Η στρατηγική του Ερντογάν είναι απλή: είναι με όλους και με κανέναν. Προσπαθεί να στρέψει τον έναν έναντι του άλλου και είναι εκπαιδευμένος να ανοιγοκλείνει μέτωπα επιδέξια, δίχως στο τέλος να μετρά ζημιές από τα παζάρια του, αλλά κέρδη.
- του Βασίλη Γαλούπη
Θα μπορούσε να είναι ένας επιτυχημένος σκακιστής. Ένας παίκτης πόκερ. Το κακό για εμάς είναι ότι πρόκειται για τον μονοκράτορα της Τουρκίας, του αιώνιου «εχθρού» μας.
Ο Ερντογάν έχει καταφέρει να βραχυκυκλώσει ακόμα και τις ΗΠΑ, σε βαθμό που ο Μπάιντεν να μην μπορεί να τον διαχειριστεί, όπως συμβαίνει με όλους τους άλλους ηγέτες των δυτικών χωρών. Ο Τούρκος πρόεδρος δεν είναι δεδομένος για κανέναν και, τελικά, αυτό είναι που αναγκάζει τους άλλους να του κάνουν εθνικά χατίρια. Η στάση της Τουρκίας ανακατεύει τις ισορροπίες σε όλη την περιοχή και έχει αναβαθμίσει τον ρόλο του Ερντογάν στην παγκόσμια σκακιέρα.
Τα δεδομένα είναι χειροπιαστά. Ολόκληρο το ΝΑΤΟ περιμένει την «ευλογία» του Ερντογάν, στο ραντεβού της προσεχούς Δευτέρας με τον Σουηδό πρωθυπουργό Ουλφ Κρίστερσον, για να προχωρήσει η ένταξη της Σουηδίας στην Ατλαντική Συμμαχία. Εδώ κι έναν χρόνο, ο Τούρκος πρόεδρος είναι αυτός που κρατά το κλειδί μιας τόσο σημαντικής συμφωνίας για τους Αμερικανούς.
Όσο δεν λέει το «ναι» ο Ερντογάν, η Σουηδία δεν γίνεται να αξιοποιηθεί ως προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ. Δύσκολα θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς άλλη χώρα, πέραν της Τουρκίας, που θα έκανε τέτοιον πόλεμο νεύρων μακράς διάρκειας στις ΗΠΑ.
«Έφτασε η ώρα η Σουηδία να ενταχθεί στη Συμμαχία» αναφώνησε χθες, περιχαρής, ο Στόλτενμπεργκ, συμπληρώνοντας ότι ελπίζει σε θετική έκβαση των συνομιλιών. Η επίδειξη ισχύος, που συχνά κάνει το ΝΑΤΟ με τέτοιες συμφωνίες, «καπελώθηκε» από τον Ερντογάν, που δείχνει σαν να κάνει αυτός χάρη στην ευγνωμονούσα Ουάσινγκτον.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει «διαβάσει» τη συγκυρία και γνωρίζει ότι όσο στυλώνει τα πόδια θα επιβραβεύεται. Μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία και τον -θερμό πόλεμο πια- Ρωσίας – Δύσης, η Ουάσινγκτον τρέχει να κλείσει εκκρεμότητες και είναι υποχρεωμένη να ακούσει και να εμπλακεί σε συζητήσεις ακόμα και με ηγέτες που μέχρι πρότινος κατέκρινε. Είναι προφανές ότι δεν θα «χαρίσει» εύκολα την Τουρκία στη Ρωσία, παρά το διπλό παιχνίδι του Ερντογάν.
Για την Ελλάδα και την Τουρκία η κατάσταση έχει διαμορφωθεί. Τέτοια παράθυρα ευκαιριών ανοίγουν μία φορά κάθε κάμποσες δεκαετίες. Το εκκρεμές μπορεί κάλλιστα να γείρει προς τη μια ή την άλλη πλευρά. Κερδισμένος θα βγει μόνο όποιος αντισταθεί στη διεθνή πίεση, μέχρι να εξασφαλίσει τα ανταλλάγματα που είναι αποφασισμένος να πάρει. Στο χέρι της Αθήνας είναι να αξιοποιήσει τη συγκυρία για να κατοχυρώσει, επιτέλους, προς το συμφέρον της ανοιχτά ζητήματα, που για την πλειονότητα των άλλων χωρών είναι αυτονόητα και δεδομένα.
