Εταιρείες από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία. Μόνο πέρυσι, κατέβαλλαν 3,5 δισ. ευρώ σε φόρους στα ρωσικά δημόσια ταμεία.
Οι μεγαλύτεροι ξένοι φορολογούμενοι στη Ρωσία προέρχονται από τις Η.Π.Α. και τη Γερμανία.
Πρόκειται για αμερικανικές και γερμανικές εταιρείες που, παρά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εξακολουθούν να συγχρηματοδοτούν εμμέσως τον πόλεμο του Πούτιν.
Σύμφωνα με μελέτη της Οικονομικής Σχολής του Κιέβου, 262 γερμανικές εταιρείες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία – περισσότερα από τα δύο τρίτα των επιχειρήσεων που υπήρχαν εκεί προ του πολέμου.
Δημοσιεύοντας ανάλυση με τίτλο «The Business of Staying», Ουκρανοί οικονομολόγοι, μαζί με μια συμμαχία περιβαλλοντικών ακτιβιστών και υποστηρικτών της Ουκρανίας με την ονομασία B4Ukraine, ζητούν να σταματήσουν οι δυτικές εταιρείες της δραστηριοποίησή τους στη Ρωσία.
«Οι εταιρείες που συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία θα πρέπει να λάβουν άμεσα μέτρα για να διακόψουν τους δεσμούς τους και να αποσυρθούν με υπευθυνότητα», αναφέρει η ανάλυση.
»Όσον αφορά τα κράτη καταγωγής αυτών των εταιρειών, αυτά «θα πρέπει επίσης να θεσπίσουν αποτρεπτικά μέτρα, όπως πρόστιμα, περιορισμούς από ιδιωτικές συμβάσεις και αποκλεισμούς από δημόσιες συμβάσεις, καθώς και αυστηρότερες προϋποθέσεις δημοσιότητας για τις εταιρείες που παραμένουν στη Ρωσία».
Γερμανικές εταιρίες πλήρωσαν 368 εκ. ευρώ
Οι ξένες εταιρείες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στη Ρωσία για το 2022 ήταν εκείνες που εμπορεύονταν προϊόντα καπνού, καταναλωτικά αγαθά ταχείας κυκλοφορίας, όπως τρόφιμα, είδη υγιεινής ή άλλα προϊόντα καθημερινής χρήσης, και αυτοκίνητα.
Μια ματιά στον κατάλογο των εταιρειών αυτών περιλαμβάνει γνωστά ονόματα, όπως οι Philip Morris, Japan Tobacco, Pepsi, Danone, Mars, Procter & Gamble και η γερμανική Metro Group, η οποία είναι η μοναδική γερμανική εταιρεία στην πρώτη δεκάδα της λίστας.
Ταυτοχρόνως, η ανέλιξη των Κινέζων στην κατάταξη είναι εντυπωσιακή, με τις Chery, Haier, Geely και Haval να βρίσκονται όλες στην πρώτη δεκάδα.
Συνολικά, οι ξένες εταιρείες είχαν έσοδα ύψους 213,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων και κέρδη 14,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022, σύμφωνα με τη μελέτη, καταβάλλοντας 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε φόρους στο ρωσικό δημόσιο ταμείο. Με τον τρόπο αυτό, «συνέβαλαν στη χρηματοδότηση της πολεμικής επιχείρησης του Κρεμλίνου».
Τα δύο τρίτα του συνόλου των φόρων που καταβλήθηκαν από ευρωπαϊκές εταιρείες προέρχονταν από τις γερμανικές, που πλήρωσαν 368 εκατομμύρια ευρώ σε φόρους.
Πάντως, η μελέτη αναγνωρίζει ότι οι υπό εξέταση δραστηριότητες αποτελούν νόμιμες συναλλαγές που δεν επηρεάζονται από τις κυρώσεις. Αυτή είναι και η επιχειρηματολογία πολλών δυτικών εταιρειών.
