Ο Παγκόσμιος Δείκτης Οργανωμένου Εγκλήματος 2023, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τηνΠαγκόσμια Πρωτοβουλία κατά του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος (GI-TOC), έριξε άπλετο φως στις μακροχρόνιες και περίπλοκες διασυνδέσεις μεταξύ του οργανωμένου εγκλήματος και της κυβέρνησης Ερντογάν. Τα ευρήματα στην έκθεση, η οποία μάλιστα ερεύνησε τουλάχιστον δύο δεκαετίες πίσω, αποδεικνύουν ότι η τουρκική κυβέρνηση εξέθρεψε διάφορες εγκληματικές οργανώσεις για δικό της όφελος και πολιτικούς στόχους.
Οι εγκληματικές δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται η κυβέρνηση Ερντογάν, περιλαμβάνουν το εμπόριο χρυσού και πετρελαίου, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, το δουλεμπόριο και το εμπόριο όπλων.
Ανάλογα με τις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες και τις γεωπολιτικές σχέσεις με άλλες χώρες, η τουρκική κυβέρνηση αντίστοιχα εντείνει ή χαλαρώνει τον έλεγχο των δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος. Είναι εξοργιστικό ότι παρά τις σοβαρές καταγγελίες για διαφθορά σε κρατικές συμβάσεις και τη συμμετοχή κρατικών αξιωματούχων σε εγκληματικές δραστηριότητες, σπάνια κινούνται δικαστικές ενέργειες ή έρευνες για αυτά τα θέματα.
Πέρα από την τουρκική πολιτική ελίτ, τα ευρήματα της έρευνας επεκτείνονται και σε αξιωματούχους που πιστεύεται ότι έχουν δεσμούς με τις προαναφερθείσες εγκληματικές οργανώσεις.
Η έκθεση ισχυρίζεται επίσης ότι μαφιόζικες ομάδες στην Τουρκία, βασισμένες στο πρότυπο των παραδοσιακών οργανώσεων της μαφίας,έχουν καλλιεργήσει εκτεταμένες διασυνδέσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους και πολιτικούς, οι οποίοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται να τους προστατεύουν τόσο από την αστυνομία, όσο και από την δικαιοσύνη.Ωστόσο, αυτές οι ομάδες κινδυνεύουν να πέσουν σε δυσμένεια εάν οι ενέργειές τους τραβήξουν υπερβολική προσοχή.
Ισχυρά εγκληματικά δίκτυα δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένες περιοχές της Τουρκίας, που εμπλέκονται σε ποικίλες διασυνοριακές δραστηριότητες λαθρεμπορίας, από ναρκωτικά μέχρι μετανάστες. Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε αύξηση της ικανότητας και της επιρροής τους, καθώς και της συνεργασίας τους με εγκληματικά δίκτυα σε γειτονικές χώρες και όχι μόνο.
Ενώ οι εγχώριοι εγκληματίες κυριαρχούν στο οργανωμένο έγκλημα στην Τουρκία, οι ξένοι εγκληματίες έχουν επίσης εισχωρήσει, ιδιαίτερα στο διασυνοριακό λαθρεμπόριο που περιλαμβάνει μετανάστες, ναρκωτικά, όπλα και εμπορία ανθρώπων. Οι επιχειρήσεις τους επικεντρώνονται κυρίως κατά μήκος των χερσαίων συνόρων της χώρας, με σημαντικό βαθμό συνεργασίας μεταξύ ξένων και εγχώριων οργανωμένων εγκληματιών. Η εισροή ξένων ομάδων μαφίας, συμπεριλαμβανομένων τρομοκρατικών οργανώσεων που εμπλέκονται σε οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, έχει κλιμακωθεί λόγω των δευτερογενών επιπτώσεων των συγκρούσεων σε γειτονικά έθνη, οδηγώντας στην αυξημένη συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις διακίνησης και λαθρεμπορίας στην Τουρκία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλά εγκληματικά δίκτυα και κρατικοί φορείς που εμπλέκονται σε αυτές τις παράνομες αγορές φέρεται να χρησιμοποιούν νόμιμες επιχειρήσεις για να ξεπλύνουν τα παράνομα κέρδη τους και να καλύψουν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Επιπλέον, αρκετοί ισχυροί επιχειρηματίες έχουν εμπλακεί σε εγκληματικές δραστηριότητες, παρασυρόμενοι από τις προοπτικές γρήγορων και σημαντικών κερδών.
Κατά ειρωνικό τρόπο, την ώρα της δημοσιοποίησης της έκθεσης, ένα γνωστό αφεντικό της μαφίας, ο Ayhan Bora Kaplan, που φέρεται να συνδέεται με τον πρώην υπουργό Εσωτερικών της Τουρκίας Süleyman Soylu, συνελήφθη ενώ προσπαθούσε να φύγει από τη χώρα.
Ο Κάπλαν κατηγορήθηκε για «σύσταση εγκληματικής οργάνωσης» και άλλα βαρύτατα κακουργήματα.
Η Γενική Εισαγγελία της Άγκυρας εξέδωσε και ανακοίνωση για τη σύλληψη του, αναφέροντας ότι γίνονται προσπάθειες για τη διερεύνηση άλλων εγκλημάτων που συνδέονται με αυτήν την εγκληματική οργάνωση.
Εκτός από τον Σοϊλού, το φερόμενο δίκτυο του Καπλάν περιλάμβανε μια ομάδα διεφθαρμένων αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων, ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας της Άγκυρας Σερβέτ Γιλμάζ και ο πρώην γενικός εισαγγελέας της Άγκυρας Γιούκσελ Κοτζάμαν, οι οποίοι φέρεται να συνεργάστηκαν για να προστατεύσουν τον Καπλάν από τις διωκτικές αρχές και να παρεμπόδιζαν τις ποινικές έρευνες εναντίον του.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Σοϊλού, η Τουρκία αντιμετώπισε ισχυρισμούς για ανάμειξη στη διεθνή διακίνηση ναρκωτικών, η οποία συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το αφεντικό της μαφίας, Σεντάτ Πεκέρ. Το 2021 ο Peker έκανε δραματικές αποκαλύψεις σε βίντεο, κατηγορώντας τον Soylu και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους ότι προστατεύουν και βοηθούν δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών.
Ο Παγκόσμιος Δείκτης Οργανωμένου Εγκλήματος του περασμένου έτους ανέφερε επίσης τους περίπλοκους δεσμούς της Τουρκίας μεταξύ ατόμων που έχουν ενσωματωθεί στο κράτος και του οργανωμένου εγκλήματος. Η έκθεση σημείωσε τον ρόλο της Τουρκίας στην παραγωγή και διακίνηση ηρωίνης, τη μείωση της συνεργασίας με την Αμερικανική Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (DEA), το αυξανόμενο παράνομο εμπόριο όπλων και τις ανησυχίες για την εμπορία ανθρώπων.
Με την πρόσφατη επανεκλογή του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου, υπάρχουν εικασίες ότι η νέα ηγεσία στο Υπουργείο Εσωτερικών μπορεί να μην παρέχει το ίδιο επίπεδο προστασίας στους διακινητές κοκαΐνης όπως φέρεται να συνέβαινε κατά τη θητεία του Σοϊλού. Η κατάσταση πάντως συνεχίζει να εξελίσσεται καθώς προχωρά η έρευνα.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι αυτό σημαίνει ότι ο Ερντογάν θα εμπλακεί σε έναν αγώνα κατά της μαφίας. Το Nordic Monitor αποκάλυψε ότι την τελευταία δεκαετία η Τουρκία, υπό τη διοίκηση του Ερντογάν, έχει γίνει ένας προορισμός όπου πρόσωπα του οργανωμένου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων διεθνώς αναγνωρισμένων και διαβόητων ηγετών της μαφίας, βρήκαν καταφύγιο για να κρύβουν τον παράνομα πλούτο τους, χρησιμοποιώντας συχνά κρατικές τράπεζες.
Ο μηχανισμός που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση Ερντογάν για την προσέλκυση παράνομων κεφαλαίων καθώς και νόμιμα αποκτηθέντος αλλά αδήλωτου πλούτου αναφέρεται στην τουρκική νομοθεσία ως «αμνηστία πλούτου» ή «varlık barışı» στα τουρκικά. Η νομοθεσία για την αμνηστία του πλούτου έχει ψηφιστεί πολλές φορές στο τουρκικό κοινοβούλιο, χάρη στον πλειοψηφικό έλεγχο του νομοθετικού σώματος από τον Πρόεδρο Ερντογάν. Η πιο πρόσφατη υιοθέτηση μιας τέτοιας αμνηστίας έγινε πέρυσι, όταν μια τροπολογία σε νομοσχέδιο παρουσιάστηκε στην ημερήσια διάταξη του κοινοβουλίου από το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν.
Την εποχή εκείνη μάλιστα, οι βουλευτές συζητούσαν τον νόμο αριθ. 7417, ο οποίος εισήγαγε αλλαγές στους υπολογισμούς μισθοδοσίας του δημόσιου τομέα. Δεν είχε καμία σχέση με την αμνηστία του πλούτου. Είναι αυτό που λέμε, «το πέρασε νύχτα»!
Υπήρξε παντελής έλλειψη διαφάνειας και εσκεμμένη προσπάθεια αποφυγής ελέγχου σχετικά με την τροπολογία για την αμνηστία του πλούτου στην κοινοβουλευτική διαδικασία. Το νομοσχέδιο δεν περιείχε καμία πρόβλεψη για τέτοια αμνηστία και δεν προτάθηκαν ή συζητήθηκαν τροπολογίες σχετικές με αυτήν στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή πριν φτάσει στο βήμα για ψήφιση. Ο προφανής στόχος ήταν να παρακάμψει οποιαδήποτε συζήτηση για πιθανούς ισχυρισμούς για ξέπλυμα χρήματος ή αμφιλεγόμενες πτυχές της τροπολογίας.
Η έκθεση θίγει επίσης τις υπάρχουσες συμφωνίες συνεργασίας της Τουρκίας και τις διεθνείς συνθήκες που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα, οι οποίες αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό την ιστορική της ευθυγράμμιση με τους δυτικούς συμμάχους. Παρά τις συνθήκες έκδοσης με πολλές χώρες, υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτές τις διαδικασίες. Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει επικριθεί για την υποβολή αυξανόμενου αριθμού Κόκκινων Ανακοινώσεων της INTERPOL για πολιτικούς σκοπούς, ιδιαίτερα για να στοχεύουν δημοσιογράφους, ακτιβιστές και πολιτικούς αντιπάλους που ζουν στο εξωτερικό, παρά τις συνεχείς προσπάθειες για διεθνή συνεργασία.
Αντί δηλαδή να κυνηγάει εγκληματίες, κυνηγά αντιφρονούντες και πολιτικούς αντιπάλους του Ερντογάν!