Η λιτότητα, η μετανάστευση και η πολιτική των ταυτοτήτων – Η επιβίωση του έθνους – κράτους και η προοπτική της αποπαγκοσμιοποίησης
Η Άκρα Δεξιά έχει ήδη αποκτήσει την ιδεολογική ηγεμονία στην Ευρώπη και δεν χρειάζεται πλέον η αναφορά σε ποσοστά εκλογικής επιρροής για να πιστοποιηθεί αυτό.
Η εξέλιξη αυτή απηχεί το γεγονός ότι είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που κατόρθωσε να αντιληφθεί τις πολιτικές συνέπειες της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης και να αντισταθεί αποτελεσματικά στην πολιτική ελίτ που την εκφράζει – σε αντίθεση με τις ποικίλες αποχρώσεις της Αριστεράς που δεν κατόρθωσαν να διαμορφώσουν κάποιο αντίστοιχο αφήγημα ενώ εγκαταλείφθηκαν από τις μάζες αυτών που υποτίθεται εξέφραζαν καθιστάμενη μέρος της ελίτ των «παγκομιοποιητών» της «ανοικτής κοινωνίας» του George Soros.
Πρόκειται για μία πολιτισμική επανάσταση που στηρίζεται στην πολιτική των ταυτοτήτων και την υπεράσπιση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και με επιτυχία κατορθώνει να αρθρώσει έναν εναλλακτικό πολιτικό λόγο απέναντι στις φιλελεύθερες ελίτ και να κατάγει εκλογικές επιτυχίες η οποίες της δίνουν τη δυνατότητα να αναμορφώσει το θεσμικό πλαίσιο της διεθνούς τάξης.
Η παγκοσμιοποίηση είναι η διαδικασία πολιτικής, πολιτιστικής και οικονομικής ολοκλήρωσης των εθνικών οικονομιών και κοινωνιών σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Το εν λόγω φαινόμενο απειλεί αναμφισβήτητα την πρωτοκαθεδρία του κράτους ως κύριου παράγοντα άσκησης πολιτικής, που έχει αντικατασταθεί από πολυεθνικούς οργανισμούς, κυβερνητικά όργανα και εταιρείες που έχουν πολλαπλασιαστεί περίπου από τη δεκαετία του 1980.
Η παγκοσμιοποίηση – που χαρακτηρίζεται από πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση τόσο μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) όσο και μεταξύ του μπλοκ της ΕΕ και του κόσμου γενικότερα – έχει προκαλέσει τρεις παρατηρήσιμες εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές συνέπειες στα ευρωπαϊκά κράτη.
Αυτά περιλαμβάνουν αυξημένα ποσοστά διακρατικής μετανάστευσης, την εμπράγματη απώλεια εθνικής/πολιτιστικής/εθνοτικής ταυτότητας μεταξύ των πληθυσμών και την άνιση κατανομή των οικονομικών οφελών στα κοινωνικά στρώματα,.
Αυτά τα τρία φαινόμενα που προκλήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση κυοφόρησησαν εσωτερική πολιτική αντίδραση από τσ κοινωνικά στρώματα που επηρεάστηκαν από αυτά.
Η οικονομική ελευθερία και τα εθνικά όριά της
Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι αυτή η αυξημένη διασυνδεσιμότητα έχει μεταμορφώσει σημαντικά τη λειτουργία του κράτους καθώς και τη σχέση μεταξύ του κράτους και του εγχώριου εκλογικού σώματος με αναμφισβήτητα απρόβλεπτους τρόπους.
Τα εθνικά ακροατήρια καλούνται να απαντήσουν προσχηματικά σε ερωτήματα τα οποία έχουν… απαντήσει για λογαρισμό τους οι ελίτ…
Η παγκοσμιοποίηση έχει επηρεάσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Η ΕΕ ήταν ένα πολιτικό σχέδιο που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε στόχο την ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης – και, αργότερα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με τη θεωρία της αλληλεξάρτησης της νεοφιλελεύθερης σχολής σκέψης, που προσφέρεται ως εναλλακτική λύση στη ρεαλιστική θεώρηση της σύγκρουσης των συμφερόντωνσε γεωπολιτικό επίπεδο οι διεθνικοί θεσμοί που διευκολύνουν το εμπόριο έχουν την ικανότητα να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των κρατών και να μειώσουν την πιθανότητα πολέμου. (Jervis, 1999, σελ. 62)
Σ την Ευρώπη «η ΕΕ ανέπτυξε μια πολιτική ρυθμιζόμενης παγκοσμιοποίησης εν μέρει επειδή η ένωση έπρεπε να θέσει σε εφαρμογή ρυθμιστικά πλαίσια για τη διακυβέρνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που σημαίνει ότι αυτά τα πλαίσια προσφέρθηκαν ως πρότυπα όταν η αλληλεξάρτηση επιταχύνθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο». (Youngs & Ulgen, 2022) ‘
Έτσι, από την ίδρυσή της, η ΕΕ είναι στραμμένη προς τα έξω, γεγονός που την έχει θέσει στην πρώτη γραμμή της παγκοσμιοποίησης.
Σύμφωνα με τον Δείκτη Παγκοσμιοποίησης KOF, οι τρεις πρώτες πιο παγκοσμιοποιημένες χώρες στον κόσμο – η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ελβετία – βρίσκονται στην Ευρώπη (αν και η Ελβετία δεν είναι μέλος της ΕΕ). (Ελβετικό Οικονομικό Ινστιτούτο, 2021)
Παγκοσμιοποίηση και πολιτικές λιτότητας
Η παγκοσμιοποίηση αναμφισβήτητα διαδραματίζει ρόλο στην επέκταση των πολιτών σκληρής λιτότητας στις ανεπτυγμένες χώρες, όπως αποδεικνύεται από τη διεθνή παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008 που «άλλαξε τη μεταπολεμική σταθεράότι τα βάρη του δημόσιου χρέους ήταν σε μεγάλο βαθμό ανησυχία των χωρών αναδυόμενων αγορών. τα ισοζύγια επιδεινώθηκαν, οι λόγοι του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στις προηγμένες χώρες ξεπέρασαν εκείνους των αναδυόμενων αγορών, αυξάνοντας σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Όπως σημειώνει ο Martell, «η λιτότητα σχετίζεται ιδιατερα με την παγκοσμιοποίηση… όσον αφορά τον παγκόσμιο χαρακτήρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης». (Martell, 2014)
Με άλλα λόγια, οι εθνικές οικονομίες που διασυνδέονται μέσω της παγκοσμιοποίησης με άλλες οικονομίες υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες της ξένης οικονομικής ύφεσης, οδηγώντας με τη σειρά τους την ανάγκη για πολιτικές λύσεις που συχνά παρουσιάζονται ως μέτρα λιτότητας.
Η παγκοσμιοποίηση ανέδειξε νέες οικονομικές ευπάθειες στην αστάθεια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος που προηγουμένως δεν υπήρχαν, καθώς «ακόμη και οι χώρες που επωφελήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση στο παρελθόν… είναι ευάλωτες… η παγκοσμιοποίηση αυξάνει την ευπάθεια μέσω διαφόρων διαύλων, συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής και χρηματοοικονομικής σφαίρας (Ηνωμένα Έθνη, 1999, σελ. 1)
Ως αποτέλεσμα του οικονομικού κραχ του 2007-2008 και των συνεπειών του, οι πολιτικές λιτότητας θεσπίστηκαν σε όλη την Ευρώπη: «είτε με δική τους βούληση είτε κατόπιν εντολής των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, [εθνικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη] υιοθέτησε αυστηρές πολιτικές λιτότητας ως απάντηση στην οικονομική κρίση». (McKee, et al., 2012)
Η λιτότητα αναγνωρίζεται ότι πλήττει τις εργατικές και τις μεσαίες τάξεις, που εξαρτώνται περισσότερο από το σύστημα δημόσιας πρόνοιας, το πιο δύσκολο: «τα μέτρα λιτότητας που στοχεύουν στη μείωση του δημόσιου χρέους έχουν επηρεάσει τρομερά το βιοτικό επίπεδο της μεσαίας τάξης. Ακόμη και σε ορισμένες από τις ευρωπαϊκές στις πιο σταθερές οικονομίες, η μεσαία τάξη αγωνίζεται ανα διατηρήσει ένα ανεκτρό επίπεδο διαβίωσης». (Ulbrich, 2015) Ειδικά στο πλαίσιο της ΕΕ, «οι πολιτικές λιτότητας έχουν διευρύνει τις ανισότητες και έχουν υπονομεύσει τα δικαιώματα…
