λόγω των ανισοτήτων στις ρυθμίσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Οι κινητοποιήσεις στις χώρες του Βορρά, όμως, προκαλούν στους μη μυημένους έκπληξη. Τα αγροτικά συλλαλητήρια στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, στις πρωτεύουσες δηλαδή του πάλαι ποτέ ισχυρού γερμανο-γαλλικού άξονα, αλλά και στο κέντρο της ανέλεγκτης κοινοτικής γραφειοκρατικής, έχουν βασικό αίτημα την ανάκληση των αποφάσεων για την περικοπή της επιδότησης του αγροτικού πετρελαίου και την αντιμετώπιση των ισχυρών αυξήσεων του κόστους παραγωγής.
Οι εν λόγω κινητοποιήσεις καταδεικνύουν το τεράστιο αγροτικό πρόβλημα που αφορά πλέον όλη την Ευρώπη. Ο πυρήνας των προβλημάτων πέραν των επιμέρους ανισοτήτων εντός της ΕΕ είναι συνέπεια των πολιτικών της πράσινης μετάβασης από την ηγεσία της ΕΕ, η οποία σαν Δον Κιχώτης επιχειρεί να πρωτοστατήσει μονομερώς. Λειτουργεί στην πράξη σαν χρήσιμος ηλίθιος της ιστορίας στους περιβαλλοντικούς περιορισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο, την ώρα που δεν εξασφαλίζεται ουδεμία συνεννόηση με τους άλλους ανταγωνιστικούς παγκόσμιους πόλους (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Αφρική).
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δυσμενή θέση των παραγόμενων ευρωπαϊκών προϊόντων έναντι των ισχυρών ανταγωνιστών τους στους υπόλοιπους πλανητικούς πόλους, που τα παράγουν με χαμηλό κόστος παραγωγής. Πέραν του γεγονότος ότι πίσω από τις πολιτικές της λεγόμενης πράσινης μετάβασης κρύβονται τεράστια ολιγοπωλιακά συμφέροντα που τις προωθούν με τη χρυσόσκονη της οικολογικής συνείδησης, οι βίαιες αυτές πολιτικές πλήττουν ισχυρά την αγροτική παραγωγή και τη βιωσιμότητα των αγροτών, καθώς και την συνολική διατροφική επάρκεια της ΕΕ και των επιμέρους χωρών της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η λεγόμενη πράσινη συμφωνία (Green Deal) δεν αποτελεί μια ευρύτερη δεσμευτική συμφωνία, αλλά είναι απλά μονομερής ευρωπαϊκή πολιτική δήλωση της ΕΕ για κλιματική ουδετερότητα ως το 2050. Βάσει, δε, αυτής της μονομερούς δηλώσεως έχουν ήδη αρχίσει ισχυρές παρεμβάσεις προς την κατάργηση των επιδοτήσεων στο αγροτικό πετρέλαιο, την αύξηση της φορολογίας των καυσίμων, που σε συνδυασμό με την αύξηση των φόρων και του πληθωρισμού με άμεσες επιπτώσεις στον αγροτικό κόσμο και συνολικά σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας.
Πρόκειται για μια πολιτική αυτοχειριασμού της ΕΕ, αφού στον ρευστό διαμορφούμενο πολυπολικό κόσμο από τη μία αδυνατεί να αποκτήσει ισχυρό γεωπολιτικό αποτύπωμα και από την άλλη πλήττει ακατανόητα τον πρωτογενή της τομέα και την ανταγωνιστικότητα της στην οικονομία. Αυτό θα έχει δραματικές επιπτώσεις στη συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών και στην ήδη ισχνή πολιτική νομιμοποίηση της ηγεσίας της ΕΕ.
Θηλιά στον λαιμό του αγροτικού κόσμου
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους λόγω της προηγηθείσας κρίσης των δομημένων ομολόγων, του covid-19 και του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, τις συνέπειες του οποίου φαίνεται ότι θα απορροφήσει μέχρι το μεδούλι μόνο η ΕΕ, αποτελούν τη θηλιά γύρω από τον λαιμό των Ευρωπαίων αγροτών. Πρόκειται συνεπώς για αγώνα επιβίωσης της ευρωπαϊκής αγροτικής τάξης και για τούτο αυτός λαμβάνει αυτά τα σκληρά χαρακτηριστικά, αφού δεν υπάρχουν περιθώρια επιφανειακών διευθετήσεων.
Αν οι σκληρές συνθήκες για τον αγροτικό κόσμο πλήττουν τις χώρες του Βορρά γίνεται αντιληπτό πόσο τραγική είναι η κατάσταση στην ελληνική αγροτική τάξη που αποτελεί διαχρονικά τον πυλώνα της αναιμικής ελληνικής οικονομίας και της περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας. Ο μνημονιακός “οδοστρωτήρας” είχε δραματικές επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα, παγιώνοντας τις συνθήκες της οξύτατης “νεοκολληγοποίησης” της πλειοψηφίας της αγροτικής τάξης. Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής γης είναι υποθηκευμένο στις “ορέξεις” των σύγχρονων “μεγαλοτσιφλικάδων”, δηλαδή των συστημικών τραπεζών, χωρίς κανένας να έχει ασχοληθεί με ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της νεότερης Ελλάδας, αυτό της πώλησης αντί πινακίου φακής της Αγροτικής Τράπεζας.
Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες “ανοιξιάτικες λιακάδες” στον σκληρό αγώνα επιβίωσης της αγροτικής τάξης, κυρίως στην δεκαετία του 1980, το αγροτικό ζήτημα καταδεικνύει –περισσότερο από οτιδήποτε άλλο– τις έντονες στρεβλώσεις του ελληνικού περιφερειακού καπιταλιστικού συστήματος, με την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής οραματικής εθνικής αγροτικής ανάπτυξης, σε όλη την περίοδο από την σύσταση του ελληνικού κράτους.
Διαφορετικά, δεν θα είχαμε το λεγόμενο “ελληνικό αγροτικό παράδοξο”, μια κατεξοχήν αγροτική χώρα, η Ελλάδα, να είναι ελλειμματική στο αγροτικό ισοζύγιο, με ετήσιο έλλειμμα, που αγγίζει πλέον τα 7 δισ. ευρώ(!), καταδεικνύοντας τις εγκληματικές πολιτικές της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και του πολιτικού προσωπικού, που κυβέρνησε την χώρα διαχρονικά, έναντι της αγροτικής τάξης και της ανάπτυξης του πρωτογενούς οικονομικού τομέα.
Οι βαριές ευθύνες του πολιτικού κόσμου
Ειδικότερα, οι ευθύνες των μνημονιακών κυβερνήσεων είναι τεράστιες, αγγίζοντας τα όρια του “εθνικού εγκλήματος”, αφού δεν έκαναν, έστω και σ’ αυτή την ιστορικά καταστροφική φάση για την Ελλάδα, το αυτονόητο εθνικό καθήκον για την ελληνική οικονομία και την σωτηρία του λαού: Να ενισχύσουν στοχευμένα τον πρωτογενή αγροτικό τομέα, δημιουργώντας συνθήκες καταπολέμησης της τρομακτικής ανεργίας, με ανάπτυξη μικρομεσαίων ανταγωνιστικών βιομηχανιών διατροφικών προϊόντων, με πρώτο στόχο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του ελληνικού λαού και την μείωση του αγροτικού ελλείμματος. Αντ’ αυτού, έχουμε φτάσει στο σημείο να εισάγονται σχεδόν όλα τα αγροτικά προϊόντα.
Αντί να ενισχυθεί στοχευμένα ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας μέσα από οικονομικό σχεδιασμό, έτσι ώστε να είναι σε θέση να είναι ανταγωνιστικός και να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του ελληνικού λαού, ουδεμία σοβαρή μέριμνα υπήρξε επ’ αυτού από το εξαρτημένο και ελλιποβαρές πολιτικό προσωπικό εξουσίας των τελευταίων δεκαετιών. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε δραματικά και από την καταστροφή τον Σεπτέμβριο του θεσσαλικού κάμπου. Αντί μάλιστα αυτή η καταστροφή να μετατραπεί σε ευκαιρία για μια ολιστική παραγωγική ανασυγκρότηση επικρατούν δυστυχώς οι πελατειακές μικροπολιτικές της κυβέρνησης.
Η ΝΔ φέρει βαρύτατο ιστορικό βάρος για την μη αλλαγή του οικονομικού προτύπου της χώρας από τον διάχυτο παρασιτισμό που έχει καλύψει τα πάντα, αφού έχει ψαλιδίσει ήδη μεγάλο μέρος των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ενώ οι πόροι του θα έπρεπε να οδηγηθούν στη δημιουργία ανταγωνιστικών δομών της χώρας και ενός άλλου οικονομικού προτύπου, διοχετεύονται στα διαπλεκόμενα κανάλια της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας, γιγαντώνοντας περαιτέρω τον καταστρεπτικό παρασιτισμό στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας της ακολουθούμενης ανερμάτιστης οικονομικής πολιτικής η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει απωλέσει πλέον του 30% του ζωικού κεφαλαίου της.
Ο αγροτικός ευρωπαϊκός πυρετός ξεπερνά τα αμιγώς προβλήματα της αγροτικής τάξης, εμπεριέχοντας στοιχεία συνολικής κοινωνικής αμφισβήτησης, απέναντι στις συνέπειες των λανθασμένων επιλογών της ευρωπαϊκής ηγεσίας στο σημερινό πολυπολικό κόσμο. Η πρωτοφανής αυτή αδυναμία ισχυροποίησης της ΕΕ και η έλλειψη προνοητικότητας απέναντι στους μεγάλους κοινωνικούς κλυδωνισμούς, που επιφέρει η νεοφιλελεύθερη και αναποτελεσματική οικονομική πολιτική, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει περαιτέρω τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής alt-right. Η λεγόμενη αντισυστημική ψήφος κατά κανόνα θα κατευθυνθεί προς τη “Νέα Δεξιά”. Πιθανότατα θα αμφισβητήσει στη συνέχεια εν συνόλω το προβληματικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα.