Οι ΗΠΑ έχουν κάνει πολλά για να βοηθήσουν την Ουκρανία να αποκρούσει την πλήρους κλίμακας εισβολή και τις τρομοκρατικές τακτικές της Ρωσίας από τον Φεβρουάριο του 2022, μεταξύ άλλων με γενναιόδωρη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Επιπλέον, αμέσως μετά την εισβολή, η κυβέρνηση Μπάιντεν (και το Κογκρέσο) απαγόρευσε την εισαγωγή ρωσικού αργού πετρελαίου. Όμως οι εισαγωγές διυλισμένων προϊόντων που προέρχονται από το ρωσικό πετρέλαιο συνεχίζουν να επιτρέπονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Για να μειωθούν περαιτέρω τα έσοδα που επιτρέπουν στο Κρεμλίνο να συνεχίσει την επιθετικότητά του, θα πρέπει τώρα να απαγορευτούν όλες ανεξαιρέτως οι εισαγωγές τέτοιου είδους.
Κατά τη διάρκεια του 2022, οι ΗΠΑ έπεισαν τους εταίρους της G7 και την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλουν ανώτατο όριο τιμών (πλαφόν) στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων. Επί του παρόντος, οι εξαγωγές αυτές μπορούν να μεταφέρονται, να ασφαλίζονται και να χρηματοδοτούνται από δυτικές εταιρείες μόνο εάν η καταβαλλόμενη τιμή είναι σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή κάτω από αυτό (60 δολάρια ανά βαρέλι στην περίπτωση του αργού πετρελαίου). Αυτό το ανώτατο όριο έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικό στο να μειώνονται τα έσοδα της Ρωσίας, αυξάνοντας τη δημοσιονομική πίεση στο Κρεμλίνο και αποτρέποντας παράλληλα διαταραχές στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.
Όμως οι πρόσφατες προσπάθειες για περαιτέρω μείωση του πλαφόν έχουν βρει αντιστάσεις. Δεδομένου του πολιτικού αδιεξόδου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. για τη μείωση του ανώτατου ορίου τιμών, η απαγόρευση της εισαγωγής όλων των ρωσικής προέλευσης βενζινών και άλλων διυλισμένων προϊόντων στις ΗΠΑ είναι ένας χαμηλού κόστους και λογικός τρόπος για να ενισχυθεί η οικονομική πίεση στο καθεστώς Πούτιν, ενθαρρύνοντας παράλληλα τους συμμάχους των ΗΠΑ να πράξουν το ίδιο.
Οι αμερικανικές κυρώσεις ορίζουν επί του παρόντος ότι μόλις το ρωσικό αργό πετρέλαιο μεταφερθεί σε τρίτη χώρα και διυλιστεί σε άλλο προϊόν (ντίζελ, βενζίνη, καύσιμο αεριωθούμενων αεροσκαφών), το προϊόν αυτό δεν θεωρείται πλέον ρωσικής προέλευσης -και μπορεί να πωλείται με διεθνείς τιμές χωρίς να υπόκειται σε πλαφόν. Κάτι που δημιούργησε εξαιρετικά κερδοφόρα «πλυντήρια» για το ρωσικό πετρέλαιο σε μέρη όπως η Ινδία και η Τουρκία: τα διυλιστήρια εκεί αγοράζουν αργό πετρέλαιο με πλαφόν και πωλούν διυλισμένα προϊόντα με διεθνείς τιμές -συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ε.Ε., που απαγορεύουν το ρωσικό πετρέλαιο αλλά επιτρέπουν προϊόντα που διυλίζονται από αυτό το πετρέλαιο σε τρίτες χώρες. Το πρόσθετο περιθώριο κέρδους από αυτό το αρμπιτράζ ανά βαρέλι προφανώς ποικίλλει ανάλογα με τις διεθνείς τιμές, όμως το 2023 έχει διαμορφωθεί πιθανότατα κατά μέσο όρο γύρω στα 15-20 δολάρια ανά βαρέλι, καθιστώντας την επιχείρηση αυτή εξαιρετικά επικερδή.
Το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς αργού πετρελαίου και των προϊόντων πετρελαίου μετακινείται με εξειδικευμένα πλοία, με το μέγεθος και τη σύνθεση του φορτίου να είναι διαθέσιμα μέσω ιδιόκτητων βάσεων δεδομένων. Η ανάλυση αυτών των φορτίων από την Global Witness, μια μη κυβερνητική οργάνωση, αποκαλύπτει ένα σημαντικό γεγονός: οι ΗΠΑ εισάγουν σήμερα διυλισμένα προϊόντα από μία «χώρα πλυντήριο», την Ινδία, με σχεδόν το σύνολο να προέρχεται από ένα μέρος -το Jamnagar, το μεγαλύτερο συγκρότημα διύλισης στον κόσμο.