Οι ανισότητες ως προς το εισόδημα έχουν διευρυνθεί, οι φτωχότεροι γίνονται φτωχότεροι καθώς η στήριξη πρόνοιας μειώνεται και τα εισοδήματα μειώνονται, ενώ οι πλούσιοι συνεχίζουν να συσσωρεύουν εισόδημα και πλούτο (Martell, 2014, σελ. 15)
Ορισμένοι αναλυτές έχουν εκπέμψει ακόμη πιο έντονες προειδοποιήσεις σχετικά με τις επιζήμιες επιπτώσεις της λιτότητας στην ανισότητα και τη φτώχεια στην Ευρώπη: «τα μέτρα λιτότητας αποδυναμώνουν τους μηχανισμούς που καταπολεμούν την ανισότητα. Το εισόδημα κατανέμεται όλο και πιο άνισα, αυξάνεται για την πλουσιότεροι και πέφτουν στα χέρια των πιο φτωχών». (OxFam, 2013a)
Η παγκοσμιοποίηση υπονομεύει την εθνική κυριαρχία;
Συνδυάζοντας το ζήτημα της διεθνούς οικονομικής ύφεσης που οδηγεί σε μέτρα λιτότητας, το ερώτημα εάν η παγκοσμιοποίηση υπονομεύει αντικειμενικά την εθνική κυριαρχία – καθώς και το υποκειμενικό ερώτημα του τρόπου με τον οποίο ο αρνητικός αντίκτυπός της στην εθνική κυριαρχία από την οπτική γωνία των εγχώριων συνιστωσών – είναι ουσιαστικό για την κατανόηση πώς επηρεάζει την εκλογική πολιτική.
Πριν από την εποχή της παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή, οι εθνικές κυβερνήσεις απολάμβαναν σχεδόν απόλυτο έλεγχο των συμβάντων στις αντίστοιχες εσωτερικές τους οικονομίες.
Αυτό έχει αλλάξει, καθώς η πραγματικότητα ότι «η εθνική νομισματική κυριαρχία έχει υπονομευτεί σημαντικά από την οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι ξεκάθαρη… σε χρηματοοικονομικά θέματα, λέγεται, ότι τα κράτη έχουν γίνει ουσιαστικά ανίκανα». (Cohen, 2008, σελ. 216)
Το κεφάλαιο ρέει προς και από την εθνική οικονομία πέρα από τη ρυθμιστική ικανότητα της κυβέρνησης.
Αντίστοιχα, «μια ακούσια συνέπεια της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης είναι η αυξανόμενη έκθεση των αναπτυσσόμενων χωρών σε χρηματοπιστωτικές αστάθειες που συνδέονται με ξαφνικές διακοπές εισροών κεφαλαίων, φυγές κεφαλαίων και κρίσεις απομόχλευσης». (Aizenman, 2010, σ. 217)
Η υγεία της εθνικής οικονομίας δεν εξαρτάται πλέον εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο από τη χάραξη εσωτερικής πολιτικής για τις παγκοσμιοποιημένες οικονομίες, καλώς ή κακώς.
Προστατευτισμός εναντίον παγκοσμιοποίησης – Η προοπτική της αποπαγκοσμιοποίησης
Η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον εμπορικό προστατευτισμό, ο οποίος «προστατεύει τις εγχώριες βιομηχανίες από τον αθέμιτο εξωτερικό ανταγωνισμό… [χρησιμοποιώντας] δασμούς, επιδοτήσεις, ποσοστώσεις και χειραγώγηση της νομισματικής κυκλοφορίας». (Amadeo, 2022).
Η παγκοσμιοποίηση έρχεται σε αντίθεση με τις πολιτικές προστατευτισμού, καθώς οι τελευταίες ευνοούνται συντριπτικά από λαϊκιστές ηγέτες που «χρησιμοποίησαν συχνά τον εθνικισμό για να δικαιολογήσουν προστατευτικές πολιτικές που ευνοούν επιλεγμένα εγχώρια λόμπι και ήταν στην πρώτη γραμμή των τάσεων στην αποπαγκοσμιοποίηση». (Ciravegna & Michailova, 2022,).