Θα αλλάξει η εικόνα των στατιστικών από το 2023;
Ωστόσο, ο Μίχαελ Χαρμς, διευθύνων σύμβουλος της Επιτροπής Οικονομικών Σχέσεων με την Ανατολική Ευρώπη, δήλωσε στη DW ότι πολλές γερμανικές εταιρείες έχουν εγκαταλείψει τη ρωσική αγορά, όπως η Volkswagen και η Mercedes Benz ή βρίσκονται σε υποχώρηση.
«Αλλά η υποχώρηση απαιτεί χρόνο και αντοχή. Οι γερμανορωσικές οικονομικές σχέσεις έχουν ήδη αλλάξει δραματικά.
»Το 2022, οι γερμανικές εξαγωγές προς τη Ρωσία σχεδόν υποδιπλασιάστηκαν, ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία έχουν μειωθεί ακόμη και κατά 90% από τις αρχές του 2023.
»Το γεγονός ότι αυτά δεν αντικατοπτρίζονται ακόμη στα στατιστικά στοιχεία για το 2022 είναι φυσιολογικό», σχολιάζει ο Χαρμς για τα στοιχεία της μελέτης.
»Οι συντάκτες της μελέτης, πάντως, επισημαίνουν ότι το ρωσικό κράτος επωφελείται επίσης από τους φόρους εισοδήματος που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι των ξένων εταιρειών, αλλά και από τον Φ.Π.Α.
»Γι’ αυτό και η φορολογία των εταιρειών «είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου και πιθανώς μια σημαντική υποεκτίμηση του συνολικού λογαριασμού».
Τι ρόλο διαδραματίζουν οι φόροι δισεκατομμυρίων;
«Πολλοί δυτικοί παρατηρητές υποθέτουν ότι ο Πούτιν εισπράττει δισεκατομμύρια μέσω του εξωτερικού εμπορίου για να χρηματοδοτήσει την εισβολή, χάρη στις υψηλές τιμές των εμπορευμάτων, τις αδύναμες δυτικές κυρώσεις και την παράκμαψη αυτών», αναφέρει ο Τζέφρι Σόνενφελντ, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των Η.Π.Α., σε άρθρο του στο περιοδικό TIME.
Ωστόσο, λόγω του ανωτάτου ορίου τιμών του πετρελαίου που επέβαλε η διεθνής κοινότητα, τα έσοδα βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση.
Τα έσοδα από τις εξαγωγές του ρωσικού πετρελαίου καλύπτουν μόλις και μετά βίας το κόστος παραγωγής – και αυτό οριακά, όπως λέει ο Σόνενφελντ.
«Οι τιμές για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι σήμερα χαμηλότερες από ό,τι πριν από την εισβολή, όπως και οι τιμές των σιτηρών, του σιταριού, της ξυλείας, των μετάλλων και σχεδόν όλων των πρώτων υλών που παράγει η Ρωσία».
Συχνά παραβλέπεται το γεγονός ότι ο Πούτιν δεν χρηματοδοτεί την εισβολή στην Ουκρανία μόνο μέσω «οριακών εξαγωγών εμπορευμάτων ή παρακάμπτοντας τις κυρώσεις, αλλά διαλύοντας τη ρωσική οικονομία», υπογραμμίζει ο Σόνενφελντ, επισημαίνοντας τις εκτιμήσεις αναλυτών ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία κοστίζει στο Κρεμλίνο περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια την ημέρα.
Ως αυταρχικός ηγέτης με πρόσβαση τουλάχιστον στο 70% της ρωσικής οικονομίας, ο Πούτιν δεν θα ξεμείνει ποτέ από χρήματα.
Ο Πούτιν μπορεί πάντα «να βρει χρήματα κάτω από τον καναπέ ή κάνει τον νταή και να ξεζουμίσει τους ολιγάρχες», συνοψίζει ο οικονομολόγος του Γέιλ.
Πηγή: dw.com