Ο Ερντογάν δείχνει σαν έτοιμος από καιρό για αυτή τη στιγμή. Μέχρι τώρα, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από υπαλληλική σβελτάδα – τρέχει, δηλαδή, να εξυπηρετήσει τα «θέλω» των ΗΠΑ. Για να φανεί χρήσιμη, ακόμα και αν προμοτάρει περισσότερα κυριαρχικά δικαιώματα των συμμάχων της, παρά δικά της.
Σε Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες αρέσει οι πιο αδύναμοι σύμμαχοί τους να είναι υποχωρητικοί κι όχι ενεργητικοί. Τώρα, όμως, οι συνθήκες έχουν τη μορφή τού κατεπείγοντος. Ο Ερντογάν για το ζήτημα της Σουηδίας δήλωσε πρόσφατα: «Η Σουηδία έχει προσδοκίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς θα συμμορφωθούμε».
Ακριβώς εκεί είναι ο πυρήνας όλης της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας. Ο Ερντογάν αντιλήφθηκε σωστά τα σημάδια των καιρών και έχει αποφασίσει να παραμείνει ανυποχώρητος μέχρι να πάρει ζωτικά ανταλλάγματα για τα συμφέροντά του, που ΗΠΑ και Ε.Ε. δεν έχουν σήμερα την πολυτέλεια να του αρνηθούν.
Όσο ο Ερντογάν γίνεται πιο απαραίτητος για τις ΗΠΑ εξακολουθεί να κοιτάζει προς Μόσχα για να πιέζει καταστάσεις. Επιχειρεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Σίσι, ώστε να απομακρύνει την Αίγυπτο από την Ελλάδα. Συμφώνησε να συναντηθεί με τον Νετανιάχου μέσα στον Ιούλιο, για να επισπευσθεί ο κύκλος επαναπροσέγγισης με το Ισραήλ. Συνεχίζει την επεκτατική πολιτική στη Συρία και ορέγεται μέρος της πίτας των λιβυκών πετρελαίων.
Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογίζεται ότι η Τουρκία που προέκυψε μετά τις τελευταίες εκλογές είναι η πιο εθνικιστική στα 100 χρόνια ιστορίας της. Ο Ερντογάν βγήκε ξανά πρόεδρος γιατί υποσχέθηκε στους Τούρκους όχι πιο πολλά λεφτά στο πορτοφόλι, αλλά μεγαλύτερη Τουρκία, περισσότερη εθνική υπερηφάνεια και αυξημένη ισχύ στο εξωτερικό.
Πέρα από τις σκοτεινές του όψεις ως ηγέτη, η πικρή αλήθεια είναι ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να κάνει το καθήκον του στην εξωτερική πολιτική. Κοιτάζει, δηλαδή, πρώτα το συμφέρον της χώρας του και έπειτα τη βολή των συμμάχων του. Παίζει τα χαρτιά του ενεργητικά και καθόλου φοβικά, κι αυτό του αποφέρει νίκες. Αν, έστω και τώρα, δεν πάψει η Αθήνα να είναι πρώτα «βολική» και μετά κυρίαρχη ως κανονική χώρα, να είμαστε βέβαιοι ότι ο Ερντογάν θα το εκμεταλλευτεί με τρόπο μη αναστρέψιμο.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1954 σε εργατική συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας του υπηρετούσε στην τουρκική ακτοφυλακή. Στο βιογραφικό του εμφανίζει ότι σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, αν και υπάρχει αμφισβήτηση για το κατά πόσο πήρε πτυχίο. Είναι ιδρυτής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ενώ το 1994-1998 υπήρξε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Από το 2003-2014 ήταν πρωθυπουργός της Τουρκίας και από το 2014 πρόεδρος της χώρας, μετά και την πρόσφατη επανεκλογή του. Επί των ημερών του, η Τουρκία ασκεί επιθετική, νεοοθωμανική εξωτερική πολιτική κι έχει οπισθοδρομήσει σε ζητήματα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαφθοράς.