Η εκατονταετία από την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας, την 29η Οκτωβρίου 2023, θα συγκέντρωνε υπό φυσιολογικές συνθήκες το έντονο ενδιαφέρον της τουρκικής πολιτείας και κοινωνίας των πολιτών.
Θα ανέμενε κανείς τη διεξαγωγή συνεδρίων και άλλων εκδηλώσεων με τη συμμετοχή κρατικών αξιωματούχων και εκπροσώπων της πνευματικής ηγεσίας της χώρας, με σκοπό την ανάδειξη των επιτευγμάτων αλλά και των αστοχιών του τελευταίου αιώνα και την προαγωγή ενός διαλόγου για το πού θα έπρεπε να στοχεύει η Τουρκία κατά τον δεύτερο αιώνα από την ίδρυσή της.
Αντ’ αυτού επικρατεί ως επί το πλείστον σιωπή. Είναι πρωτοφανής η αδιαφορία των υπό κυβερνητικό έλεγχο κρατικών και ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης. Οι υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης μητροπολιτικοί δήμοι προσπαθούν να κινηθούν αντιθέτως προς το ρεύμα.
Το ηθικό, ωστόσο, των αντιπολιτευομένων είναι πλέον επηρεασμένο από το οδυνηρό για την αντιπολίτευση αποτέλεσμα των διπλών προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του Μαΐου και τις μάλλον δυσοίωνες προοπτικές των δημοτικών εκλογών οι οποίες αναμένεται να διεξαχθούν τον Μάρτιο του 2024.
Πώς ερμηνεύονται η σιωπή και η αδιαφορία;
Ο χαρακτήρας και τα επιτεύγματα της Δημοκρατίας της Τουρκίας δεν απολαμβάνουν πλέον καθολικής αποδοχής και συναίνεσης. Αντιθέτως έχουν καταστεί πλέον «σημείον αντιλεγόμενον».
Ως πρώτη μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν να απομακρύνουν την Τουρκία από το οθωμανικό της παρελθόν και τη Μέση Ανατολή και να την εντάξουν στο δυτικό πολιτισμικό παράδειγμα και την Ευρώπη, η ανακήρυξη της Δημοκρατίας υπήρξε βαρόμετρο για τις μετέπειτα πολιτικές πρωτοβουλίες του ηγέτη της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος πλέον απεκδυόταν τη στολή του αξιωματικού και ανελάμβανε τον ρόλο του μεταρρυθμιστή πολιτικού.
Η κατάργηση του Σουλτανάτου τον Νοέμβριο του 1923 και του Χαλιφάτου μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1924, αποσκοπούσε ακριβώς στην αναδιοργάνωση της Τουρκίας στα πρότυπα ενός συγχρόνου έθνους-κράτους, την απάλειψη της παρουσίας του Ισλάμ στη δημόσια σφαίρα αλλά και της εργαλειοποιήσεώς του στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική.
Η διαμόρφωση μιας νέας σύγχρονης τουρκικής ταυτότητος απέναντι στην οθωμανική τουρκική ταυτότητα αποτέλεσε θεμέλιο του μεταρρυθμιστικού προτάγματος του Μουσταφά Κεμάλ, το οποίο όμως άρχισε να υπονομεύεται ήδη από τη δεκαετία του 1950, με τη βαθμιαία άνοδο του πολιτικού Ισλάμ μετά την εισαγωγή του πολυκομματισμού.
Νοσταλγία για την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Οι ρίζες του κύματος νοσταλγίας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί να βρίσκονται στη δεκαετία του 1980, αυτό όμως απέκτησε ισχυρή πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση μόνον κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ Β’ παρουσιαζόταν πλέον ως το «αντίπαλον δέος» του Μουσταφά Κεμάλ.
Η διοργάνωση λοιπόν από την τοπική οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως του κυβερνώντος κόμματος το βράδυ του Σαββάτου 28ης Οκτωβρίου συλλαλητηρίου υπέρ της Παλαιστίνης στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου Ατατούρκ, με κεντρικό ομιλητή τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και συμμετοχή του Ντεβλέτ Μπαχτσελί και των προέδρων των ελασσόνων κομμάτων του κυβερνητικού σχηματισμού μπορεί να θεωρηθεί και ως ένας παράδοξος «αντιεορτασμός» της επετείου, σε χώρο μάλιστα που εξακολουθεί να φέρει το όνομα του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας.
Οι αναμενόμενες αναφορές στα «οθωμανικά δικαιώματα επί της Ιερουσαλήμ», η καταγγελία του Ισραήλ ως «προφυλακής του δυτικού ιμπεριαλισμού» αλλά και η ανάδειξη της Τουρκίας ως «προστάτιδος των διωκομένων μουσουλμάνων ανά τη Μέση Ανατολή και την υφήλιο» θα υπενθυμίσουν σε όλους πόσο αμφισβητούμενος πλέον είναι ο στρατηγικός προσανατολισμός της Τουρκίας έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της.
*Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.