Υπάρχει συζήτηση σχετικά με την έκταση της αποπαγκοσμιοποίησης και το αν υπάρχει ως φαινόμενο, αλλά αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο, όπως τεκμηριώνεται σε μια επερχόμενη ενότητα για την πολιτική και τα κόμματα της «ακροδεξιάς», η παγκοσμιοποίηση έχει γίνεται όλο και πιο σημαντικό πολιτικό ζήτημα στην εθνική πολιτική στην Ευρώπη.
Όπως σημειώνει ο Amadi, «μια σημαντική αντίφαση του φιλελευθερισμού είναι ο «προστατευτισμός», ο οποίος είναι η διαδικασία επιβολής εμπορικών περιορισμών όπως δασμοί για την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας». (Amadi, 2020, σελ. 6)
Ο Adam Smith, ένας από τους αρχικούς προμηθευτές του ελεύθερου εμπορίου, υποστήριξε ότι εάν τα εισαγόμενα αγαθά είναι φθηνότερα από τα εγχώρια παραγόμενα, τότε η εισαγωγή έχει καλή οικονομική λογική. (Smith, 1776, σελ.36) Η ΕΕ πρωτοστάτησε στην καταπολέμηση του προστατευτισμού εντός των συνόρων της όταν «εφάρμοσε ένα πρόγραμμα για τη δημιουργία της μεγαλύτερης ενιαίας αγοράς στον κόσμο και ξεκίνησε τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος». (Hanson, 1998, σελ. 55)
Απώλεια εθνικής/πολιτιστικής/εθνοτικής ταυτότητας
Πώς επηρεάζει η παγκοσμιοποίηση την εθνική ταυτότητα από την οπτική γωνία του εγχώριου εκλογικού κοινού;
Στη λαϊκή αντίληψη –αν όχι και στην πραγματικότητα– η εθνική ταυτότητα έρχεται σε αντίθεση με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης με θεμελιώδεις τρόπους: «Οι εθνικιστές και οι θρησκευτικοί παραδοσιακοί φοβούνται ότι η παγκοσμιοποίηση θα υπονομεύσει τους πολιτισμικούς και άλλους κανόνες». (Friedan, et al. 2017, σελ. 16)
Συχνά, ίσως λόγω κοινωνικής σύμβασης και διακριτικής ευχέρειας, ο ακριβής θεωρητικός μηχανισμός μέσω του οποίου θα «υπονομευτεί» η κουλτούρα δεν δηλώνεται ρητά, αλλά θεωρείται ότι προκαλείται από μια εισροή των μεταναστών που θα εισαγάγουν τις δικές τους κουλτούρες και νόρμες οι οποίες στη συνέχεια θα εξαπλωθούν σε ολόκληρο τον πληθυσμό.
Σύμφωνα με τη θεωρία της «σύγκρουσης των πολιτισμών», που εισήγαγε ο Samuel Huntington, τα κράτη «διαφοροποιούνται μεταξύ τους από την ιστορία, τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την παράδοση και, το πιο σημαντικό, τη θρησκεία». (Huntington, 1996, σελ. 282)
Οι διαφορές χρησιμεύουν για να πυροδοτήσουν τη δυσπιστία, τη δυσαρέσκεια και την εχθρότητα μεταξύ των πολιτισμών.
Προειδοποιεί ότι «οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των λαών διαφορετικών πολιτισμών ενισχύουν την πολιτισμική συνείδηση των ανθρώπων που, με τη σειρά του, τονώνει τις διαφορές και τις εχθρότητες που εκτείνονται ή πιστεύεται ότι εκτείνονται βαθιά στην ιστορία». (Huntington, 1996, σελ. 282)
Οι λαοί τείνουν να προστατεύουν τις δικές τους πολιτιστικές κληρονομιές, κάτι που αναγκαστικά αποκλείει τους άλλους. Οι πολιτιστικές συγκρούσεις διαχέονται στην πολιτική σφαίρα.
Ο σχηματισμός ταυτότητας εντός/εκτός ομάδας είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνιολογίας, που βασίζεται στη διάκριση μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας και του άμορφου, αποκλεισμένου «άλλου». Per Tajfel, et al. (1979), οι κοινωνικές ομάδες προσδίδουν ταυτότητα και, μαζί με αυτήν, μια αίσθηση υπερηφάνειας.
Ο κόσμος τότε διχάζεται μεταξύ «εμείς» και «αυτοί».
Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι διαφορές μεταξύ της εντός και εκτός ομάδας ενισχύονται μαζί με ομοιότητες μεταξύ των μελών της εντός ομάδας
Ειδικότερα, η ποικιλία του εθνικιστικών θεωριών που καθοδηγείται από μια αποστροφή προς τις επιρροές του έξω κόσμου και των λαών και εκδηλώνεται στην «ακροδεξιά» πολιτική ονομάζεται «αποκλειστικός εθνικισμός» επειδή δίνει έμφαση στη δυναμική εντός/εκτός ομάδας: «πολλά πρόσφατα οι ανοδικοί εθνικισμοί νομιμοποιούν εσωτερικές φυλετικές, θρησκευτικές και εθνοτικές ιεραρχίες μεταξύ των πολιτών των χωρών τους… δεν είναι ο εθνικισμός αυτός καθαυτός, αλλά οι αποκλειστικοί εθνικισμοί (ονομάζονται επίσης εθνοτικοί ή ουσιοκρατικοί εθνικισμοί) που είναι προβληματικοί για αποτελέσματα όπως η δημοκρατία». (Mylonas & Tudor, 2021, σελ. 111)
Επειδή δεν υπάρχει ενδιαφέρον μεταξύ ορισμένων φατριών του πληθυσμού για συνδέομαι με τον έξω κόσμο – και πράγματι, μια τέτοια ανάμειξη θεωρείται όχι απλώς ως ανεπιθύμητη αλλά ως εγγενής απειλή – δεν μπορεί να κερδηθεί τίποτα κοινωνικοπολιτικά από την παγκοσμιοποίηση με τον ίδιο θεωρητικό τρόπο που θα μπορούσε να ωφελήσει την οικονομία και τα πάντα να χαθεί από αυτή την άποψη.
Ανομοιόμορφη κατανομή των οικονομικών οφελών
Η παγκοσμιοποίηση επιδεινώνει τις ταξικές διαφορές παρέχοντας δυσανάλογη οικονομική ανάπτυξη στα υψηλότερα κλιμάκια της κοινωνικοοικονομικής κλίμακας. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η παγκοσμιοποίηση έχει ανόμοιες επιπτώσεις στα οικονομικά στρώματα, τείνοντας να ωφελήσει τα ανώτερα εισοδήματα περισσότερο από ό,τι η εργατική και η μεσαία τάξη: «η νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη βοηθά τους πλούσιους περισσότερο από τους φτωχούς ή σε βάρος τους… αναπαράγοντας μια γραμμική παρά μια σχεσιακή αντίληψη των αναπτυξιακών συντεταγμένων της φτώχειας και του πλούτου». (McMichael, 2012, σελ. 78)
Οι κατώτερες οικονομικές τάξεις, ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση και οι λιγότερο μορφωμένοι που επωφελούνται λιγότερο από την παγκοσμιοποίηση, και τα πολιτικά κόμματα που τους εκπροσωπούν, έχουν σημειώσει: «Με την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, οι εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση στις ανεπτυγμένες χώρες στρέφονται όλο και περισσότερο ενάντια στο εμπόριο και τα εθνικιστικά κόμματα που τροφοδοτούν τη μετανάστευση σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική». (Friedan, et al. 2017, σελ. 16)
Οι Deardoff και Stern σημειώνουν: «Η αυξανόμενη αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση από την οργανωμένη εργασία… Επειδή η εργασία έχει χαμηλότερο εισόδημα από αυτούς με εισόδημα από άλλες πηγές, και επειδή το εμπόριο μειώνει τον σχετικό μισθό, τείνει να οι φτωχοί σχετικά φτωχότεροι». (Deardoff & Stern, 2001, σελ. 6) Η εργατική τάξη – και πάλι, συγκεντρώθηκε ιδιαίτερα στη μεταποίηση και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες έντασης ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού – παλεύει με την απελευθέρωση του εμπορίου μέσω της παγκοσμιοποίησης: «αναλφάβητοι και άλλοι ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι εργάτες στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθορισμένοι καθώς οι «NO-ED/» δεν έχουν ούτε τις ελάχιστες δεξιότητες για να επωφεληθούν από τις εξαγωγές έντασης ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού. Επομένως, οι NO-ED μπορεί να μην έχουν βιώσει την έλξη των μισθών [από την απελευθέρωση] που θα μπορούσαν να απολάμβαναν οι πιο μορφωμένοι αλλά ακόμα ανειδίκευτοι συμπατριώτες τους». (Baker, 2005, σελ. 318)
Φιλελευθερισμός και Συντηρητισμός
Ο όρος- ταμπέλα «φιλελευθερισμός» όπως χρησιμοποιείται στη διεθνή σφαίρα δεν πρέπει να συγχέεται με τις ομώνυμες εγχώριες πολιτικές ιδεολογίες στη Δύση.
