Οι σχεδόν παράλληλες εκλογικές αναμετρήσεις σε Ελλάδα και Τουρκία προσφέρονται για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Αναλογίες επί της ουσίας δεν υπάρχουν, αν εξαιρέσει ίσως κανείς τις καθεστωτικές πρακτικές και τον ασφυκτικό έλεγχο των μέσων ενημέρωσης.
Η προεκλογική ατζέντα στη γειτονική χώρα μονοπωλήθηκε από τον εθνικισμό, τη χειραγώγηση δηλαδή μιας νεοαποκτηθείσας τουρκικής «περηφάνιας», ενώ στην Ελλάδα το διακύβευμα ήταν πολύ πιο πεζό, στυγνά ωφελιμιστικό και προσανατολισμένο στο ατομικό συμφέρον, μακριά από οράματα εθνικής ανάτασης και συλλογικού αναστοχασμού.
Στην Τουρκία, ο λαός ψήφισε με γνώμονα ποιος μπορεί να εγγυηθεί την ισχυροποίηση του διεθνούς αποτυπώματος της «μεγάλης πατρίδας» και στην Ελλάδα με γνώμονα ποιος μπορεί να εγγυηθεί τη συνέχιση αυτής της -μίζερης για τους περισσότερους- «κανονικής» καθημερινότητας μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου ο ρόλος της χώρας, αλλά και του ελληνικού έθνους, περιθωριοποιείται δραματικά.
Οι Τούρκοι ψηφοφόροι δεν είναι κατ’ ανάγκην πιο κουτοί ή πιο εύκολα χειραγωγήσιμοι. Είναι σίγουρα πιο συντηρητικοί και παραδοσιακοί στις αντιλήψεις τους, ενώ δεν έχουν διαβρωθεί από την επέλαση των νέων, «πανανθρώπινων» αξιών της παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, διαπνέονται από ένα αίσθημα «εθνικής συνείδησης» που στην Ελλάδα φαίνεται πλέον ότι έχει απολεσθεί.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Ερντογάν εδραιώθηκε επειδή πόνταρε σε κάποια ταπεινά ένστικτα θρησκευτικού φανατισμού που, ειδικά στην ισλαμική θρησκεία, καλλιεργούνται για να χαλυβδώσουν το φρόνημα των πιστών. Αυτή είναι η μία μόνο όψη του νομίσματος. Ο Τούρκος ηγέτης ασφαλώς και εργαλειοποίησε τη θρησκεία για να καταπνίξει τις σειρήνες του δυτικόφιλου κεμαλισμού, αλλά και για να αναδείξει το αυτοκρατορικό όραμα της διακυβέρνησής του. Το Ισλάμ είναι συνυφασμένο με τις μεγάλες στιγμές της «ένδοξης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» και ο κεμαλισμός με τη διάσωση μιας εδαφικά ακρωτηριασμένης (έτσι τη βλέπουν οι Τούρκοι) νεότερης Τουρκίας.
Αντιστοίχως, στην Ελλάδα η ορθόδοξη πίστη είναι επίσης συνυφασμένη με τις ενδοξότερες στιγμές της νεότερης Ιστορίας μας. Οχι μόνο του βυζαντινού μεγαλείου, της Εθνικής Παλιγγενεσίας και του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και με σχετικά πρόσφατες. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τεράστιες μορφές της Ιεραρχίας, που θυσιάστηκαν προασπίζοντας την τιμή του Γένους, όπως ο Χρυσόστομος της Σμύρνης, ή εμβληματικούς Αρχιεπισκόπους που δεν έσκυψαν το κεφάλι στους κατακτητές, όπως ο μεγάλος (και παραγνωρισμένος) Χρύσανθος, που αρνήθηκε να ορκίσει τη δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα.
Αυτά, όμως, στην Ελλάδα έχουν παρέλθει. Η Ορθοδοξία έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, καθώς δέχτηκε ανηλεή πόλεμο από μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις που τη θεώρησαν μοχλό οπισθοδρόμησης στον «εξευρωπαϊσμό» του ελληνικού κράτους. Σήμερα, οι Ελληνες πιστοί έχουν φτάσει να δέχονται αδιαμαρτύρητα ακόμη και χρονική μετάθεση της… Ανάστασης του Κυρίου για να εξυπηρετούνται πεζές αναγκαιότητες του «επιτελικού κράτους». Ούτε η ίδια η Εκκλησία δεν έχει την αξιοπρέπεια να διαμαρτυρηθεί.
Όμως, δεν είναι αυτό που σήμερα μας διαφοροποιεί από τους Τούρκους. Γιατί ο Ερντογάν δεν είναι πρωτίστως θρησκευόμενος. Είναι πρωτίστως εθνικιστής! Προχθές, μπροστά σε 1.000.000 παραληρούντες οπαδούς του, που κατέκλυσαν το προεδρικό μέγαρο για να γιορτάσουν τη νίκη του, δεν μίλησε για το Ισλάμ. «Απόψε δεν νίκησα εγώ, νίκησε το τουρκικό έθνος» τους είπε.
Η λέξη «έθνος» δεν ακούστηκε από τα τρία ελληνικά πολιτικά κόμματα εξουσίας. Ούτε προεκλογικά ούτε μετεκλογικά. Αυτό προδιαγράφει και την τύχη της χώρας, σε αντίστιξη με αυτήν της γειτονικής Τουρκίας, που, παρά τα τεράστια προβλήματα, εξελίσσεται σε υπερδύναμη έχοντας έναν ηγέτη που εμπνέει τον λαό του…