Η Reliance Industries Limited, η ιδιοκτήτρια του Jamnagar, αποκομίζει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετα κέρδη εξαιτίας όσων της επιτρέπεται να κάνει στο πλαίσιο του πλαφόν. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τον Απρίλιο του 2023, το 43% των θαλάσσιων εισαγωγών αργού του Jamnagar προήλθε από τη Ρωσία.
Από τις συνολικές εισαγωγές πετρελαιοειδών των ΗΠΑ, το 3-5% προέρχεται από την Ινδία, δηλαδή περίπου τα ίδια με τα προ πανδημίας επίπεδα. Επειδή οι ΗΠΑ είναι μεγάλος παραγωγός πετρελαίου, όλες οι εισαγωγές πετρελαιοειδών είναι μικρές σε σχέση με τη συνολική αγορά των ΗΠΑ (πάνω από 20 εκατ. βαρέλια πετρελαιοειδών την ημέρα). Στην πραγματικότητα, οι εισαγωγές από την Ινδία μέχρι στιγμής φέτος ισοδυναμούν μόνο με περίπου 15 ώρες της συνολικής χρήσης πετρελαίου στις ΗΠΑ.
Κάθε διυλιστήριο που επεξεργάζεται ρωσικό αργό θα πρέπει να απαγορεύεται να πουλάει στις ΗΠΑ. Αυτή είναι μια απλή προσέγγιση που θα ήταν εύκολο να επιβληθεί. Η επίδραση στις τιμές της βενζίνης και άλλων καυσίμων στις ΗΠΑ θα ήταν ελάχιστη, ιδίως καθώς η αντικατάσταση από εναλλακτικούς διεθνείς προμηθευτές μπορεί εύκολα να διευθετηθεί.
Το Jamnagar (και άλλα διυλιστήρια) μπορούν να εξακολουθήσουν να διυλίζουν ρωσικό αργό, αλλά θα πρέπει να βρουν άλλες αγορές για το διυλισμένο προϊόν τους. Αυτό θα στιγματίσει περαιτέρω το εμπόριο με τη Ρωσία, ασκώντας πρόσθετη καθοδική πίεση στην τιμή του αργού της -και ενισχύοντας τον στόχο του αρχικού εμπάργκο των ΗΠΑ και της συμφωνίας G7-Ε.Ε. για το πλαφόν. Επειδή η Ρωσία έχει πιεστική ανάγκη για συνάλλαγμα και βραχυπρόθεσμο οριακό κόστος παραγωγής μικρότερο από 20 δολάρια ανά βαρέλι, η μείωση της τιμής που καταβάλλεται στη Ρωσία δεν θα μειώσει τις εξαγωγές πετρελαίου της.
Η υποστήριξη στο Καπιτώλιο για την απαγόρευση όλων των εισαγωγών πετρελαίου ρωσικής προέλευσης διαρκώς μεγαλώνει, σε μεγάλο βαθμό επειδή αυτό θα ενθάρρυνε επίσης τόσο την Ε.Ε. όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Και οι δύο έχουν μεγαλύτερη έκθεση στα διυλισμένα προϊόντα από χώρες-πλυντήρια και θα ανησυχούν για τον αντίκτυπο στις εγχώριες αγορές τους (συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού).
Καθώς η επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας συνεχίζεται, είναι εντελώς παράλογο να υποστηρίζουμε την Ουκρανία σε όλα τα πιθανά μέτωπα, επιτρέποντας ταυτόχρονα στη Ρωσία να κερδίζει μεγάλα κέρδη από τις εξαγωγές πετρελαίου της. Το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών εσόδων της Ρωσίας προέρχεται πλέον από την πώληση πετρελαίου και αυτό θα ισχύει και στο μέλλον. Ανεξάρτητα από το ποιος θα ελέγχει το Κρεμλίνο τον επόμενο χρόνο ή σε 20 χρόνια από τώρα, η Ρωσία δεν είναι πιθανό να καταστεί μια σταθερή, φιλειρηνική δημοκρατία που σέβεται τα διεθνή σύνορα. Η Δύση χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική οικονομικού περιορισμού, στο πλαίσιο της οποίας η Ρωσία θα μπορεί να εξάγει αργό πετρέλαιο, αλλά μόνο σε μια τιμή που θα πέφτει με κάθε επιθετική πράξη.
Ο Simon Johnson, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι καθηγητής στη Sloan School of Management του MIT, εκ των προέδρων της Συμμαχίας Πολιτικής COVID-19 και εκ των προέδρων του Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου του Ινστιτούτου CFA. Είναι ο συν-συγγραφέας (με τον Daron Acemoglu) του Power and Progress: Our Thousand-Year Struggle Over Technology and Prosperity (PublicAffairs, 2023).
Ο Oleg Ustenko είναι οικονομικός σύμβουλος του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι από τον Μάιο του 2019.