Σε εγχώριο επίπεδο, η φιλελεύθερη (όπως στην αριστερή) ιδεολογία είναι, στην πραγματικότητα, στη Δύση, συνδεδεμένη με προστατευτικές θέσεις πολιτικής, ενώ ο «συντηρητισμός» (όπως στη δεξιά) παραδοσιακά υποστηρίζει περισσότερο το ελεύθερο εμπόριο (Friedan , et al., 2017, σελ. 8), αναμφισβήτητα λόγω του φιλικού προς τις επιχειρήσεις προσανατολισμού του.
Ωστόσο, αυτές οι απλές διχοτομίες αριστερά-δεξιά στη συγκριτική πολιτική γίνονται πιο δύσκολο να αναδειχθούν καθώς οι ιδεολογίες διαχέονται μεταξύ τους και το διεθνές και το εθνικό επίπεδο ανάλυσης συμπλέκονται περισσότερο καθώς η παγκοσμιοποίηση επιταχύνεται.
Στη ρητορική και την πολιτική, τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα είναι γενικά αντίθετα στην παγκοσμιοποίηση. Από την άλλη πλευρά, τα αριστερά κόμματα, αν και επικρίνουν ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζουν περισσότερο το φαινόμενο: «Ενώ οι αριστεροί έχουν συχνά χαρακτηριστεί ως «νέοι παγκόσμιοι» που επιδιώκουν να προωθήσουν έναν εναλλακτικό τύπο παγκοσμιοποίησης, Οι δεξιοί αναδεικνύονται… ως οι αληθινοί εκφραστές της πατρίδας, αντιστεκόμενοι σε οποιαδήποτε πτυχή της παγκοσμιοποίησης». (Della Porta & Caiani, 2012, σελ. 168)
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι βασικές αντιρρήσεις τους για την παγκοσμιοποίηση είναι ο καταστροφικός αντίκτυπος στον ιθαγενή πολιτισμό που προκαλείται από την ξένη επιρροή και τη διακρατική μετανάστευση, αν και η ανησυχία για τις οικονομικές επιπτώσεις εμφανίζεται επίσης στη ρητορική τους.
Γιατί οι φτωχοί ψηφίζουν ολοένα και πιο δεξιά
Η πιο σημαντική διχοτόμηση είναι μεταξύ δεξιού και αριστερού λαϊκισμού.
Ο δεξιός λαϊκισμός διαφέρει θεμελιωδώς από τον αριστερό λαϊκισμό (μερικές φορές περιγράφεται εναλλακτικά ως «αποκλειστικός» και «συμπεριληπτικός» λαϊκισμός, αντίστοιχα)
. Και οι δύο μορφές λαϊκισμού απευθύνονται, εξ ορισμού, στις ευαισθησίες των απλών ανθρώπων – «του λαού» – έξω από την κυρίαρχη δομή εξουσίας και υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, τουλάχιστον ρητορικά, ενάντια σε μια ελίτ κυβερνητική τάξη που συχνά θεωρείται διεφθαρμένη ή αδιάφορη. τις ανάγκες των κατώτερων οικονομικών και κοινωνικών στρωμάτων.
Ωστόσο, ενώ ο αριστερός λαϊκισμός αντιλαμβάνεται τον «λαό» σε σχέση με τους κυρίαρχους θεσμούς και τις κοινωνικές κατασκευές – για παράδειγμα, με το κεφάλαιο και το κράτος – «δεξιός λαϊκισμός συγχέει τον «λαό» με ένα μαχόμενο έθνος που αντιμετωπίζει τους εξωτερικούς του εχθρούς: την ισλαμική τρομοκρατία, τους πρόσφυγες, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τη διεθνή εβραϊκή συνωμοσία κ.λπ.» (Gandesha, 2018)
Με άλλα λόγια, ο δεξιός λαϊκισμός έχει συχνά οριστεί ως “αποκλειστικό” (διαφορετικών εθνοτήτων, θρησκειών και εθνικοτήτων, για παράδειγμα) ενώ ο αριστερός λαϊκισμός περιγράφεται ως “περιεκτικός.”
Ο αριστερός λαϊκισμός είναι συχνά διεθνιστικός στον προσανατολισμό του, μερικές φορές φτάνει στο σημείο να καταδικάζει την έννοια του κράτος, ενώ ο δεξιός λαϊκισμός κρατά την πίστη στο κράτος πάνω από όλα ως πατρίδα του «λαού», που συνήθως ορίζεται με εθνοτικούς/πολιτιστικούς/θρησκευτικούς όρους.
Η έρευνα δείχνει ότι η ισχυρή εθνικιστική ταυτότητα και ο εθνοκεντρισμός είναι σημαντικά χαρακτηριστικά της «ακροδεξιάς» ιδεολογίας. (Falter & Schumann, 1988, σελ. 97)
Η «ακροδεξιά», ή η δεξιά λαϊκιστική, πολιτική αψηφά τη συμβατική σοφία, σύμφωνα με την οποία οι εργατικές τάξεις τείνουν να υποστηρίζουν τα αριστερά κόμματα, τα οποία γενικά θεωρούνται πιο φιλικά προς τους εργάτες και οργανωμένη εργασία: «Τα δεξιά κόμματα που απευθύνονται στον εθνικισμό και τα παραδοσιακά κοινωνικά ζητήματα μπορούν να επικαλεστούν πιο αυταρχικές αξίες μεταξύ της εργατικής τάξης και εκείνων με λιγότερη εκπαίδευση. Οι συνέπειες μπορεί να είναι χαμηλή και ακόμη και “αρνητική ταξική ψήφος”, όπου τα συντηρητικά κόμματα κερδίζουν ισχυρή υποστήριξη από τμήματα που ανήκουν στην αριστερά σε περιβάλλοντα όπου η οικονομική διαίρεση αριστερά-δεξιά» (Knutsen, 2013) θεωρείται πιο σχετική.
Ο Daniel Oesch (2008, σ. 349) εξηγεί ότι «κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η εργατική τάξη έγινε η βασική πελατεία των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη».
Ένα κοινό επιχείρημα για τη συχνά απροσδόκητη επιτυχία των «ακροδεξιών» λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια είναι ότι η γενική «ακροδεξιά» σε διεθνές επίπεδο (ίσως μέσω της παγκοσμιοποίησης) επηρεάζει και οδηγεί τα εγχώρια ακροδεξιά κινήματα εντός των ευρωπαϊκών κρατών. όπως αυτές στην Ουγγαρία και τη Γαλλία.
Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να είναι αλήθεια επειδή «τα ακροδεξιά κόμματα… είναι όλα (υποτιθέμενα) εθνικιστικά κινήματα, κάτι που θα τα καθιστούσε ιδιαίτερα ειδικά για τη χώρα και επομένως ασύγκριτα». (Mudde, 2007, σελ. 226)
Κάθε εθνικιστικό κίνημα έχει τον δικό του στόχο να διατηρήσει τον γηγενή πολιτισμό, επομένως η κοινή του υπόθεση με άλλα εθνικιστικά κινήματα είναι περιορισμένη.
Εκτός από μια γενική κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά, υπάρχουν λίγα πράγματα που θα δέσμευε τα ακροδεξιά κινήματα πέρα από τα εθνικά σύνορα, επειδή οι ιδεολογίες τους είναι τόσο στενά συνυφασμένες με τις τοπικές πολιτιστικές και εθνοτικές ταυτότητες.
Επομένως, η θέση αυτής της εργασίας παραμένει ότι υπάρχουν τοπικά φαινόμενα — που συμβαίνουν στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και προκαλούνται από την παγκοσμιοποίηση — που εξηγούν την ταχεία ανάπτυξη της «ακροδεξιάς» στην Ευρώπη. Παρά τις πολλές ανελεύθερες πτυχές της ιδεολογίας και των κυβερνητικών τους φιλοσοφιών, που φαίνεται να αποφεύγουν την εκλογική πολιτική, «τα εξτρεμιστικά κόμματα και κινήματα στην Ευρώπη δεν λειτουργούν πλέον έξω από το δημοκρατικό σύστημα, το οποίο τόσο συχνά καταγγέλλουν, αλλά μέσα σε αυτό». (Gjellerod, 2001)
Η αντίληψη για ένα στημένο ή άδικο (ή και τα δύο) οικονομικού συστήματος στον νέο αιώνα μπορεί να έχει επιδεινώσει τη λαϊκή οργή σύμφωνα με τις οικονομικές γραμμές, και πολλοί δείχνουν το δάχτυλο στην παγκοσμιοποίηση για τη σχετική πτώση του βιοτικού επιπέδου της μεσαίας τάξης λόγω της λιτότητας.
Μεταξύ των «πολλαπλών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών αιτιών για την τρέχουσα άνοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες», ο Cesáreo Rodríguez-Aguilera καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η οικονομική κρίση που προκλήθηκε το 2008 και η επακόλουθη μονομερής επιδίωξη από την ΕΕ και τις εθνικές Οι αρχές του νεοφιλελεύθερου ελέγχου του ελλείμματος και των μέτρων λιτότητας είναι ένας βασικός παράγοντας». (Rodríguez-Aguilera, 2014)
Γιατί δεν ήρθε το Τέλος της Ιστορίας…
Κάποτε πίστευαν ευρέως ότι, μετά την καταστροφική ζημιά που προκάλεσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ψυχρός Πόλεμος δεκαετιών και τελικά η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ότι η Δύση είχε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας», μια φράση που επινοήθηκε από τον Francis Fukuyama , που σημαίνει ότι δεν υπήρχε τότε και δεν θα υπήρχε ποτέ μια αποτελεσματική ιδεολογική αμφισβήτηση για την επικράτηση του φιλελευθερισμού «ως την τελική μορφή ανθρώπινης διακυβέρνησης»: «Αυτό που μπορεί να βλέπουμε δεν είναι απλώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ή του πέρασμα μιας συγκεκριμένης περιόδου της μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά το τέλος της ιστορίας καθαυτή». (Fukuyama, 1992, σελ. 276)
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι δημοκρατίες του κόσμου θα επικρατούσαν από κοινού στο διεθνές σύστημα, και με το παράδειγμα της οικονομικής και κοινωνικής τους προόδου, ακόμη και οι πιο σκληραγωγημένοι αυταρχικοί κρατούμενοι θα αναγκάζονταν τελικά να υπογράψουν συνυπογραφή φιλελεύθερη ιδεολογία.
Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, πολλοί αναλυτές έχουν δηλώσει «ένα τέλος στο τέλος της ιστορίας»: «Η μεγάλη προσδοκία ότι ο κόσμος είχε εισέλθει σε μια εποχή σύγκλισης έχει αποδειχθεί λανθασμένη. Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή απόκλισης». (Kagan, 2008)
Οι επικριτές της θεωρίας του «τέλους της ιστορίας» επισημαίνουν τέτοιες αυταρχικές δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα ως παραδείγματα της αποτυχίας του φιλελευθερισμού να ριζώσει σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά επίσης προσβλέπουν σε αυξανόμενα ανελεύθερα και αντιδημοκρατικά πολιτικά κινήματα εντός φιλελεύθερες δημοκρατίες όπως η Γαλλία και η Ουγγαρία – κάποτε θεωρούνταν πέρα από κάθε φαντασία.
Υπάρχουν πολλές εικασίες για το πού και πώς ένας πληθυσμός ριζοσπαστικοποιείται προς τα δεξιά.
Η ταχεία άνοδος των «ακροδεξιών» πολιτικών κομμάτων, και αναμφισβήτητα πέρα από αυτήν, εννοείται καλύτερα ως μια μορφή λαϊκισμού με αναμφισβήτητα δεξιά κλίση, όπως περιγράφηκε προηγουμένως στη σύγκριση αριστερού και δεξιού λαϊκισμού .
Συμπέρασμα Τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι τα τρία εντοπισμένα φαινόμενα που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση — μετανάστευση στα κράτη μέλη της ΕΕ, αντιληπτή απώλεια εθνικής ταυτότητας και κυριαρχίας και άνιση κατανομή των οικονομικών οφελών στα κοινωνικά στρώματα — μεταξύ 1990-2020 οδήγησαν σε μια δημοφιλή εγχώρια πολιτική αντιδράσεις στα εκλογικά σώματα που είχαν ως αποτέλεσμα την εκλογική άνοδο των «ακροδεξιών» πολιτικών κομμάτων στο εσωτερικό τους.